1. Ernst Stadler
Λέξεις
Μας απάγγειλαν λέξεις που βρίσκονταν πέρα από κάθε γνώση
και πόθο και γυμνή ομορφιά.
Προσεκτικά τις κρατήσαμε, σαν εξωτικά λουλούδια, και μ’ αυτές
στεφανώσαμε τα χρόνια μας τα παιδικά.
Υπόσχονταν περιπέτεια και θύελλα, κινδύνους και έκσταση και
όρκους θανάτου.
Μέρα τη μέρα καρτερούσαμε την περιπέτεια να βρούμε.
Αλλά άδειες κυλούσαν οι βδομάδες χωρίς σημάδια, και άλλο
δεν αντέχαμε το κενό μας να κουβαλούμε.
Και με τον καιρό οι πολύχρωμες λέξεις τα φύλλα τους αρχίσανε
να χάνουν. Χωρίς καρδιοχτύπι τις προφέραμε πλέον.
Και όσες με χρώματα απομείνανε, δραπετεύσανε και φύγανε απ’
τη γη:
Κάπου μαγεμένες ζούσαν σε παραδείσια νησιά, παραμυθένια
και γαλήνια.
Το ξέραμε: απλησίαστες ήταν σα σύννεφα λευκά πάνω από τον
παιδικό μας ουρανό.
Αλλά κάποια βράδια κρυφά δακρύζαμε και νοσταλγικά, καθώς
ακούγαμε τον σβησμένο τους σκοπό.
*
Η μορφή είναι ηδονή
Μορφή και σύρτης πρέπει πρώτα να σπάσει,
Ο κόσμος από ανοιχτούς σωλήνες να περάσει:
Η μορφή είναι ηδονή, ειρήνη, ουράνια χαρά,
Αλλά εμένα να οργώνω το χώμα με τραβά.
Η μορφή να με δέσει θέλει και να με ορίσει,
Αλλά εγώ θέλω το Είναι μου παντού να ορμήσει-
Η μορφή είναι σκληρή διαύγεια που έλεος δεν έχει,
Αλλά για τους φτωχούς και θολωμένους έγνοια με κατέχει,
Και τον εαυτό μου δίχως όρια να δώσω
Έτσι ζητώ τη ζωή μου να εκπληρώσω.
Σχόλιο:
Τα παραπάνω δυο ποιήματα του Ernst Stadler (1883-1914), που περιέχονται στη συγκεντρωτική συλλογή του: Der Aufbruch, Leibzig 1914, θεωρούνται από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Οι πρωταρχικές επιρροές του ποιητή από τον νεορομαντισμό των Hoffmanstahl και George βρίσκονται πλέον μακριά, ενώ κυριαρχούν μηνύματα για μια παγκόσμια συμφιλίωση, για υπέρβαση του Εγώ και για νέες εκφραστικές δυνατότητες. Μετά από σπουδές συγκριτικής φιλολογίας στο Μόναχο, το Στρασβούργο και την Οξφόρδη, ο Stadler δίδαξε φιλολογία στις Βρυξέλες, ασχολήθηκε με τη μετάφραση έργων του Σαίξπηρ και απέρριψε θέση καθηγητή σε πανεπιστήμιο του Καναδά, για να στρατευτεί τελικά στη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και να χάσει τη ζωή του στις 30.10.1914 από χειροβομβίδα στο Ypern.
Βιβλιογραφία:
Ernst Stadler, Der Aufbruch, Verlag der Weißen Bücher, Leibzig 1914.
*****************
2. Georg Heym
Νύχτα
Έξω
Στάζουν
Οι υδρορροές.
Κι η θύελλα
Στα σύννεφα κρυμμένη
Με το πρώτο φως
Απελπισμένων πρωινών
Όλο και πιο βαθιά αναστενάζει
Μες τα σοκάκια βυθισμένη.
Κι εσύ σαν πέτρα
Πεταμένη σ’ ερημιά
Θα προτιμούσες < μάλλον>
Τα ουρλιαχτά.
