In memoriam Alba Navascuez Carrasco
( 1985 – 2004 )
Μην θυμώνεις μαζί μου, μελαγχολία, που πιάνω την πένα για να σε υμνήσω (…)
Friedrich Nietzsche
[“( … ) Hugo fue atacado de su enfermedad mental. Se creía
condenado al fuego eterno y quería suicidarse, lo que hubiera
hecho de no haberlo impedido, y con mucha dificultad, los
que con él viajaban. Aquella extrañísima enfermedad produjo
a todos una gran tristeza. Se consiguió, sin embargo, llegar a
Bruselas, y allí el prior, creyendo que su dolencia era la misma
que había sufrido el Rey Saúl, trató de apaciguarlo como hacía
David –tocando la cítara ante el rey– y añadiendo otros pasatiempos
para distraer al hermano Hugo. Todo esto no alivió
al enfermo, que persistía en declararse perdido sin remedio.”]
Crónica del convento del
Valle Rojo (primer fragmento)
[«(…) Τον Ούγκο κυρίευσε η αρρώστια του μυαλού από την οποία έπασχε. Πίστευε πως ήταν καταδικασμένος στην αιώνια πυρά και ήθελε να αυτοκτονήσει. Θα το είχε κάνει αν δεν τον είχαν εμποδίσει, με μεγάλη δυσκολία, οι συνταξιδιώτες του. Εκείνη η τόσο παράξενη αρρώστια προκάλεσε μεγάλη θλίψη σε όλους. Κατάφεραν, ωστόσο, να φτάσει ως τις Βρυξέλλες, κι εκεί ο ηγούμενος, πιστεύοντας πως η αδιαθεσία από την οποία έπασχε ήταν η ίδια με αυτή του Βασιλιά Σαούλ, προσπάθησε να τον ησυχάσει, όπως έκανε ο Ιάκωβος- παίζοντας στον βασιλιά σιτάρ- και προσθέτωντας άλλες διασκεδάσεις για να απασχολήσει τον αδερφό Ούγκο. Τίποτα απ’ αυτά δεν ανακούφισε τον άρρωστο, ο οποίος συνέχιζε να δηλώνει χαμένος χωρίς σωτηρία.»]
Χρονικό από το μοναστήρι Valle Rojo
(Κόκκινη Κοιλάδα).
Απόσπασμα Πρώτο.
SOLEMNIDADES
IV. Quae moerebat et dolebat,
Pia Mater cum videbat
Nati poenas incliti.
Hace falta coraje para vivir sin fe,
para afrontar la inmensidad del mar,
el cielo inabarcable, el destino azaroso
que no sin extrañeza contemplamos
ensombrecer el gozo ante tanto misterio
radiante, pues lo más cercano y nuestro es
confín.
Intermitente, salvadora,
llega la luz de un faro a la ribera
con su mensaje errante de socorro,
o refulge una estrella con claridad sencilla
sin que nadie repare en los caminos
que desbrozan de sombra y de peligro.
Pero no nos fue dado sino el miedo.
Llamamos fe a una esperanza vaga
en no morir del todo si los actos
y las obras, si frutos y labores
merecieron orgullo. Aquí creer no es eso.
Aquí se mortifican y laceran
con ciegas oraciones que repiten
hasta inmolar las horas: aquí la fe es dogma.
Mas me conmueve que mis tablas sacien
su deseo de ver en mis imágenes
el reflejo de Dios y la verdad sin duda
de las alegorías. Qué candor.
Hace falta inocencia para amar,
como hace falta fuste para amarse.
Y aquí nadie se ama aunque de amor
llenan sus bocas, palabra sin labios,
labios sin miel, melaza sin dulzura.
Aquí la noche y las tinieblas densas,
aquí la umbría y huera madrugada,
aquí no amanecer, no contemplar
sino el pozo insondable de las almas
que buscaron la luz en un reflejo
de la Luna en su fondo, ingenuas típulas,
que se ahogaron de sed en la trampa del agua.
ΕΠΙΣΗΜΟΤΗΤΕΣ
Χρειάζεται κουράγιο για να ζήσει κανείς χωρίς πίστη,
για να κοιτάξει κατάματα την απεραντοσύνη της θάλασσας,
τον ατέλειωτο ουρανό, το τρομερό πεπρωμένο
που όχι δίχως δέος αγναντεύουμε
να σκιάζει την απόλαυση μπροστά σε τόσο
εκτυφλωτικό μυστήριο, γιατί το πιο κοντινό ημέτερο μας
είναι πέρας.
