[author]Της Ειρήνης Ψαρρού [/author]
Ήμουν στο γραφείο όταν, εν μέσω της απίστευτης χαρτούρας που έπρεπε άμεσα να τακτοποιήσω ιεραρχώντας εκκρεμότητες και υποχρεώσεις, άκουγα τη συνάδελφό μου να διαβάζει μέσω ίντερνετ την είδηση για το στυγερό έγκλημα της Ξάνθης. Στην ανάγνωση των λεπτομερειών, η χροιά της φωνής της εξέπεμψε τέτοιον αποτροπιασμό που με έκανε να σταματήσω τη δουλειά μου και να την κοιτάξω παρατηρώντας τις αντιδράσεις της καθώς διάβαζε: «Σε λιπόθυμη κατάσταση, η άτυχη κοπέλα κακοποιήθηκε σεξουαλικά με πολύ βάναυσο τρόπο -με την χρήση κάποιου αντικειμένου-, με αποτέλεσμα να της προκληθεί ακατάσχετη αιμορραγία. Στη συνέχεια ο παράφρονας δολοφόνος της έδωσε τη χαριστική βολή με τρόπο που σόκαρε ακόμα και τους αστυνομικούς της Ασφάλειας. Την έσυρε σε διπλανό χώρο, την περιέλουσε με εύφλεκτο υγρό και την πυρπόλησε ζωντανή. Άρπαξε και την τσάντα της και τράπηκε σε φυγή. Μόνο τότε ακούστηκαν οι φωνές της άτυχης νεαρής, η οποία ανέκτησε τις αισθήσεις της από τους φρικτούς πόνους και φλεγόμενη άρχισε να τρέχει στην πιλοτή στριγκλίζοντας με όση δύναμη της απέμενε και προσπαθώντας απεγνωσμένα να βγάλει τα ρούχα της για να σωθεί».
Τα τηλέφωνα χτυπούσαν το ένα μετά το άλλο, η δουλειά που είχα με πίεζε πολύ, έπρεπε να βγω για εξωτερικές δουλειές, έφυγα τρέχοντας, ξέχασα, ξεχάστηκα, επέστρεψα μεσημέρι και καθώς η γραφειοκρατική λαίλαπα καταλάγιασε για λίγο μπήκα στο ίντερνετ να διαβάσω τις ειδήσεις. Το έγκλημα της Ξάνθης βρέθηκε ξανά μπροστά μου, μαζί με μια φωτογραφία της τριαντατετράχρονης Ζωής Δαλακλίδου της οποίας κάποιος «επειδή έτσι του ‘ρθε» της έκοψε βιαίως το χαμόγελο. Λίγο πιο κάτω, μια δεύτερη παρεμφερής είδηση έρχεται να προστεθεί ως πληροφορία στον τρελαμένο μου εγκέφαλο: Επιδεινώθηκε η κατάσταση της υγείας της Ινδής, θύματος ομαδικού βιασμού. Μια άλλη Ινδή, θύμα ομοίως ομαδικού βιασμού είχε μόλις την προηγούμενη ημέρα αυτοκτονήσει. Ένα τηλεφώνημα μού απέσπασε και πάλι την προσοχή. Εστίασα ξανά στα καθήκοντά μου.
