α’
δορυφόρος τοῦ Κικέρωνα
ἢ νὰ ταχθεῖς στὸ συφερτὸ τοῦ Κατιλίνα;
καὶ τὰ γυμνάσια στὰ Ἀπέννινα!
o tempora, o mores!
καὶ στὰ στενά της Ἐτρουρίας
οἱ συνθῆκες ποῦ ἦταν δυσμενεῖς
τὰ ἄλογα ἀπότιστα
τὰ ξίφη στομωμένα
ὕστερα ὁ παγετὸς
τὸ χιόνι ἴσα μὲ τὴν κλεῖδα
νὰ χάσεις κανὰ πόδι ἀπὸ γάγγραινα;
καὶ ὁ Μάνλιος
ὁ ἀδίσταχτος
μὲ τὰ χούγια του
μὲ τὰ ἐτσιθέλω του
pedes ante vexilla constitit
tempus est ut leganti abeant
καὶ ὁ Γαβίνιος μὲ τὸν Στατίνιο
μὲ τοὺς λαμπτῆρες
ἀνὰ χεῖρας
νὰ πυρπολήσουνε τὴ Ρώμη
παραμονὴ Καλένδων
ὅλους τους λόφους
ἕναν πρὸς ἕναν
καὶ τοὺς ἑπτὰ
καὶ τὸν Παλατινὸ
εἰδικὰ τὸν Παλατινὸ
μαζὶ μὲ τὴ φρουρά του
β’
κι ἡ Πραίνεστος ἦταν μακριὰ
χίλια ἐφτακόσια στάδια
μακριὰ
καὶ δυὸ χιλιάδες ἄλλα
γιὰ τὴ Ρώμη
καὶ νὰ ‘τανε μονάχα
τὸ τσαγανὸ τῶν Κυριτῶν
μετὰ τὶς νῖκες τοῦ Πομπηίου;
ἐδῶ σκορπᾶνε μονομάχους στὴν Καπύη!
κι ὁ Κέθηγος
κατέλυσε στὴ Ρώμη
ὅπου τα διαβούλια
δίνουν καὶ παίρνουν
γ’
στὸ Μάσελλο σκότος βαθὺ
τ’ ἀνάκλιντρα σὲ συστοιχίες
πρωτοτυπία οὐδεμιὰ
στὶς πτήσεις νυχτερίδων
«ἡ περηφάνια σου
σὲ κάνει νὰ ὑποφέρεις
,γιέ μου,
ἀνάθεμα τὸ αἷμα
τῶν Χαλδαίων»
, εἶπε ἡ Θεοδούλη
κι ὁ Κογιδοῦμνος
στ’ ἀνοιχτά του Forth of Clay
«lices armatus sit,
non me terret »
τὰ municipia δὲν ἤσαν
πλέον ἐπικίνδυνα
δ’
ἡ Μίλητος ποῦ πλούτισε
εἰς βάρος τῆς Ἀθήνας
στὴν Κόρινθο ποῦ χτίσανε
τὰ τείχη τ’ ἀπροσπέλαστα
κι οἱ μισακάρηδες
ἐλεύθεροι de joure
μὰ καὶ de facto δοῦλοι
ε’
ὁ δεξιὸς τοῖχος δὲν τελείωνε
κι ὁ ἀριστερὸς δὲν ἔμοιαζε
μὲ παραστάδα
καὶ τὸ καθῆκον τὸ ἱερὸ
νὰ πράττεις
νὰ σφυρηλατεῖς
δύο σελίδες σαχλαμάρες
τὴν ἡμέρα
καὶ νὰ ‘χεῖς κι ἀπὸ πάνω
τὶς δωροδοκίες τοῦ Σκαύρου
καὶ τὸν Οὐσπένσκη πρόθυμο
στὰ λόγια τῶν Ἰσαύρων
στ’
ἡ ἐπιρροὴ τῆς Ὀρεστίλλης
ποῦ ἦτο καταλυτικὴ
ὕστερα
ἡ ὁμοσκηνία στὴ Fidena
γιὰ μῆνες
Alba
Cobi
Bovilae
οἱ νάπες ἀπὸ ἐνέδεσκο
τὰ φίδια ἴσα μὲ τὶς λόγχες
καὶ τὸ διάταγμα
ἀνήμερα Lupercalion
-ἀπὸ τοὺς κύκλους
στὴν Aquilia-
ma ben veggio
or si come al papol tutto?
καὶ αὐτὸς ὁ Καίσαρας!
δὲν τοῦ καίγεται καρφὶ
γιὰ τῶν Γετῶν τὶς πανουργίες·
καὶ τὰ καμώματα τῶν ἰσοπολιτῶν
στὸ campus sceleratus
δὲν τὸν ἀπασχολοῦν διόλου
«μὲ vit et contumelias
δὲν γίνεται ἐπανάσταση…»
«…τοὺς κυβευτὲς
…τοὺς κυβευτὲς
νὰ πάρετε ἀπὸ μπροστά μου»
,διέταξε
«ἐκεῖνος ὁ Ἐλβίδιος…»
«…κι ἡ εὐμένεια τοῦ ὑπάρχου»
, εἶπα μὲ τρεμμάμενη φωνὴ
«καταραμένε Σύρα ἐσὺ
καὶ τὸ κρασὶ ποῦ μ’ ὄφερες»
«οἱ οἰνοχόοι ἀφέντη μου
χειροκροτοῦσαν μὲ τὶς γλῶσσες»
«μάρα, μάρα, μάρα!