Κοιμήσου.
Μες τη νύχτα
Μόνος είσαι.
Κανείς δεν ξενυχτά.
Κοιμήσου.
*
Μισοκοιμισμένος
Το σκοτάδι σαν ύφασμα τρίζει,
Τ’ ουρανού την άκρη δάσος αγγίζει.
Της νύχτας η καρδιά καταφύγιό σου,
Στη σκοτεινιά γρήγορα θάψε τον εαυτό σου,
Γίνε μικρός όσο μπορείς,
Απ’ το κρεβάτι σήκω για να δεις.
Από γεφύρια θέλει να περάσει κάτι,
Με νύχια γαμψά σκαλίζει,
Στης ξαστεριάς τη δίνη.
Και σαν γριά η σελήνη
Πάνω ψηλά γυρίζει
Με την καμπουριαστή της πλάτη.
*
Μεσοχείμωνο
(Σχεδίασμα)
Η χρονιά τελειώνει οργισμένα. Κι οι μέρες μικρές,
Σκορπισμένες καλύβες μες τον χειμώνα.
Κι οι νύχτες δίχως φώτα, δίχως ώρες,
Κι εικόνες αβέβαιες από γκρίζα πρωινά.
Καλοκαίρι. Φθινόπωρο, όλα περνούν
Κι οι καρποί σε μαύρη < σήψη>.
Μες το κρύο κι άλλοι < θάμνοι> σκοτεινοί
Που δεν είδαμε απ’ τα πλοία ακόμη.
Αδιέξοδη ζωή. Και σφαλερός
Κάθε δρόμος. Και το τέλος δεν ξέρει κανείς,
Κι αν ψάχνεις τον Έναν να βρεις,
Μ’ άδεια χέρια που τρέμουν, βουβός τον θωρείς.
*
Ο Θεός της Πολιτείας
Σε στέγες σπιτιών έχει κουρνιάσει.
Στο μέτωπό του αγέρας στροβιλίζει.
Μ’ οργή κοιτά, πόσο μακριά θα φτάσει
Την χώρα αυτή να την γκρεμίζει.
Φωτιές ξερνάνε του Βάαλ τα σωθικά,
Γύρω του πόλεις μεγάλες γονατίζουν.
Αμέτρητα καμπαναριά,
Θάλασσας μαύρης πύργοι κυματίζουν.
Σαν τον χορό των Κορυβάντων απειλεί
Του πλήθους η κραυγή στους δρόμους.
Φουγάρα, σύννεφα, φάμπρικας καπνοί
Στου Βάαλ θυμιάματα τους ώμους.
Απ’ τα μάτια του καταιγίδες να περνούν.
Ως να νυχτώσει, η μέρα ναρκωμένη.
Καλπάζουν θύελλες, όρνια που κοιτούν
Πάνω στην κόμη του τη μανιασμένη.
Γροθιά φονική στο σκοτάδι υψώνει.
Φοβερίζει. Πύρινη θάλασσα οι δρόμοι.
Ερείπια όλα σαν ξημερώνει,
Απ’ τις φλόγες που λυσσάνε ακόμη.
Σχόλιο:
Κατά την πρώιμη φάση του λυρικού εξπρεσιονισμού, οι δημιουργοί του, επηρεασμένοι από την ποίηση του Μπωντλέρ και του Ρεμπώ, διαμορφώνουν το ιδίωμά τους, καταφεύγοντας συχνά στο σκληρό κυνισμό και τη μακάβρια ενατένιση, στοιχεία που από την 2η δεκαετία του 20ου αιώνα ενσωματώνονται στην παράδοση της γερμανόφωνης ποίησης. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της νέας τάσης, ο Georg Heym (1888-1912), παρά τη σύντομη ζωή του, άφησε σημαντικό έργο σε πρόζα, θέατρο και ποίηση. Μετά από νομικές σπουδές στο Βίρτσμπουργκ, το Βερολίνο και στην Ιένα, το 1910 γίνεται μέλος του ριζοσπαστικού Neuer Club του ακτιβιστή συγγραφέα Kurt Hiller. Οράματα καταστροφής, εικόνες φρίκης και αποσύνθεσης αναδύονται από τις «διαλυμένες» στροφές των ποιημάτων του Heym που πνίγηκε στα εικοσιπέντε του, κάνοντας πατινάζ σε παγωμένη λίμνη.