Το απόγευμα, καθώς επέστρεφα από το Φάληρο στο σπίτι με το τραμ, αισθάνθηκα την ανάγκη να κατέβω στον Φλοίσβο για ένα μοναχά τσιγάρο. Ήταν η ώρα που ο ήλιος έδυε κάνοντας την θάλασσα μαβιά και τον ουρανό να ανοίγεται απέραντος μέσα από τα πορτοκαλοκίτρινα χρώματα του ορίζοντα. Τα σύννεφα, λίγα και αραιά, έμοιαζαν σαν ακαθόριστα αντικείμενα που αιωρούνταν απ’ τον θόλο. Κάθισα σε ένα πεζούλι. Η μυρωδιά τ’ αλατιού ήταν έντονη. Πήρα μια βαθιά ανάσα, κοίταξα την άμμο, έπειτα τα παπούτσια μου. Ένας αρουραίος έτρεξε βιαστικά από έναν κάδο σκουπιδιών προς ένα θάμνο. Απέφυγα το θέαμα, έστρεψα και πάλι τα μάτια μου στον ορίζοντα. Τα ιστιοφόρα αριστερά επέπλεαν αργόσυρτα στη μαρίνα. Τα άλμπουρά τους θύμιζαν μοναχικούς ανθρώπους στο σκοτάδι. Σκέφτηκα και πάλι τις ειδήσεις της ημέρας. Δυο γυναίκες έχασαν τη ζωή τους με φρικιαστικό τρόπο, μία τρίτη χαροπάλευε. Θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και οι τρεις – θύματα μιας ανδροκρατούμενης συνθήκης που μόνον «κοινωνική» δεν μοιάζει.
Στο μυαλό μου ήρθε συνειρμικά μια αναφορά του Michel Foucault, στο πρώτο κεφάλαιο του έργου του «Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της Φυλακής» υπό τον τίτλο «Το σώμα των καταδίκων», σε πρωτότυπα έγγραφα μιας δικογραφίας: «Στις 2 Μαρτίου του 1757, ο Damiens καταδικάστηκε να ομολογήσει δημόσια τα σφάλματά του μπροστά στην κύρια πύλη της Εκκλησίας των Παρισίων, όπου θα οδηγούνταν μ’ ένα κάρο, γυμνός, μονάχα μ’ ένα πουκάμισο, βαστώντας στο χέρι έναν αναμμένο κέρινο δαυλό που ζύγιζε δύο λίβρες. Κατόπιν, να οδηγηθεί με το ίδιο κάρο, στην Πλατεία της Grève, όπου, σ’ ένα ικρίωμα που θα στηνόταν εκεί, να βασανιστεί με πυρακτωμένες λαβίδες στους μαστούς, στα χέρια, στους μηρούς, στις κνήμες, κρατώντας στο δεξί του χέρι το μαχαίρι με το οποίο είχε εκτελέσει την εν λόγω πατροκτονία, το χέρι αυτό να καεί με αναμμένο θειάφι, και πάνω στις πληγές από τις λαβίδες να χυθεί λιωμένο μολύβι, βραστό λάδι, καυτό ρετσίνι, κερί και θειάφι λιωμένα και ανακατεμένα, και ύστερα, το σώμα του να εξαρθρωθεί και να διαμελιστεί από τέσσερα άλογα, τα μέλη του καθώς και το κορμί του να γίνουν παρανάλωμα του πυρός, να αποτεφρωθούν, και η στάχτη να σκορπιστεί στον αέρα».