Διακεκομένο, σωτήριο
φτάνει το φως ενός φάρου στην ακροποταμιά
με το ερανικό του μήνυμα βοήθειας,
ή ακτινοβολεί ένα αστέρι με ταπεινό φέγγος
χωρίς κανείς να στρέψει την προσοχή του
στα μονοπάτια που ανοίγονται από σκιά και κίνδυνο.
Μα, δεν μας δόθηκε παρά ο φόβος.
Ονομάζουμε πίστη μια θολή ελπίδα
να μην πεθάνουμε οριστικά, σαν
οι πράξεις και τα έργα, σαν οι κόποι και οι μόχθοι
να ήταν άξια περηφάνιας. Εδώ δεν είναι αυτό η πίστη.
Εδώ αυτοβασανίζονται και σπαράζουν
με τυφλές προσευχές που επαναλαμβάνουν
ώσπου να σφαγιάσουν τις ώρες. Εδώ η πίστη είναι δόγμα.
Κι ωστόσο, με συγκινεί να βλέπω τις εικόνες μου να ξεδιψούν
τον πόθο τους να δουν στους πίνακες μου
την αντανάκλαση του Θεού και την αναμφισβήτητη
αλήθεια των αληγοριών. Πόση αγνότητα.
Χρειάζεται αθωότητα για ν’αγαπήσει κανείς,
όπως χρειάζεται καμουτσίκι για ν’αγαπηθεί.
Κι εδώ κανείς δεν αγαπά, αν και με αγάπη γεμίζουν
τα στόματά τους, λέξη χωρίς χείλη,
χείλη χωρίς μέλι, μελάσσα χωρίς γλύκα.
Εδώ η νύχτα και το πυκνό σκοτάδι,
εδώ η ανήλιαγη και στείρα φέξη,
εδώ όχι ξημέρωμα, όχι στοχασμός,
εδώ το απύθμενο πηγάδι των ψυχών
που έψαξαν το φως σε μια αντανάκλαση
του φεγγαριού στον πάτο του, αφελείς τίπουλες 1,
που πνίγηκαν από δίψα μες στην παγίδα του νερού.
[“Por lo que se refiere a las pasiones del alma, yo sé positivamente
que nuestro hermano se había entregado a ellas con
demasía. Le preocupaba también la cuestión de saber cómo
podría terminar las pinturas que le habían encargado y que,
según él, le tomarían más de nueve años. También se esforzaba
en leer un libro en flamenco que, acaso, no podía comprender.
Y en cuanto al vino no hay duda que bebía cuando
comía con sus huéspedes. Todas estas circunstancias pudieron
contribuir a las causas que con el tiempo produjeron la
muerte del pintor. ( … )”]
Crónica del convento del
Valle Rojo (tercer fragmento)
[«Σε ότι αφορά στα πάθη της ψυχής, εγώ ξέρω με σιγουριά
ότι ο αδερφός μας είχε παραδοθεί υπερβολικά σ’ αυτά. Τον ανησυχούσε επίσης
το ζήτημα των πινάκων που του είχαν αναθέσει, το πώς θα μπορούσε να τους ολοκληρώσει, μιας που σύμφωνα μ’ αυτόν, θα του έπαιρνε παραπάνω από εννιά χρόνια να τους τελειώσει. Επιπλέον, προσπαθούσε να διαβάσει ένα βιβλίο στα Φλαμανδικά το οποίο, ίσως, δεν καταλάβαινε. Όσο για το κρασί, δεν χωράει αμφιβολία ότι έπινε κάθε φορά που έτρωγε με τους οικοδεσπότες του. Όλες αυτές οι συνθήκες πιθανόν συντέλεσαν στις αιτίες που με τον καιρό προκάλεσαν τον θάνατο του ζωγράφου. (...)»]
Χρονικό του μοναστηριού
Valle Rojo.
Απόσπασμα τρίτο.
NUBES QUE PASAN
XI. Sancta mater, istud agas,
crucifixi fige plagas
cordi meo valide.
En el carnoso pasto de la tarde,
sobre la nube aquella,
pace un manso rebaño de carneros
carmines briznas de ternísima hierba.
