Συνέντευξη στον Σπύρο Αραβανή
Το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Θεσσαλονίκης παρουσιάζει (από 22 έως 24 Μαρτίου, ώρα 20.30) την παράσταση: «Εν ονόματι της ποιήσεως». Ένας φανταστικός μονόλογος του Γεώργιου Βαφόπουλου» στο Αρχείο του Ποιητή, στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο (Γ. Βαφοπούλου 3, Ντεπώ). Είσοδος Ελεύθερη με κρατήσεις (τηλ. 2310425800, 9.00-13.00). Πρόκειται για έναν φανταστικό, επινοημένο μονόλογο του ποιητή της Θεσσαλονίκης, Γεώργιου Βαφόπουλου. Ο ποιητής επανέρχεται στον προσωπικό του χώρο, στο γραφείο και αρχείο του, επαναφέροντας μνήμες από τη ζωή και την ποίηση του, καθώς και από την ιστορία της πόλης. Συγγραφέας του ο Ιορδάνης Κουμασίδης, υποψήφιος διδάκτορας φιλοσοφίας, μεταφραστής και ποιητής.
Σ.Α.: Ιορδάνη, ποια είναι τα ιδιαίτερα, κατά τη γνώμη σου, χαρακτηριστικά της ποίησης του Βαφόπουλου που τον ξεχώρισαν;
Ι.Κ.: Σοβαρή, παρότι είχε διακυμάνσεις, και πλέον δυσεύρετη! Εκείνο όμως που με έθελξε ιδιαίτερα, είναι η συνάντηση της ποίησης με τα συμβάντα της ζωής του, ό,τι ονομάζουμε -λίγο αυθαίρετα και διαισθητικά είναι η αλήθεια- ‘βιωματικό’.
Σ.Α.: Πώς «λειτούργησε» το έργο ως θεατρικό;
Ι.Κ.: Έχω καταλάβει από τα δύο κείμενα μου που έχουν ‘ανεβεί’ στο θέατρο και το τρίτο που ετοιμάζεται, πως στην ουσία πάντα πρόκειται για δυο διαφορετικά κείμενα: το αρχικό που γράφτηκε κι εκείνο που καταλήγει να παρουσιάζεται. Έτσι δεν έχω την απαίτηση από τους σκηνοθέτες να εισχωρήσουν στο μυαλό μου, στην περίφημη ‘συγγραφική πρόθεση’. Το συγκεκριμένο κείμενο διαθέτει την ιδιαιτερότητα ότι γράφτηκε γνωρίζοντας πως θα παρουσιαστεί μέσα στο αρχείο του Βαφόπουλου, στο γραφείο του κι έτσι απέκτησε ένα πλεονέκτημα αναφορικά με το συγκινησιακό φόρτο που θα προκαλούσε στους θεατές. Σε γενικές γραμμές νομίζω πέτυχε το σκοπό του: όσοι δεν τον γνώριζαν κέρδισαν τη γνωριμία με έναν σημαντικό ποιητή και όσοι τον γνώριζαν θυμήθηκαν σημαντικά πράγματα από τη ζωή και την ποίηση του. Επιπλέον ήρθαν σε επαφή με την οπτική και την αισθητική ενός νεότερου συγγραφέα.
Σ.Α.: Ο Βαφόπουλος εκτός από το έργο του έζησε και μια «μυθιστορηματική» ζωή όπως την έχεις χαρακτηρίσει. Πιστεύεις στο συσχετισμό ζωής-τέχνης για να υπάρξει ένα μεγάλο έργο;
Ι.Κ.: Προφανώς, νομίζω πως ολόκληρη η τέχνη είναι ένας λόγος, ένα παιχνίδι πάνω στη σύγχυση
τέχνης-ζωής….
Σ.Α. Θα επιχειρούσες κάτι ανάλογο και για κάποιον πιο σύγχρονο ποιητή; Μπορούμε σήμερα να βρούμε αντίστοιχες «περιπτώσεις»;
Ι.Κ. : Ενδεχομένως υπάρχουν και σήμερα ποιητές οι οποίοι εκτός του ότι παρουσίασαν μια ενδιαφέρουσα αισθητική παραγωγή, έζησαν και μια θυελλώδη ζωή. Όμως είναι προφανείς οι δυσκολίες να πράξει κανείς κάτι τέτοιο για κάποιον που βρίσκεται εν ζωή… Γενικώς δε λειτουργώ βάσει σχεδίου, συνήθως καταπιάνομαι με ό,τι με ενθουσιάσει πριν προλάβει να ξεθυμάνει.
