ΔΕΣΜΙΟΣ
Όταν ακόμα ήταν περαστικοί οι χειμώνες
Εσύ ήσουν εδώ
Η άνοιξη ερχόταν στην ώρα της
κατέβαινε στον κήπο έκοβε τριαντάφυλλα
πότιζε τις λεμονιές στη γειτονιά μου
έπαιζε με τ’αδέσποτα
άφηνε παπούτσια στις γωνίες
Τώρα κλεισμένος μέσα ανασαίνει χιόνια
Μόνη του χαρά του η ποίηση
Κι ας μην είναι ολόκληρη
Γιατί ξέρουμε και η ποίηση ξέρει
ότι δεν αξίζει χωρίς
χέρια
π.χ.
ταΐζοντας εμένα
ή π.χ.
χαζεύοντας το σώμα σου
π. χ.
Δεν σε κατηγορώ που έφυγες Δικαίωμα σου
Δεν χάθηκες Δεν είσαι η απώλειά Μου
Οι άνθρωποι ορίζουν
Κάτι με τις εποχές ωστόσο παραμένει πληγηρό
Αλλά έτσι ήταν πάντα
Και έτσι θα είμαι όσο αφήνω
Εσένα να καθορίζεις ηλιοστάσια και ισημερίες
Δεν σε κατηγορώ. Μονάχα χθες ψάχνοντας
Ένιωσα να λείπει το κοντό μου μοντγκόμερι.
Και πάνω που έλεγα τι στο καλό;
Και πάνω που έλεγα να βγω απ’ αυτό το χειμώνα
Και πρέπει
Γι’αυτό
στο δια ταύτα
πρέπει
να γυρίσεις πίσω
Σε παρακαλεί Το μοντγκόμερι
Στην ανάγκη ταχυδρόμησέ το
Η τροφή στο κλουβί μου τελειώνει.
*
ΕΝΥΠΝΙΟ
Εδώ και καιρό βλέπω στον ύπνο μου γυναίκες στεατοπυγικές γυναίκες με πνίγουν αυτό δε θυμάμαι τα ‘χω καταθέσει όλα στον ψυχαναλυτή μου κύριε Φρόυντ διαβάστε αυτό το γραμμα στο λόγο μου δεν κρύβω πια τα σπασμένα γυαλιά στο τασάκι τις καταπίνω τις γόπες ανώδυνα πιάνω μπούτια στον ύπνο μου στη γυάλα κατάντησα από τα Χριστούγεννα και μετά πλημμύρα στα μπούτια πλημμύρα σας λέω πνίγομαι αντιστέκομαι στην πρωτερογυνία λέω κρατάω ακόμα μαθαίνω λέξεις γράφω
*
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Με πόση ευτέλεια μασκαρεύτηκε η εκδίκησή μου.
Πριν το μαρτύριο, ο Ίππος.
Βάλε το αυτί σου στην κοιλιά του
Είναι το τέλος αυτό
Ακούς;
Καυτός ζεϊμπέκικος στην πέτρα ο πόλεμος.
Ρίξε το δόρυ πισώπλατα
Το αίσχος του έρωτά μου
Το τελευταίο μακέλεμα
Ο Δούρειός σου.
Δεν ήταν για μας η αιωνιότητα, Ελένη
*
LITTLE BOY
Είσαι η αναψυχή μου, Χιροσίμα.
Η αιώρα στα πυρπολημένα ροδόδεντρα.
Οι ιβίσκοι στο στόμα μου.
Η φύση που αντιστέκεται στη λέξη.
Είσαι το γιορτινό μου τραπέζι, Χιροσίμα.
Το χάρτινο καραβάκι σου αγγυροβόλισε στο χέρι μου.
Μια σαΐτα από διάφανο φύλλο χρυσού.
Η σοφίτα που δίνει παράθυρο στην άβυσσο.
Είσαι η παιδική μου ηλικία και το τέλος της.
Η Ανδρομέδα στο όνειρο του κήτους.
Φαρδύ νησί οι γοφοί σου με σφίγγουν.
Η έπαρση ότι στέκομαι στα δυο μου πόδια – Είσαι.
Έρχομαι ξανά κοντά σου, Χιροσίμα.
Χιροσίμα, mon amour.
********************
Βιογραφικό: Ο Βασίλης Κυριαζάκης γεννήθηκε το 1978. Σπούδασε οδοντιατρική στη Ρουμανία και Δημιουργική Γραφή στο πανεπιστήμιο της Φλώρινας.