θα υπάρχει πάντα ένας, κάποιος
που θα κατεβαίνει την Θεμιστοκλέους
στο χλιαρό αέρακι, κάτω από τα δενδράκια
που δεν παίζουν, το καλοκαίρι - σύντομα φύλλα
της σιωπής στο φως του μεσημεριού - κάποιος
ξεχασμένος πίσω από το πάγκο, γιατί
ο πόνος είναι παράδοση να σεβόμαστε
- και θα κατεβαίνει με προσοχή τα σκαλοπάτια, κομμένα
στα δυο από τη κίτρινη σκιά των λαμπάδων
και θα πέφτει, όπως έπεσα τη νύχτα αυτή εγώ
στη ζεστή αγκαλιά μιας ασφάλτου
θα υπάρχει πάλι ένας, σε αυτά
τα πεντακάθαρα απογεύματα, σαν το μωρό
που κοιτάζει, που θα είναι
κολλημένο στο τιμόνι, εκεί όπου τελειώνει
το Ποτάμι, και ο δρόμος
πετάει πάνω από τη θάλασσα, κάποιος
θα αποφασίσει να μην στρίψει, όπως θα έπρεπε
να κάνω εγώ, για να μένω εδώ, οριστικός
πολίτης του φαλήρου
ένας, κάποιος, θα σταματήσει
στο Θησείον, καθώς κάνει κάτι, μια δουλίτσα
τον νοέμβρη τον ζεστό, τον σκιερό, τον γεμάτο
από τραπεζάκια, τελευταία στρατιωτάκια της Αντίστασης
σε χρόνο, γραβάτα, παραγωγή: από μια πλευρά
ένας άνθρωπος, ένας άνθρωπος από την άλλη, παράγουν
λόγο, και αίσθημα, και εκκρεμότητα
λόγος, αίσθημα, εκκρεμότητα
του χρόνου, στο κουτσό το τραπεζάκι,
δυο καρέκλες, στου Μεταξουργείου το βράδυ
θα έχει έναν, κάποιος που θα κοιτάξει
από μια τεράστια απόσταση
τα χνάρια του, ξαπλωμένα
στον χρόνο που περπάτησε: ήταν
μικρός, αλλά φαινόταν
μακρύς - έχει κάτι καλύτερο
παρά να τον μοιραστούμε μπροστά σε μια μπίρα, όλοι
τη νύχτα;
όλη τη νύχτα, όλα τα χρόνια, όλο το χρόνο
μέχρι να φανούν οι αρχαιολόγοι, οι
ιστορικοί, σαστισμένοι, κάτω από μια πέτρα
θα προσπαθήσουν να αποκρυπτο-
γραφήσουν κόκκαλα, πράγματα, σημειώσεις
που δεν θα έχουν πια το όνομά σου
που θα έιναι, πάλι, όπως πάντα,
η αθήνα