ἀνάθεμά σε ἀφρήτορα,
ἐσύ,
καὶ τοῦ Ἑρμῆ ἡ προτομὴ
καταμεσῆς μυρσίνων»
ζ’
τί καὶ ἂν ὁ Ποῦλχερ τὰ ‘ψέλνε στοὺς ὕπατους;
τί καὶ ἂν δὲν ἐφαρμόζονταν οἱ νόμοι τοῦ Πορκίου;
ὁ Ἀχάλας ἐφόνευσε
τὸν Σπόριο
ἡ σύγκλητος χωλαίνει
καὶ οἱ designate
εἶναι πρὸ τῶν πυλῶν
η’
τώρα ἐπιτέλους
ἐπιστρέφει τὸ θάρρος μας
ὅπως μεταξύ των βαρβάρων
εἴθισται νὰ συμβαίνει
μὰ ὁ Κογιδοῦμνος
τὸ βιολί του
προσάρτησε ὁλόκληρο
τὸ Ἰντιμίλιο
τὰ χρυσοφόρα τμήματα τῆς γῆς
ἔνθεν κι ἔνθεν της Λιγουρίας
κι ἀπ’ τὰ βουνὰ
ὡς τὴ θάλασσα
τὴ Χώρα τῶν Καληδονίων
καὶ ἡ Βουδίκκη ἐρώτησε,
«ὁ αὐτοκράτορας,
ἀγάπησε ποτέ του
κόρη βασιλίσκου;»
κι ἂν τὰ βουνὰ στὴ Σικελία
ἦταν γυμνὰ
σὰν τοῦ Γραυπίου τὶς κορφὲς
τὰ τέλματα σπαρμένα
ἀνεμῶνες
κι ἂν ἤτανε ἀποδεκτὴ
ἡ προῖκα σὲ συντρίμμι
κι ὅσο γιὰ τὰ τῆς de vita sua,
σωματικὰ ἀνέπαφος
καὶ incuriora suorum aetas
καὶ μὲ τὰ πρόσωπα
τῶν Σιλουρῶν
σχέσις οὐδεμία
θ’
μὰ ὁ Παῖτος ὁ Θρασέας
γιὰ τὸν θάνατο
τῆς Ἀγριππίνας εἶχε
ἄλλην ἄποψη
κι εἶχε δικιά του θεωρία
iam vero διατεινόταν
πῶς ἡ Ἀγριππίνα ἐφονεύθει
ἀπὸ βαλτοὺς πραιτόρων
καὶ τί ἤτανε τάχα ἡ Κυνθία
σύζυγος πατρικίου ἢ meretrix;
ἰ’
καὶ ἡ Ἰβηρικὴ
δὲν ἦταν πρὸς δυσμᾶς
ὅπως ἐνόμισε ὁ Τάκητος
μὰ per imnensum
ἀντικρίζει Ἰβερνία
καὶ ἡ ροὴ τοῦ Ἥλιου
σὲ ἀχτίνες
οὐδεμία ὁμοιότις μὲ κεῖνον
τῆς Πικηνίδος
κι ἡ Βοδερία ἀπροσπέλαστη
τὸ ἔδαφος τραχὺ
μὲ βράχους
καὶ
χειμάδια
κι ἀπὸ τὴν Μόνα
ὡς τὸ Τάναο
τὰ ἕλη ξόρκιζε
γιὰ νὰ τὰ βρεῖ τενάγη
καὶ τὸ σχέδιο ποῦ ἐκπόνησε
καὶ ὁ λόγος ποῦ ἐκφώνησε
ἐνθουσίασε τὸ στράτευμα
-ὀκτὼ χιλιάδες πεζικοῦ
καὶ τρεῖς χιλιάδες ἐκλεκτῶν
στὶς πτέρυγες ἱππέων-
καὶ οἱ Βρίγαντες ἤσαν μακριὰ
οἱ Βαταβοὶ σὲ στίφη
κι οἱ μισθοφόροι σωρηδὸν ἀπὸ τοὺς Ὀρδοβίκες
καὶ οἱ λεγεῶνες σέμνωμα
- ἂν καὶ μακρὰ ἡ δημηγορία
τοῦ Καλγάκου –
ἐπέφεραν πλῆγμα βαρὺ
στῆς κοόρτιδος τὸ κῦρος
κ’
καὶ τὸ λοιπὸν
μισεύγει ὁ Κογιδοῦμνος
καὶ οἱ ἀκολασίες
τοῦ Ἀριαράφου
γίνηκαν νὰ σκάσουν
οἱ αὐθεντάδες κι οἱ μπαρούνοι οὖλοι
λ’
ἡ γνωριμία
μὲ τὸν Τζάκομο Κολόννα
στὴν Volsinia
ἦταν εὐτυχὲς συμβὰν
ὁ χαλασμὸς τῆς Καρθαγένης
κάτι τὸ ἀναμενόμενο
κι ἐξέγερσις τῶν Οὐσιπῶν
ὁλωσδιόλου θρασυτάτη
κι ἐγώ,
solo a pensosoi
piu deserti campus
νὰ φυλάω τ’ ἀναχτορου
τὶς πύλες
μὲ τοὺς πεσόντες
καμωμένους
σ’ ὄμορφους
σωροὺς
καὶ τὰ λουτρὰ ἤσαν πλέον
κατάμεστα
κι ἡ τήβεννος τῆς μόδας