Σ.Α.: Έχεις δηλώσει την «αδυναμία» σου στον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου. Πώς φαντάζεσαι έναν αντίστοιχο θεατρικό μονόλογο για έναν ποιητή που αντιθέτως με την εγκοσμιότητα του Βαφόπουλου πέθανε μόνος και ξεχασμένος;
Ι.Κ.: Εάν γινόταν κάτι αντίστοιχο για τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, προφανέστατα θα ήταν λιτό, αφαιρετικό, μίνιμαλ και θα αποτελούταν μόνο από ποιήματά του… Ίσως όμως τα ποιήματα του Ασλάνογλου, ακριβώς επειδή έχουν μια τρομακτική εικονοποιητική δύναμη, να παραπέμπουν περισσότερο σε κινηματογραφικές νόρμες.
Σ.Π.: Με ελάχιστες εξαιρέσεις οι μεγάλοι ποιητές δεν έγραψαν θεατρικούς ποιητικούς μονολόγους. Πού το αποδίδεις αυτό;
Ι.Κ.: Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση, ειδικά αν σκεφτεί κανείς τις απαρχές του θεάτρου. Νομίζω πως η ποίηση δε γράφεται με ‘προκάτ’ σκοπούς, παρ’ όλα αυτά οι χρήσεις της ποικίλλουν. Έτσι τη βλέπουμε να θεατρικοποιείται εως και να γίνεται σύνθημα ή, χειρότερα, σλόγκαν. Συνήθως οι ποιητές προτιμούν να μη βλέπουν τα κείμενά τους ‘εργαλειακά’ (σκεπτόμενοι π.χ. μια μεταφορά τους στο θέατρο) και συνάμα θεωρούν, δίκαια σε μεγάλο βαθμό, πως η ποίηση αποτελεί την ύψιστη, τη μέγιστη εκπλήρωση εκφοράς λόγου και συναισθήματος.
Σ.Π.: Ποια είναι η «ποιητική αύρα» της Θεσσαλονίκης σήμερα;
Ι.Κ.: Είναι γεγονός πως το 80-90% των νέων λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης επιλέγει την ποίηση ως μέσο έκφρασης. Και μάλιστα επιλέγοντας φόρμες που δε θυμίζουν το κλασικό παλαιότερο δίπολο (’Κοινωνική Ποίηση’ (Αναγνωστάκης, Κύρου κλπ.) - ‘Ερωτική Ποίηση’ (Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου κλπ.). Αυτό που λείπει τα τελευταία χρόνια από την ποιητική παραγωγή της Θεσσαλονίκης αλλά και της ελληνικής γλώσσας γενικότερα, είναι ποιήματα συγκλονιστικά, που να σε ταράζουν και να καρφώνονται στο μυαλό σου. Δε μπορώ να ανακαλέσω περισσότερες από δυο ή τρεις συλλογές που με συγκλόνισαν την τελευταία πενταετία, εν αντιθέσει με πεζογραφήματα.
Σ.Α.: Η παράσταση θα «κατέβει» και στην Αθήνα;
Ι.Κ.: Έχουμε ήδη δεχτεί ορισμένες κρούσεις, νομίζω πως σύντομα θα κατηφορίσει. Κρατώ βέβαια μια επιφύλαξη διότι ο Βαφόπουλος -ως ποιητής πάντα- κοντεύει να ξεχαστεί στη Θεσσαλονίκη, πόσο μάλλον στην Αθήνα.
Σ.Α. Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου;
ι.Κ.: Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί μια μελέτη μου για την ταινία του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, Η Ελεγεία του Έρωτα. Έχω βάλει πλώρη και για ένα μυθιστόρημα (ή, αντίστροφα, με έχει βάλει αυτό στο στόχαστρο) που ήδη γράφω. Τον περισσότερο όμως χρόνο τον διαθέτω στη διατριβή μου που φτάνει στο τέλος της και στην επιμέλεια μιας επερχόμενης έκδοσης με παλιές πανεπιστημιακές παραδόσεις του καθηγητή Αύγουστου Μπαγιόνα με τίτλο Η θεωρία της Ιστορίας από τον Θουκυδίδη ως τον Σαρτρ.
**************
ΙNFO
Το κείμενο της παράστασης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εναλλακτική Θεσσαλονίκη.
Κείμενο: Ιορδάνης Κουμασίδης
Σκηνοθεσία: Άννυ Τσολακίδου
Παίζουν: Δημήτρης Φραγκούλης
Μαρίνα Γώγου
Τεχνική υποστήριξη: Αντώνης Παπαδόπουλος
Φωνή Παιδιού: Λάζαρος Πέσκας
Φωνή Καβάφη-Παλαμά: Αλέξανδρος Τσακίρης
Ηχογραφήσεις: Άρης Κοσμίδης
Σχεδιασμός αφίσας: Γιώργος Βασιλειάδης
Επιμέλεια παραγωγής: Έλενα Γιαννουτάκη