Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Δημήτρης Θ. Γκότσης, τα άλλα Τείχη και το άλλο Επίρρημα του Κ. Π. Καβάφη

$
0
0

Τα «Τείχη» του Κ.Π.Καβάφη στέκουν τώρα κι έναν αιώνα περίπου (1896). Και για περίπου μισόν, πολλοί προσπάθησαν να γκρεμίσουν τα ποιητικά πλέον τείχη του έργου του, να εισδύσουν στους εντός τους χώρους από ρήγματα της ατομικής τους μόνον πολιορκητικής τέχνης ή από μυστικές-δήθεν- Κερκόπορτες, ερωτικές ή άλλες,

Εγώ πάλι, ξεκινώντας να τον διαβάσω σήμερα, όχι βέβαια λόγω παρόδου εξήντα κιόλας ετών από την αποδημία ενός ενδημικότατου της ελληνικής διασποράς(1933), αλλά περισσότερο για να αποθησαυρίσω μερικά διδάγματα από τα επι-ρρήματά του (αφού τα «ρήματά» του δεν μού κινούν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον), προσπάθησα να ξεχάσω πολλά από τα όσα ήδη ειπώθηκαν γι αυτόν, εκτός ίσως από τα πρώτα εκείνα πιό γενικά κι όμως ενδιαφερόντως συνοπτικά. Εννοώ ειδικά εκείνα τα εντίμως σωστά του Γιώργου Ιωάννου και εκείνα τα δραστηρίως ευσεβοποθιστικά του Κωστή Μοσκώφ. Κράτησα κάτι λίγο μόνον από αυτούς, γιατί πολύ με ενδιαφέρουν οι δικοί μου –οι εκ Θεσσαλονίκης θέλω να πω-, επειδή και τέκνα κάποιας ιδιότυπης αποδημίας, αυτής που εν πολλοίς χαρακτηρίζει την καταγωγή του λαού της Συμπρωτεύουσας.

Ιδιαίτερα θέλησα να ξεχάσω αισθητικές ή άλλες παρατηρήσεις, παραδόξως ευφυείς πολλές φορές, ακόμη και τις αναφερόμενες στην τεχνική ή και στη λογογραφική ιστορία του Κ. (εννοώ την προσέγγιση του Γιώργου Σεφέρη ή την κατάταξη του Κ. σε παράξενο, νεοβλαστήσαντα κλάδο της Β΄ Σοφιστικής). Λοιπόν, τί θέλησα τελικά να μού απομείνει για να στήσω επάνω του μια πρώτη πολύ αδρή δουλειά διακρίσεων; Θα έλεγα, μόνον ο τρόπος, τον οποίον ο ίδιος ο Κ. μάς λέγει (ή και υποκρίνεται πως τάχα μάς τον αποκαλύπτει) και ο οποίος αρκετά λεπτά προσδιορίζει την ποιότητα της ισχνής πράξης του και του ευμεγέθους πάθους του μέσα στον λόγο του. Δηλαδή, το ε π ί ρ ρ η μ α, που ανέφερα πιο πριν, αυτό το κονίαμα της δομής των τειχών του, αλλά και της ποιητικής του τύχης.

Λοιπόν, στα 33 του χρόνια ο Κ. μάς ομιλεί για τη δόμηση των Τειχών του. Και το υποκείμενο της πράξης αυτής, ο δομών δηλαδή, μένει αμφίβολο, αφού και αναφέρεται ουδετέρως : «μ’ έκλεισαν». Όμως το επίρρημα «ανεπαισθήτως» μάς οδηγεί κατ’ευθείαν στον ποιητή. Γιατί η αίσθηση είναι δική του, δική του είναι και η έλλειψη εγρήγορσης αυτής της αίσθησης. Έτσι και ο απελπισμός σε όλο του το έργο είναι ψυχρός, διαφανής θαρρείς, «κάτι το αρκετά αξιοπρεπές». Επειδή ο Κ. γνωρίζει βαθύτατα τον αίτιο αυτού του απελπισμού, αλλά και της δόμησης, που περιχαρακώνοντάς τον , τον ζωντάνεψε σε έλλειψη ελπίδας άχρωμη και δυσκίνητη. Αλλά και διότι δεν υπήρξε πράγματι τόσο προβληματικό για τον Καβάφη το «πράγματα πολλά να κάμω είχον», όσο το «πράγματα πολλά έ ξ ω να κάμω είχον». Αυτό το έξω, επίρρημα τόπου ανοιχτού, εντέλει προσδιοριστικό ελευθερίας, γνώριζε ο ίδιος ο ποιητής ότι εκ των προτέρων το είχε αποκλείσει. Γνώριζε ότι η όποια συνάντησή του εκεί έξω θα απαιτούσε την εξομοίωση του Άλλου με το δικό του πρόπλασμα για τον Άλλον. Γνώριζε ότι τα πολλά που είχε να κάμει έξω καθόλου δεν θα διέφεραν από τα όσα έκαμε έσω, μόνος του. Και ίσως καταλάβαινε πόσο απίθανο θα ήταν να γίνει πραγματικότητα το:

«δικούς του στίχους λένε
στα μάτια των τα ζωηρά περνούν οι οπτασίες του»,

(παρ΄όλο που το πρώτο το πέτυχε ενπολλοίς)
Κι όλα αυτά κατ΄αντίθεση προς εκείνους, που νόμισαν π.χ. πως ο Κ. όντας στραμμένος προς την ύπαρξη(;) του Άλλου, επιβεβαίωνε τον ελληνικό πολιτισμό, σαν έναν τέτοιον, ο οποίος «μετουσιώνει τον δίχως ατομικότητα άνθρωπο της δουλοκτητικής Ανατολής στον άνθρωπο- άτομο του κλασικού και του ελληνιστικού κόσμου και στον άνθρωπο-πρόσωπο(!) του ορθόδοξου κόσμου»(Κ.Μοσκώφ). Ναι, αυτοί φαίνεται δεν το γνωρίζουν, ενώ ο Καβάφης το ήξερε καλά, το ζούσε, το πόσο δηλαδή ασιατικός είχε καταντήσει πράγματι ο ελληνιστικός κόσμος, με τα εξομοιωμένα πρόσωπα -μάλλον μορφές- στα αγάλματα και στα νομίσματα, με την έξαρση της δουλοκτησίας και της απολυταρχίας, με το «κοινωνείν» μόνο στα πλαίσια μιας επιστήμης, που άρχισε να ξεπέφτει σε επιστημονισμό. Κι αυτό, μέσα σε στενό, κλειστό κύκλο λογίων, μέσα σε παρόμοια, αν και τόσο παλαιότερα, Τείχη. Ο Κ. το γνώριζε και όντας τίμιος μάς το έδειξε αρκετά φανερά. Μάς έδειξε –και λόγω στενής αντίληψης το συνομολογούν σαν κάτι θετικό πολλοί απ΄τους σημερινούς-πως η Συνάντηση ανθρώπων είναι μόνο για Ανταλλαγή πραγμάτων, αισθήσεων και ιδεών. Ένα εμπόριο των περισσευμάτων (τόσο ομοίων) και όχι μια συν-δημιουργία για την «παράλληλη» πλήρωση του προσωπικού πλούτου (και θα τολμούσα να προσθέσω : κάτω από τη σκέπη του ανέγγιχτου, του μη εμπορευματοποιήσιμου).

Ο Καβάφης υπήρξε έντιμος, Με τολμηρή για την εποχή του ειλικρίνεια μας φανέρωσε το μ ο ν ή ρ ε ς της ικανότητάς του για έξοδο, που συγχρόνως μεταποιούσε βέβαια το έξω σε «εντός των Τειχών» και πάλι. Δεν μάς μίλησε ο Κ. για τις ψυχές των ετέρων. Μάς έδειξε μόνο τα σώματά τους. Όχι σε όλο τα φάσμα της ζωής τους, παρά μόνο στα νιάτα και στην ερωτική τους ετοιμότητα. Τα πανέτοιμα, δηλαδή, προς διάθεσιν, τα ελληνιστικώς εξομοιωμένα προς εμπόρευμα. Γι αυτό και γυμνά ή απεκδυόμενα, μορφολογημένα πολύ αδρά, προσόμοια αισθητηριακά, με γενίκευση επιπόλαιη (λόγω της ταχύτητας της ηδονόθηρης διέγερσης) της όψης, της αφής ή της οσμής τους. Αγαλματοποιημένα από τη μοναδική δυνατότητα του -σίγουρα κατά τον νου τουλάχιστον – ομοφυλόφιλου Κ. για έξω, από το μοναδικό είδος συνάντησης, που μπορούσε να τον εκ-στασιάσει. Για τούτο και τα σκηνικά των ποιημάτων του είναι αυτά που είναι. Ο έξω χώρος είναι χώρος «ραντεβού», ο έσω χώρος είναι κάμαρη ετοιμασμένη από την προσδοκία της ηδονής. Σκοτεινή η ιδιωτική, η κοινής χρήσεως με τον ήλιο του απογεύματος να φθάνει πάντα «ώς τα μισά», τονίζοντας έτσι την παρουσία του μονήρους. Και επάνω από τα σπάνια, ακαθόριστα τοπία του, η διάβαση ερωτικών σωμάτων, που τα ονειρεύεται ο ποιητής, και που αυτά μετατρέπουν τα τοπία σε τόπο του. Και γύρω από το πλοίο ο χώρος γοργά και αδιάφορα ονοματοδοτημένος και «υφοδοτημένος» και κέντρο η ζωγραφιά του ερωμένου, η διαφημιστική κάρτα του εμπορεύματος.