Ποιο διεστραμμένο μυαλό, ποια παρανοϊκή κοινή λογική και ποιο αλλόκοτο αίσθημα δικαίου μάς έχει οδηγήσει από την προ-νεωτερική περίοδο ως εδώ, εξελίσσοντας ενδεχομένως το τιμωρητικό σύστημα, αλλά διατηρώντας στο ακέραιο την ανθρώπινη κτηνωδία; «Παρ’ όλους τους αβάσταχτους πόνους, ο Damiens σήκωνε πού και πού το κεφάλι και κοίταζε άφοβα το κορμί του». «Φιλήστε με Κύριοι» φώναζε, «Ήμαρτον Θεέ μου». Κι αναρωτιέμαι: Τι ήταν ακριβώς αυτό για το οποίο η Ζωή Δαλακλίδου έπρεπε – ως θύτης; – με τέτοιο φρικαλέο και δημόσιο τρόπο να πληρώσει με το σώμα της και τη ζωή της;
Ο Pierre Bourdieu έρχεται με τη σειρά του στη σκέψη μου για να απαντήσει: Η συμβολική βία της ανδρικής κυριαρχίας, η οποία εκφράζεται ως κάτι το προφανές μέσα από τις κοινωνικές πρακτικές και τους λόγους, οδηγεί σ’ έναν σωματικό καταναγκασμό φυσιοποιημένο, σε έναν αυτονόητο διαχωρισμό των φύλων, σε ένα σώμα-μνημόνιο πάνω στο οποίο εγγράφονται, υπό τη μορφή κοινωνικών αρχών διάκρισης, το σύστημα αξιών, κοινωνικών συνηθειών και έξεων. «Το να κοινωνικοποιείς το κτήνος» γράφει «σημαίνει να δίνεις στο κτήνος την ευκαιρία να σκεφτεί σύμφωνα με τη δική του λογική, που δεν είναι η λογική την οποία συνδέουμε αυθόρμητα με την ιδέα της σκέψης. Σημαίνει να του εξασφαλίσεις την ικανότητα να σκέφτεται τον εαυτό του» με ένα μηχανιστικό και όχι πνευματικό τρόπο, «να σκέφτεται το σώμα» στο οποίο όμως είναι ενσωματωμένες ως αυτονόητες οι εκάστοτε σχέσεις κυριαρχίας, οι οποίες οδηγούν το γυναικείο σώμα – σε αντίθεση με το ανδρικό – σε μία κοινωνικά επιβεβλημένη αγοραφοβία. Τουτέστιν, η Ζωή Δαλακλίδου δεν θα έπρεπε 4:30 τα ξημερώματα να βρίσκεται μόνη, ασυνόδευτη, σε κοινή θέα. Συνεπώς πλήρωσε με τη ζωή της την ελευθερία την οποία επεφύλασσε η ίδια για τον εαυτό της αλλά η κοινωνική συνθήκη της απαγόρευε από γεννήσεώς της.
Σηκώθηκα να φύγω. Το απέραντο αυτό τοπίο δεν με χωρούσε πια. Έστρεψα το σώμα μου κατά τη στάση του τραμ αναζητώντας τον πίνακα αναχωρήσεων και βρέθηκα αντιμέτωπη με δύο άντρες. Στέκονταν όρθιοι και με κοιτούσαν ενώ εγώ, γυρισμένη όπως ήμουν πριν, με την πλάτη προς το πεζοδρόμιο και καθισμένη στο πεζούλι αγναντεύοντας τη θάλασσα, δεν τους είχα δει. Μέσης ηλικίας και ύψους, με πρόσωπα σκαμμένα αλλά φρεσκοξυρισμένα με τρόπο που μου θύμισαν φτηνή κολόνια κουρείου, γλοιώδεις και αποκρουστικοί, με τα χέρια στις τσέπες και με μπρουτάλ ύφος μου χαμογέλασαν. «Ζωγράφος είστε;» με ρώτησε ο ένας. «Μα γιατί ρωτάς την κοπέλα εάν είναι ζωγράφος; Επειδή είσαι κι εσύ;» ρώτησε ο άλλος. «Όχι, υπάλληλος γραφείου είμαι» του απάντησα, «αλλά αλήθεια, γιατί με ρωτάτε;» αντερώτησα κι απομακρύνθηκα χαμογελώντας, μ’ ένα χαμόγελο-όπλο, το μόνο που διέθετα εκείνη τη στιγμή.
Πηγές:
Michel Foucault, Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της Φυλακής, Αθήνα: Κέδρος, 1976
Pierre Bourdieu, Η Ανδρική Κυριαρχία, Αθήνα: Στάχυ, 1999. (2η έκδοση)
Τρέχουσα ειδησεογραφία: www.in.gr, www.tvxs.gr, www.protagon.gr.
* Η Ειρήνη Ψαρρού είναι απόφοιτη του τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.