Saciados la sed y el apetito,
con suave vino dulce y pan de hogaza,
tras la dura jornada de ásperos senderos
encuentro en la fatiga mi moroso deleite.
Recostado a la sombra de una encina,
o en un claro de bosque, qué solaz,
qué gozo contemplar nubes que pasan.
A nadie inspiran idéntica imagen,
aun cuando todos ven la misma forma.
No es extraño. De algún modo sutil
el mundo nos desnuda la verdad
de nuestra vanidad por comprenderlo.
ΣΥΝΝΕΦΑ ΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΝ
XI. Sancta mater, istud agas,
crucifixi fige plagas
cordi meo valide.
Στη σαρκώδη χλόη του απογεύματος,
πάνω στο σύννεφο εκείνο,
βοσκά ένα ήμερο κοπάδι από κριάρια
κρεμεζί ίνες τρυφερού χορταριού.
Χορτασμένες η δίψα και η πείνα
μ’ απαλό γλυκό κρασί και ένα ψωμί καρβέλι,
μετά το σκληρό μερομίσθιο σε δρόμους κακοτράχαλους
την αργινή μου τέρψη στην κούραση συναντώ.
Γερμένος στην σκιά ενός δρυ,
ή σε κάποιο ξέφωτο του δάσους, τί ανάπαυλα,
τί απόλαυση ν’ ατενίζεις σύννεφα που περνούν.
Σε κανέναν δεν προκαλούν μια ίδια εικόνα,
ακόμα κι όταν όλοι την ίδια μορφή βλέπουν.
Δεν είναι παράδοξο. Κατά κάποιο λεπτό τρόπο
ο κόσμος μας ξεγυμνώνει την αλήθεια
από την αλαζονεία μας για να τον καταλάβουμε.
[“( … ) He querido dar todos estos detalles para nuestra edificación.
Aprendamos a refrenar nuestras pasiones para que
no nos dañen de modo irreparable. El hermano Hugo, en calidad
de excelente pintor, se entregaba por exceso de imaginación
a ensueños y preocupaciones que debieron perturbar una
vena cerca del cerebro, una vena pequeña y delicada que contribuye
a la creación y a producir visiones. Cuando nuestra
imaginación es demasiado activa y las pesadillas son frecuentes,
esta vena está hinchada, puede romperse, y entonces originan
el frenesí y la demencia. Para evitar un peligro fatal y sin
remedio debemos evitar nuestras fantasías, nuestras emociones,
sospechas, y todos los pensamientos vanos e inútiles que
pueden turbar la mente. Somos hermanos, y lo que ocurrió a
este hermano Hugo, debido a sus visiones y alucinaciones, debe
servirnos de escarmiento. Fue enterrado en nuestro cementerio,
al aire libre.”]
Crónica del convento del Valle
Rojo de Gaspar Ofhuys
de Tournai (cuarto fragmento)
[« (...) Θέλησα να δώσω αυτές τις λεπτομέρειες προς όφελος όλων μας.
Ας μάθουμε να χαλιναγωγούμε τα πάθη μας, ώστε να μην μας βλάψουν με τρόπο
ανεπανόρθωτο. Ο αδερφός Ούγκο, με την ιδιότητα του εξαιρετικού ζωγράφου,
παραδίνονταν από υπερβολική φαντασία στα όνειρα και τις ανησυχίες, τα οποία
πρέπει να διατάρραξαν μια φλέβα κοντά στον εγκέφαλο, μια μικρή και ευαίσθητη φλέβα
που συμβάλλει στην δημιουργία και αναπαραγωγή οραμάτων. Όταν η φαντασία μας είναι υπέρ του δέοντος ενεργητική και οι εφιάλτες συχνοί, αυτή η φλέβα πρήζεται, μπορεί να σπάσει και έτσι προκαλείται η τρέλα και η άνοια. Για να αποφύγουμε έναν μοιραίο και ανεπανόρθωτο κίνδυνο οφείλουμε να αποφεύγουμε τις φαντασιώσεις μας, τα συναισθήματα μας, τις υποψίες μας, όλες τις μάταιες και άχρηστε σκέψεις που μπορούν
να ταράξουν τον νου. Είμαστε αδερφοί, κι αυτό που συνέβη σ’ αυτόν τον αδερφό Ούγκο,
εξαιτίας των οραμάτων και των παραισθήσεων που είχε, πρέπει να μας χρησιμεύσει σαν παράδειγμα. Θάφτηκε στο κοιμητήριο μας, στην ύπαιθρο.»]