Βιβλιογραφία:
Georg Heym, Umbra Vitae, Leibzig 1912.
*****************
3. Jakob van Hoddis
Τέλος του Κόσμου
Φεύγει το καπέλο του αστού απ’ το μυτερό κεφάλι,
Παντού αντηχούν ουρλιαχτά σαν από αγρίμια.
Στέγες πέφτουν και γίνονται συντρίμμια,
Η θάλασσα –διαβάζουμε- φουσκώνει στ’ ακρογιάλι.
Έφτασε η θύελλα, αγριεμένα κύματα χορεύουν
Στη στεριά, φράγματα πελώρια βυθίζονται.
Με το συνάχι τους οι άνθρωποι παλεύουν,
Από γέφυρες σιδηρόδρομοι γκρεμίζονται.
*
Νυχτοτράγουδο
Τους γαλανούς έσκισε ουρανούς της νύχτας το άτι.
Στο πέλαγος στάζει αίμα. Οι πυρετοί ανεβαίνουν.
Οι λάμπες τρύπησαν το νέο βράδυ.
Σε δρόμους φέγγει και σε λευκά δωμάτια.
Πληγωμένοι οι άνθρωποι απ’ το φως διπλώθηκαν.
Ουρλιάζουν οι αλήτες. Κλαψουρίζουν τα νήπια,
Φοβισμένα ονειρεύονται δάση. Στο κρεβάτι
καθισμένος καρτερεί ένας τρελός: Να δραπετεύσω;
«Απ’ την κοιλιά αφού συρθούμε τη μητρική
Προσπαθούμε να γίνουμε άλλοι.
Τα μάτια θέλει ο ένας του άλλου να βγάλει
Και στ’ όνειρό σου ξάφνου ο άλλος χωρίς ντροπή
Θέλει να ‘στε για πάντα μαζί,
Λες και δεν υπάρχει πια τόπος να σταθεί.
Να πεθάνει δε θέλει κανείς
Σαν το φεγγάρι μονάχοι βράζουμε εμείς.
Το φεγγάρι όμως δείχνει πάντα την καταστροφή,
Γιατί η αγάπη του έχει τον θάνατο ανταμοιβή.
Μέσα μου βαθιά άρρωστη αργοπεθαίνει η νύχτα.
Και τρομακτική ορθώνεται γρήγορα η αυγή.
Με τα φτερά της το σκοτάδι θανατώνει.
Είν’ άραγε πιο άγρια απ’ το Χθες
Που η νύχτα εξοντώνει;»
Ήχοι τρομπέτας από βουνό καταραμένο-
Με τον Θεό πότε θα σμίξει θάλασσα και ξηρά;
Σχόλιο:
Ο Hans Davidsohn ή αλλιώς Jakob van Hoddis (1887-1942), αφού σπούδασε Αρχιτεκτονική, Αρχαία Ελληνικά και Φιλοσοφία, πέρασε την υπόλοιπη ζωή του σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Συνιδρυτής του Neuer Club στο Βερολίνο, υπήρξε μια από τις ηγετικές μορφές του πρώιμου εξπρεσιονισμού και εισηγητής του «μαύρου χιούμορ» στην ποίηση με το οκτάστιχο Weltende (=Τέλος του Κόσμου), δημοσιευμένο την 11η Ιανουαρίου 1911 στο περιοδικό Der Demokrat. Το 1942 τον απαγάγουν οι ναζί από εβραϊκό ψυχιατρείο στο Koblenz και τον εκτελούν σε άγνωστη τοποθεσία.
Βιβλιογραφία:
Dietrich Bode, Gedichte des Expressionismus, Stuttgart 2001.