ΝΕΑ ΖΩΗ
Τώρα πια δεν είναι εύθραυστη η ζωή σου
Γέμισε αντρικά σώματα
κραυγές οδύνης νυχτερινές
και τραχιά αγγίγματα
Τώρα πια η ζωή σου προχωράει
χωρίς την αύρα εκείνη του ανείπωτου
χωρίς την θλίψη εκείνη των πρωινών.
(από ανέκδοτη συλλογή)
*
Κάθε τοίχος και ένα σύνθημα.
Αυτή είναι η Ποίηση που διαθέτουμε σήμερα.
(Από την ανέκδοτη συλλογή «Εποχή μου είναι η Ποίηση»)
*
ΑΝΑΛΟΓΙΑ
Εσύ,
μοιάζεις με τα πρόσωπα στον Καβάφη
Βυθισμένος στην ηδονή
περιπλανιέσαι στις οδούς,
μεθάς με αντρικά σώματα
και το μελαχρινό σου πρόσωπο δείχνει λιγάκι ωχρό
αν το κοιτάξεις μέσα σπό τους βρώμικους καθρέφτες των καταγωγείων
όπου συχνάζεις τις νύχτες.
Και συ
Απολαμβάνεις άνομους έρωτες σε μισοφωτισμένες κάμαρες κρυφές.
Πηγαίνεις πάντα όπου το σώμα σου σε πάει.
Δίχως τύψεις ή ενοχές ρεμβάζεις την αγάπη.
Δίχως να εγκλωβίζεσαι σε “πρέπει” και σε “μη”.
Είσαι διάφανος όπως όλοι όσοι σε ερωτεύονται.
Ανέμελα ξεγλιστράς σα σκιά
και μόνο η σάρκα σου φροντίζεις να λατρευτεί,
συλλέγοντας στη μνήμη σου κάθε άγγιγμα ,άρωμα και φιλί.
Τώρα γράφεις και ποιήματα υπό το συνωμοτικό φως των κεριών.
Απελευθερώνεις τη φαντασία σου μήπως και νικήσεις τα γηρατειά
-γιατί στη σκέψη τους πεθαίνεις.
Και θεατρίνος γι΄αυτό έγινες.
Να εξωραΐσεις λιγάκι την κραιπάλη
Να δικαιολογήσεις τον έκλυτό σου βίο.
Να ζεις άπειρες ζωές και να΄χεις άλλοθι.
Εσένα,
σε αθωώνει η Τέχνη.
(Ανέκδοτο)
*
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
[...] Και τώρα που έφυγες Μάγια;
Πλαγιάζεις μέσα στη θάλασσα
Η θάλασσα είναι θάλασσα
πάντα λυτρωτικά σπουδαία
Κι η στάχτη σου είναι θάλασσα πια
Μάγια έγινες θάλασσα
κι εκείνος δεν το ξέρει
Το χυμένο πόρτο
ο χώρος βρώμικος
και ανάστατος
κι εσύ γυμνή
και σκόρπια
τα βιβλία του τριγύρω
χιλιουπογραμμισμένα
με κόκκινους
πράσινους
μπλε μαρκαδόρους
-να μην χάσεις τη σοφία του-
Ήθελες να κρατάς στα χέρια σου
τον Ποιητή πιο πολύ παρά τον άνθρωπο
-ή στα μάτια σου αυτές οι ιδιότητες ήταν μία;
Tί υφής ήταν αυτή η γοητεία που δεν ξεπέρασες;
Kαι έμοιαζες με πληγωμένο πουλί
λευκό
επικίνδυνα όμορφο
απόκοσμο
και μακρινό
Μάγια έφυγες
και κείνος δεν το ξέρει
Τα γεμάτα σου ημερολόγια
οι πίνακες του Μontiliani
τα χάπια στο κομοδίνο σου
το αποχαιρετιστήριο γράμμα προς συγγενείς
μια σκισμένη τράπουλα-
απ΄όταν προσπαθούσε να σου μάθει χαρτιά.
Δεν θα μάθει πως εφυγες
παρά μονάχα αν εκδοθείς.
(Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Η μυστική ζωη της Μάγιας Μ.»)
*
Πες μου,
γιατί να γράφεις ποιήματα
όταν δεν υπάρχουν αναγνώστες;
Oι άνθρωποι απελπίστηκαν
και βγήκαν στους δρόμους.
Κι η ποίηση μοιάζει τώρα μακρινή ανάμνηση,
μια τέχνη γραφική..
Εδώ υπάρχει η ζωή που πρέπει να διασωθεί.
Υπάρχουν τα παιδιά
και τα παιδιά δεν μεγαλώνουν με λέξεις.
Εδώ χρειάζονται χέρια και σώματα και περίστροφα
που θα δολοφονούν τους δισταγμούς και τις αναβολές.
(Από την ανέκδοτη συλλογή «Εποχή μου είναι η Ποίηση»)
*
Οι δρόμοι της πόλης είναι πιο όμορφοι τη νύχτα.
Περπατάς μονάχος
Ακούς τους ήχους των βημάτων σου
Το ποίημα σού έρχεται στο στόμα
Αβίαστα σχεδόν
Και συ αναρωτιέσαι
αν αύριοι θα υπάρχουν δρόμοι.
Αν αύριο θα υπάρχει πόλη.