Αυτό το μονήρες το παρουσίασε ο Καβάφης κυρίως στο σώμα και τα μάτια. Στο σώμα δεν προσδίδεται κανένα περιεχόμενο εξωερωτικό. Το σώμα εκδίδεται μόνο στη διακατοχή της ηδονής, στην ανεξέλικτη και ανεξέλεγκτη δυνατότητα της ασιατικής δουλοκτημοσύνης, μεταφερμένης από τη μονοτονία της ανόριας στέππας στην ανόρια μοναξιά της αστικής ερήμου. Ίσως γι αυτό και η απώλεια της Μικρασίας σήμαινε για τον Κ. κυρίως τον χαμό ελληνικών (διάβαζε: ελληνιστικών) αστικών πυρήνων. Το ανθρώπινο σώμα είναι, λοιπόν, για τον Κ. μέλη και ανάστημα, είναι δέρμα και χείλη, έστω και ρόδινα ή και «σαν καμωμένα από ιασεμί». Και τα μάτια έχουν πάντα κάποιο χρώμα μόνο, είναι γενικά ωραία, σχεδόν πάντα γυαλίζουν και πλέον τούτου άλλη έκφραση καμμιά. Και τα δυό τους, σώμα και μάτια, δεν αλλάζουν. Είναι φιξαρισμένα, τεντωμένα στη δική του τάση. Ζωντανεμένα μόνο για χάρη αυτής της τάσης, άβουλα και κάπως άβολα για την ποίηση, έστω κι αν χαρακτηρίζονται «ποιητικά». Κι όταν η τάση του αυτή χάνει σε ένταση, τότε αμέσως τα σώματα αυτά μετατρέπονται σε σχήματα αφηρημένα, γιατί αφαιρείται και ο μονήρης νους, γίνονται ινδάλματα και οπτασίες.

Όλα αυτά για τους ομοφυλόφιλους αναγνώστες του Κ. δεν είναι διόλου νέα και φυσικά διόλου μονήρη, αφού αποτελούν και τον κόσμον όλο. Τίποτε το καινοφανές ή και παράδοξο δεν βρίσκουν σ΄αυτά. Γι αυτούς έγραψε ήδη ο έντιμος, επειδή και φιλαλήθης, Γιώργος Ιωάννου ότι τον καταλαβαίνουν τον Κ., «τον νοιώθουν μάλλον καλύτερα γι αυτό και τον θαυμάζουν κάπως πιο συγκρατημένα. Ίσως λιγάκι και να τον υποτιμούν». Χαρακτηριστικά αποκαλυπτικές και οι δύο αυτές φράσεις. Επειδή μας αποκαλύπτουν δύο πράγματα : πρώτον, ότι το ήδη γνωστό, το ήδη βιωμένο «αλλέως διανοείσθαι», δεν γεννά θαυμασμό για τη διατύπωσή του. Δεύτερον, ότι η συνειδητοποίηση του μονήρους αυτομάτως υποτιμά την ίδια αυτή συνείδηση.

Αντίθετα, όλοι οι ετεροφυλόφιλοι αναγνώστες και μελετητές του Κ., που δεν ήταν δυνατόν να κατέχουν αυτό το παιχνίδι, αυτή την καταναγκαστική τεχνική της στοχεύουσας διανοητικής εγρήγορσης, πίστεψαν αυτή την «άλλη διάνοια» του Κ. για διάνοια έκτακτη. Ήταν μια αναπόφευκτη προσαρμογή τους στον «τέτοιον» νου του Καβάφη. Όμως ελάχιστα στοχαστική προσαρμογή, εφόσον και δεν υπήρχε σ’αυτούς καμμιά ανάγκη για τον στοχασμό επάνω στην ποικίλη διαμόρφωση της προσαρμογής, με σκοπό την ποικίλη δράση της, ανάλογα δηλαδή με την ποικιλία του αντικειμένου της διακατοχής, του ορατού από την ομοφυλόφιλη ψυχή μονήρους.