Χρονικό του μοναστηρίου Valle Rojo
de Gaspa Ofhuys
de Tournai. Απόσμασμα τέταρτο.
REGRESO AL CLAUSTRO ROJO
XIX. Christe, cum sit hinc exire,
da per matrem me venire
ad palmam victoriae.
Y volví.
Poco importa
que un hombre reconozca su regreso
y tiemble, hierva, vibre al descubrir
que todo aquello a lo que dijo adiós,
–hace tanto y tan lejos– lo esperaba
fiel y confiado, idéntico en quietud
y asombro. Ahora sé que los caminos
fingían la esperanza de la huida,
mas fue pleno saberse solo y hueco
–sencillo aprendizaje de distancia–
y el aroma distinto de otros campos
hallar prendido de las mismas rosas.
Volví para deciros cuánto amor
he visto en la madera y en el fuego:
mirad que el noble leño acepta humilde
la voluntad ardiente de la llama:
oíd cómo crepitan sus anillos añosos,
cómo se resquebraja su corteza,
cómo las ramas que abrazaran trinos
con tierna mansedumbre se convierten
en brasa incandescente y en rescoldo,
último nido, antes que ceniza,
prístina exhalación de la materia.
Como es generoso
el fuego que alimenta las caricias,
que congrega y hermana en torno suyo
las manos ateridas, los abrazos,
la triste soledad de los abrazos huecos
que no llegaron a encontrarse nunca,
que no se reunieron todavía,
que al fin se funden juntos y entrelazan,
en comunión fugaz, con armonioso gesto,
mas humo que se enfría y se dispersa.
Volví para deciros del color
de las aves de octubre y de su exilio,
que es melancolía, o que aprendí
que aunque nada me plazca, todo entregue,
que aunque en nada me goce, lo consienta,
que cuando nada sienta, me complazca,
y aun cuando nada haya, todo tenga,
y cuanto os debo no olvidare, hermanos,
en el recuerdo mi único consuelo.
Por eso ahora que no ignoro cuál
es el sabor de un solo instante en soledad
os congrego, os pronuncio, uno a uno
pétalo a pétalo
como una flor que manos infantiles
hubieran deshojado lentamente
al decidirse en una suerte grave
y decisiva, vuestro amor y el mío:
qué importa lo que amemos cuando amamos.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
XIX. Christe, cum sit hinc exire,
da per matrem me venire
ad palmam victoriae.
Y volví.
Μικρή σημασία έχει
το να αποδέχεται κανείς την επιστροφή του
και να τρέμει, να βράζει, να δονείται μπρος στην ανακάλυψη
ότι όλα εκείνα που άφησε πίσω του
- τόσο παλιά, τόσο μακριά- τον περίμεναν
πιστά και σίγουρα, πανομοιότυπα σε γάληνη
κι έκπληξη. Τώρα ξέρω ότι τα μονοπάτια
υποκρίνονταν την ελπίδα της φυγής
κι ωστόσο ήταν πληρότητα να σε νομίζεις κενό και μόνο
- ταπεινή μάθηση της αποστάσεως-
και το διακριτό άρωμα αλλοτινών αγρών
να βλέπεις πώς ριζώνει στα ίδια τριαντάφυλλα
Γύρισα για να σας πω πόση αγάπη
είδα στο ξύλο και τη φωτιά:
κοιτάξτε πώς το ευγενές κούτσουρο δέχεται ταπεινά
την καυτή θέληση της φλόγας:
ακούστε πώς τριζοβολούν τα γέρικα δαχτυλίδια του,
πώς σκάει ο φλοιός του,
πώς τα κλαδιά που θ’αγκάλιαζαν κελαηδίσματα
με τρυφερή πραότητα μετατρέπονται
σε πυρακτωμένα κάρβουνα κ’ απομεινάρια,
στερνή φωλιά, πριν από στάχτη,
αρχέγονη εκπνοή της ύλης.
Όπως είναι γενναιόδωρη
η φωτιά που θρέφει τα χάδια,
που συναθροίζει κ’ αδερφώνει γύρω της
τα τρεμάμενα χέρια, τις αγκαλιές,
τη θλιβερή μοναξιά των κούφιων αγκαλιών
που δεν κατάφεραν ποτέ να σμίξουν,
που δεν ενώθηκαν ακόμα,
που εντέλει λιώνουν μαζί και συνυφαίνονται
σε φευγαλέα κοινωνία, μ’ αρμονική έκφραση,
και καπνό που κρυώνει και διαλύεται.
Γύρισα για να σας πω για το χρώμα
των πτηνών του Οκτώβρη και για την εξορία τους,
που είναι μελαγχολία, ή για το ότι έμαθα
πως αν και τίποτα δεν με ευχαριστεί, σε όλα να παραδίνομαι,
πως αν και τίποτα δεν απολαμβάνω, όλα να τα αποδέχομαι,
πως όταν τίποτα δεν νιώθω, να είμαι ευτυχής,
κι ακόμη όταν τίποτα δεν έχω, όλα να τα κατέχω,
κι όσα σας χρωστώ δεν θα ξεχάσω, αδερφοί,
στην ανάμνηση η μόνη μου παρηγοριά.
Γι’ αυτό και τώρα, που δεν αγνοώ
την γεύση έστω και μιας μοναχικής στιγμής
σας συγκαλώ, σας προσφωνώ έναν προς ένα,
πέταλο προς πέταλο
σαν ένα λουλούδι που χέρια παιδικά
μαδίσανε αργά
ορίζοντας βαρύ και καθοριστικό
πεπρωμένο, την αγάπη σας και τη δική μου:
Τί σημασία έχει τι αγαπάμε, όσο αγαπάμε.
*****************************
Σημείωση 1: Τίπουλα, típula στο πρωτότυπο κείμενο: Προνύμφη μύγας.
*********************
Εργοβιογραφικό του συγγραφέα:
Το 1992, υπό τον τίτλο «Anecdotario», έκανε την εμφάνιση του το πρώτο έργο του Χουάν Κάρλος Φριέμπε (Γρανάδα 1968). Το βιβλίο εκείνο αποτελούσε μια συλλογή των νεανικών ποιημάτων του συγγραφέα, γραμμένα το χρονικό διάστημα από το 1981 ως το 1989. Από τότε μέχρι σήμερα, ο Χουάν Κάρλος Φριέμπε συνέχισε την λογοτεχνική του πορεία με βήματα σταθερά και διακριτικά, συμμετέχοντας σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, κερδίζοντας διακρίσεις (φιναλίστ για το βραβείο «Gustavo Adolfo Bécquer», καθώς και για το βραβείο «Internacional de Poesía Gabriel Celaya»), εκδίδοντας έργα που χαρακτηρίζονται από την ιδιαίτερα προσωπική χροιά της φωνής του δημιουργού τους. «Le Aria contra coral» (1992), «Las Briznas: Poemas para consuelo de Hugo van der Goes (2007)», «Hojas de morera (2008)» και «Poemas a quemarropa (2011)» είναι τα εκδοτικά του επιτεύγματα όσον αφορά στον χώρο της ποίησης. Ποιήματα του έχουν συμπεριληφθεί σε διάφορες ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ κείμενα του έχουν εμφανιστεί σε λογοτεχνικά και μουσικά περιοδικά.
Πέρα, όμως, από την ιδιότητα του ποιητή, μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής δραστηριότητας του πολυσχιδούς Φριέμπε, σχετίζεται με το χώρο των πλαστικών, γραφικών και σκηνικών τεχνών. Ξεχωρίζουν οι ποιητικές του συνθέσεις για εκθέσεις («Mundos paralelos»/ «Παράλληλοι Κόσμοι», του καλλιτέχνη María José de Córdoba το 2002 και «Un kílim para Rimbaud»/ «Ένα κιλίμι για τον Ρεμπώ» το 2009 του ζωγράφου Valentín Albardíaz) καθώς και τα κείμενα του που συνοδεύουν εικαστικές εγκαταστάσεις (Tres estancias de un apartamento burgués, (2007), El sueño de Isabel (2010), Las Bacantes).
Στο χώρο της μουσικής, έχει εκδόσει το βιβλίο «Las canciones de la vereda», (2011), μια συλλογή στίχων για φλαμένκο. Πηγή: http://geometriadeldesconcierto.com/editorial/