(Από την ανέκδοτη συλλογή «Εποχή μου είναι η Ποίηση»)
*******
…αυπνία
Απ την ταρατσα βλεπω φωτα να τρεμοπαιζουν περα μακριά.
Κι ακούω θορυβους της πόλης που ποτέ δεν κοιμάται.
Τα βραδια του καλοκαιριού έχει δροσιά.
Φορώ λευκό νυχτικό - σατέν.
Μαύρους κύκλους θα χω το πρωί
και στα μάτια μου γραμμένα ερωτηματικά.
Που την άλλη νύχτα δεν θ΄απαντήσω πάλι.
*
Η ΣΚΕΨΗ ΜΟΥ ΒΥΘΙΣΤΗΚΕ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ
Τα χέρια σου-το μήκος των δακτύλων-δεν μ΄αφήνουν
να ησυχάσω τα βράδια.
Προσπαθώ να ονειρευτώ όταν για πρώτη φορά μ΄ακούμπησαν,
μ’ ‘επαιξαν ,μ΄απογείωσαν.
Τα χέρια σου έχουν ωραία γεύση.
Με βασανίζουν έτσι που μου λείπουν τα βράδια και τα πρωινά.
Τα φωτογράφισα με τη μνήμη τότε που τα φιλούσα για ώρες.
Και πάλι δεν τα χόρταινα.
**************
1.
Συχνά τις νύχτες δεν κοιμάμαι.
Φαντάζομαι πως ανοίγεις την πόρτα και μπαίνεις.
Έχεις λάγνο βλέμμα.
Χαϊδεύεις τα κόκκινα μαλλιά.
Μυρίζεις το σώμα μου.
Εγώ δεν κουνιέμαι.
Σκύβεις
μου φιλάς το λαιμό.
Μετά φεύγεις
σιωπηλός
όπως ήρθες.
Μα εγώ εχω την αίσθηση πως κάτι ψιθυρίζεις,
σαν όνειρο πως λες
Μη σπαταλάς τις νύχτες σου, δεν θα΄ρθω.
2.
Η ΑΡΝΗΣΗ ΣΟΥ
Την άρνησή σου την έκανα καράβι
που θα με ταξιδεύει στα χρόνια που θα ΄ρθουν.
Κυματάκι της θάλασσας που πάνω του θα χαϊδεύομαι
Φωνούλα μέσα μου που τραγουδάει για αθωότητα.
Την άρνησή σου την έκανα στίχους ηχηρούς,
την έκανα στιγμή ολόκληρη γεμάτη από σένα,
ελπίδα ότι μπροστά μου θα σταθείς μια μέρα,
Κι εγώ,
ελεύθερη,
θα σου ψιθυρίζω την αλήθεια μας,
κι εσύ,
για πρώτη φορά,
θα την αποδέχεσαι.
3.
XEΡΙΑ ΜΟΥ
Χέρια δυσκίνητα
βουνά ακίνητα
απόλυτα θλιμμένα
Χέρια μου,
που ονειρευτήκατε γραφές
δοθήκατε στην Ποίηση,
το ταξίδι της ψυχής μου.
Χέρια,
-σκληρά και μόνα-
τα βράδια
μιλάτε με το μολύβι
σιωπηλά,
τον συρτό του ήχο αφουγγράζεστε
Χέρια μου,
ζείτε τη δική σας ζωή,
έξω από μένα,
και χωρίς-.
(Από τη συλλογή «Πληγές», Γαβριηλίδης 2011)
****************************
Η Ασημίνα Ξηρογιάννη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Αγαπημένος τόπος της η Αίγινα όπου και έγραψε τα πρώτα της ποιήματα. Σπούδασε κλασσική φιλολογία και θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υποκριτική στο “Θέατρο - Εργαστήριο”. Εδώ και αρκετά χρόνια διδάσκει το μάθημα της θεατρικής αγωγής και εργάζεται ως εμψυχώτρια θεατρικού παιχνιδιού. Παράλληλα παραδίδει μαθήματα γλώσσας και λογοτεχνίας καθώς και θεωρίας και ιστορίας του θεάτρου. Είναι ενεργό μέλος του Πανελλήνιου Επιστημονικού Συλλόγου Θεατρολόγων. Έχει παρακολουθήσει διάφορα θεατρικά σεμινάρια, όπως με τον Δ. Καταλειφό και την Α. Μακράκη (υποκριτική), τον D. Glass και τη Lilo Baouer (θεατρικό παιχνίδι), τον Θωμά Μοσχόπουλο (σκηνοθεσία). Έχει σκηνοθετήσει και “ανεβάσει” με τους μαθητές της αρκετά έργα, κάποια από τα οποία έχει διασκευάσει (π.χ., (”Ειρήνη” και “Πλούτο” του Αριστοφάνη) και κάποια άλλα τα οποία έχει γράψει η ίδια (π.χ. “Η εξαφάνιση του Αϊ-Βασίλη” και “Ο χιονάνθρωπος που έγινε βοηθός Αϊ-Βασίλη”. Έχει διακριθεί σε δύο ποιητικούς διαγωνισμούς. Η νουβέλα της “Το σώμα του έγινε σκιά” (Ανατολικός, 2010) έχει λάβει έπαινο από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών. Το 2009 δημιούργησε το ιστολόγιο varelaki σελίδες Τέχνης και Πολιτισμού.
(http://varelaki.blogspot.com).