Αλλά και σαν κατακλείδα για μένα, που προσδιορίζει τα όρια της Καβαφικής ποίησης, μια άλλη φράση του Γιώργου Ιωάννου: «Ο Έρως είναι ίδιος σε όλες τις περιπτώσεις και τον διέπουν οι αυτοί ψυχολογικοί νόμοι». Σωστό. Γιατί διαφοροποίηση γίνεται μόνο στο είδος της βούλησης, που θα θέσει σε εφαρμογή αυτούς τους νόμους, αν δηλαδή τους καταχρασθεί ή τους ερμηνεύσει ξεπερνώντας τους. Και τα όρια του Καβάφη είναι τά όρια αυτής της ψυχολογίας. Τίποτε πιο πέρα. Τίποτε; Περίπου, γιατί το πιο πέρα υπάρχει, μένοντας όμως αδιαμόρφωτο. Είναι το Κενό του Καβάφη.

Σε όλα τα παραπάνω ο ποιητής, έστω και με όλους τους τρόπους του διφορούμενου και των υπαινιγμών, μάς λέγει αυτό που είναι. Μάς παρουσιάζει ολόκληρο το μισό του. Το άλλο μισό, αφού δεν το κατέχει, δεν μπορεί να το μορφοποιήσει θετικά μέσα στον λόγο του. Είναι αυτό που ανήκει στην πέραν της ηδονής αφοσίωση, γλιτώνοντας από τον θάνατο της αφομοίωσης. Και δείχνεται από τον ποιητή με τις παλίνδρομες κινήσεις του μέσα στον χρόνο, όπου όμως όλα τα τεράστια μεσοδιαστήματα μένουν κενά. Είναι π.χ. ο Καιρός στο ποίημα «Του πλοίου», όπου το μονήρες εξαφανίζεται μέσα στη σύγχρονη παλαίωση όλων και όχι μόνον του ερωτικού αντικειμένου. Είναι, η σκηνοθετημένη έστω αδυναμία μνήμης, τα δήθεν κενά της στο ποίημα «Μακρυά»
(-Αύγουστος ήταν;-, ήταν,θαρρώ, μαβιά), αδυναμία όμως που φαντάζει περισσότερο σαν μια συνειδητή βούληση για απομάκρυνση, παρά σαν γνήσια νοσταλγία. Γι αυτό και σε τέτοια, ελάχιστα, ποιήματα φανερώθηκε για μένα στη σημερινή μου ανάγνωση το πραγματικά νέο στον Καβάφη. Ένας λυρισμός πρωτόγνωρος και σπάνιος. Επειδή, νομίζω, κατ΄αυτόν πρωτόγνωρος και σπάνιος γίνεται και ο ποιητής, με την προσθήκη στο μονήρες του εκείνου του ετέρου μισού, που τού λείπεται, εκείνου του κενού του, όμως συνειδητοποιημένου τώρα. Ο λόγος του δεν είναι πιά εκείνος της μονότονης εν-πάθειας, αλλά λόγος μετάνοιας ενός «μωσαϊκού» όλου. Είναι η απαρχή των νέων Τειχών, που πρόλαβε να δομήσει ο Κ. πάνω στον λόγο του, σαν νέο τρόπο, ατελές ακόμη, αλλά τελικό επίρρημα των ρημάτων του, χωρίς πλέον περίσκεψιν και χωρίς λύπην για το μονήρες του.

Τελική γεύση για μένα από την ανάγνωση, ίσως προσωρινή, ας πω δίδαγμα για τον χρόνο τον παρόντα, είναι το ότι οφείλω να σέβομαι τον καθένα, ο οποίος μέσα από τη φθορά του, με το κονίαμα της παραδοχής των κενών του, κατόρθωσε να υψώσει ουσιαστικά πλέον Τείχη, «λίαν επαισθήτως», μιας αξιοπρεπούς αντίστασης. Η οποία και τον από-εμπορευματοποιεί, ετοιμάζοντάς τον για τη συν-δημιουργική συνάντηση.

Και ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης δεν συνάντησε έτσι ουσιαστικά έτερον, πλην από τον κενωμένο έτερο εαυτό του. Και εκεί δημιούργησε. Έτσι τον διάβασα τούτη τη φορά.

Δημήτρης Θ. Γκότσης
Πάφος, Φεβρουάριος 1993

(το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο κυπριακό
περιοδικό ΑΝΕΥ, τ. 8/2003)


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles