ΤΟ Α΄ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ: http://www.poiein.gr/archives/18673/index.html
ΤΟ Β΄ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ: http://www.poiein.gr/archives/18686/index.html
ΤΟ Γ’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ: http://www.poiein.gr/archives/18684/index.html
3.
Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Μέχρι που μια μέρα, ο πατέρας μου, με ένα ύφος πιο σοβαρό από το συνηθισμένο, μου εξομολογήθηκε, ότι η οδοιπορία μας θα τελείωνε στο Αμπανκάι.
Έπρεπε να διασχίσουμε τρία γεωγραφικά διαμερίσματα για να φτάσουμε σε αυτή τη μικρή και σιωπηλή πόλη. Ήταν το πιο μακρινό και παράξενο ταξίδι που κάναμε μαζί, περίπου πεντακόσιες λεύγες μοιρασμένες σε ίσες ημερήσιες πορείες που τηρήθηκαν με ευλάβεια. Πέρασε από το Κούσκο, όπου γεννήθηκε, σπούδασε και σταδιοδρόμησε, όμως δεν σταμάτησε, το αντίθετο, πέρασε από εκεί σαν να πέρναγε μέσα από τη φωτιά.
Διασχίζαμε τον Απουρίμακ, και στα γαλανά και αθώα μάτια του πατέρα μου, είδα την χαρακτηριστική έκφραση που είχαν όταν η απογοήτευση τον έκανε να πάρει την απόφαση για καινούρια ταξίδια. Ενώ εγώ πάλευα στον καύσωνα της κοιλάδας, εκείνος βάδιζε σιωπηλός και αφηρημένος.
«Έχει παραμείνει ο ίδιος αναθεματισμένος άνθρωπος» είπε μια φορά.
Και όταν τον ρώτησα σε ποιόν αναφερόταν, μου απάντησε: «Ο Γέρος!»
Δίνουν το όνομα αμανκ’άι σε ένα αγριολούλουδο με κίτρινα πέταλα, και αουανκάι στο ζύγιασμα των μεγάλων πτηνών. Αουανκάι σημαίνει να πετάς αιωρούμενος, κατοπτεύοντας την άβυσσο. Αμπανκάι! Σίγουρα ήταν ένα χωριό χαμένο ανάμεσα στα δάση από πισονάι* και άγνωστα δέντρα, σε μια κοιλάδα από τεράστια καλαμποκοχώραφα που έφταναν μέχρι το ποτάμι. Στις μέρες μας, οι σκεπές από γαλβανισμένη λαμαρίνα έχουν μια κραυγαλέα λάμψη, περιβόλια με βατομουριές χωρίζουν τις μικρές γειτονιές και οι καλαμιώνες εκτείνονται από το χωριό μέχρι το Πατσατσάκα. Είναι ένα χωριό αιχμάλωτο, χτισμένο στην ξένη γη ενός τσιφλικιού.
Την μέρα που φτάσαμε, σήμαιναν οι καμπάνες. Ήταν τέσσερις το απόγευμα. Όλες οι γυναίκες και η πλειοψηφία των ανδρών ήταν γονυπετείς στους δρόμους. Ο πατέρας μου κατέβηκε από το άλογο και ρώτησε μια γυναίκα για την αιτία της κωδωνοκρουσίας και της προσευχής καταμεσής στο δρόμο. Η γυναίκα του είπε ότι ακριβώς αυτή την ώρα *Pisonay πολύ μεγάλo δέντρo με κατακόκκινα λουλούδια
εγχειριζόταν ο παπάς Λινάρες, άγιος ιεροκήρυκας του Αμπανκάι και διευθυντής του σχολείου. Με διέταξε να πεζέψω από το άλογο και να γονατίσω δίπλα του. Προσευχηθήκαμε περίπου μισή ώρα στο πεζοδρόμιο. Κανείς δεν μετακινιόταν, οι καμπάνες σήμαιναν σαν να καλούσαν στην λειτουργία. Ο αγέρας φυσούσε και τα σκουπίδια στους δρόμους μας περικύκλωναν. Μα κανείς δεν σηκώθηκε, ούτε συνέχισε το δρόμο του, μέχρι να σταματήσουν οι καμπάνες.
«Εκείνος πρέπει να είναι ο Διευθυντής σου» είπε ο πατέρας μου. «Ξέρω ότι είναι ένας άγιος, ο καλύτερος ιεροκήρυκας του Κούσκο και εξαιρετικός καθηγητής μαθηματικών και γλώσσας».
Κοιμηθήκαμε στο σπίτι ενός συμβολαιογράφου, πρώην συμμαθητή του πατέρα μου. Κατά την διάρκεια του μεγάλου ταξιδιού, μου είχε μιλήσει για τον φίλο του και για την πεποίθηση που είχε, ότι στο Αμπανκάι θα του σύστηνε πελάτες και έτσι θα άρχιζε να δουλεύει από τις πρώτες μέρες. Αλλά ο συμβολαιογράφος ήταν σχεδόν ανώφελος. Χλωμός και καμπούρης, πολύ εξασθενημένος, μόλις που περπατούσε. Ο υπάλληλός του ασχολιόταν με την δουλειά του συμβολαιογραφικού του γραφείου και τον έκλεβε ανελέητα.
Ο πατέρας μου λυπόταν για τον φίλο του και μετάνιωνε για όσο καιρό ήταν στο Αμπανκάι, που πήγαμε να μας φιλοξενήσει αυτός ο άρρωστος κύριος αντί να πάμε σε ένα πανδοχείο. Μας έστρωσαν χάμω, στο παιδικό δωμάτιο. Τα παιδιά κοιμήθηκαν πάνω σε προβιές και εμείς στρωματσάδα.
«Γαβριέλ! Συγχώρα με, αδελφέ μου, συγχώρα με» έλεγε ο συμβολαιογράφος. Η γυναίκα του περπατούσε με χαμηλωμένο το βλέμμα, χωρίς καν να τολμάει να κοιτάξει, ή να μιλήσει. Εμείς θα προτιμούσαμε να είχαμε φύγει από εκεί, με οποιαδήποτε πρόφαση. «Έπρεπε να είχαμε πάει σε ένα πανδοχείο, σε οποιοδήποτε πανδοχείο» έλεγε ο πατέρας μου, χαμηλόφωνα.
«Μετά από τόσο καιρό, να έχεις έρθει από τόσο μακριά, και να μην μπορώ να σε φιλοξενήσω όπως πρέπει» παραπονιόταν ο άρρωστος.
Ο πατέρας τον ευχαριστούσε και του ζητούσε συγνώμη, αλλά δεν αποφάσιζε να του ζητήσει να μας αφήσει να φύγουμε. Δεν ήταν δυνατόν. Η φωνή του φίλου, έμοιαζε έτοιμη να σβήσει ανά πάσα στιγμή, μιλούσε με μεγάλο κόπο. Τα παιδιά βοηθούσαν τη μητέρα, με κοιτούσαν όχι και τόσο καχύποπτα, αλλά έμοιαζαν ξαφνιασμένα και δεν τολμούσαν να κοιτάξουν τον πατέρα μου.
Ο πατέρας μου φορούσε ένα παλιό κοστούμι φτιαγμένο από κάποιον επαρχιακό ράφτη, η εμφάνισή του ήταν παράξενη. Έμοιαζε με χωρικό, αλλά τα μπλε του μάτια, το ξανθό του μούσι, τα αριστοκρατικά του ισπανικά και οι τρόποι του σε παραπλανούσαν. Όχι, δεν έπρεπε να προκαλούμε οίκτο ούτε να πληγώνουμε τους πιο ταπεινούς ανθρώπους. Όμως ήταν μια οδυνηρή μέρα. Και χαρήκαμε όταν, την επομένη, μπορέσαμε να κοιμηθούμε πάνω σε ένα πλινθόκτιστο πεζούλι, σε ένα κατάστημα γεμάτο σκαλωσιές που νοικιάσαμε σε ένα κεντρικό δρόμο.
Έτσι, μονοκοπανιάς, ξεκίνησε η ζωή μας στο Αμπανκάι. Και ο πατέρας μου ήξερε πώς να επωφεληθεί από τις πρώτες δυσκολίες για να δικαιολογήσει την αποτυχία του κύριου σκοπού, που είχε αυτό το ταξίδι. Δεν μπόρεσε να μείνει, δεν οργάνωσε το γραφείο του. Για δέκα μέρες παραπονιόταν για την ασχήμια του χωριού, την σιωπή του, την φτώχεια του, το καυτό του κλίμα, την έλλειψη δικαστικής κίνησης. Δεν υπήρχαν μικροκτηματίες στην επαρχία, οι δικαστικές υποθέσεις αφορούσαν μόνο το ποινικό δίκιο, μίζερες διαμάχες που δεν τελείωναν ποτέ, όλη η γη άνηκε στα τσιφλίκια, η ίδια η πόλη του Αμπανκάι, δεν μπορούσε να επεκταθεί γιατί ήταν περικυκλωμένη από το τσιφλίκι της Πατιμπάμπα και ο ιδιοκτήτης δεν πούλαγε την γη του ούτε σε φτωχούς ούτε σε πλούσιους, οι μεγαλουσιάνοι μόνο είχαν κάτι παλιές υποθέσεις, που τις λιβάνιζαν επί δεκαετίες.
Ήμουν γραμμένος στο σχολείο και κοιμόμουν εσωτερικός στο οικοτροφείο. Κατάλαβα ότι ο πατέρας μου θα έφευγε. Μετά από τόσα χρόνια που ταξιδεύαμε μαζί, εγώ έπρεπε να μείνω, εκείνος θα έφευγε μόνος του. Όπως πάντα, κάποια τυχαία συγκυρία θα αποφάσιζε την πορεία του. Σε ποιό χωριό; Και από ποιά διαδρομή; Τούτη τη φορά εγώ και εκείνος συλλογιζόμασταν χωριστά. Δεν θα έπαιρνε πάλι τον δρόμο του Κούσκο, θα ξεκινούσε από την άλλη πλευρά της χαράδρας, περνώντας το Πατσατσάκα, αναζητώντας τα χωριά στα ψηλά. Όπως και να έχει, θα ξεκινούσε κατεβαίνοντας μέχρι το βάθος της κοιλάδας. Και μετά θα ανηφόριζε στην απέναντι οροσειρά, θα έβλεπε το Αμπανκάι για τελευταία φορά από κάποιο πολύ μακρινό διάσελο, από κάποια γαλάζια κορυφή όπου θα ήταν αόρατος για μένα. Και θα έμπαινε σε άλλη κοιλάδα ή πάμπα, μόνος πια· τα μάτια του δεν θα έβλεπαν με τον ίδιο τρόπο ούτε τον ουρανό ούτε το μακρινό ορίζοντα· θα προχωρούσε καβάλα στο άλογο, ανάμεσα στις πέτρες και τους θάμνους χωρίς να μπορεί να κουβεντιάζει, και ο ορίζοντας, στις χαράδρες ή στις κορυφές, θα εισχωρούσε με περισσότερη δύναμη, με μεγαλύτερη ασπλαχνία και σιωπή στα σωθικά του. Γιατί, όταν πορευόμασταν μαζί, ο κόσμος ήταν κτήμα μας, η χαρά και οι σκιές του πήγαιναν από εκείνον σε μένα.
Όχι, δεν θα μπορούσε να μείνει στο Αμπανκάι. Ούτε πόλη ούτε χωριό: το Αμπανκάι απέλπιζε τον πατέρα μου.
Όμως, ήθελε να μου αποδείξει ότι δεν θα ήθελε να αθετήσει την υπόσχεσή του. Καθάρισε την δικηγορική του ταμπέλα και την κάρφωσε στον τοίχο, δίπλα στην πόρτα του καταστήματος. Με ένα παραβάν από λινάτσα χώρισε το δωμάτιο και πίσω του, πάνω σε βάση από πλίνθους, άπλωσε το κρεβάτι του. Καθιστός στην πόρτα του καταστήματος είτε βηματίζοντας, περίμενε πελάτες. Πίσω από το ξύλινο χώρισμα, ψηλά, φαίνονταν οι σκαλωσιές του καταστήματος. Καμιά φορά, κουρασμένος από το να περιφέρεται ή να κάθεται, έπεφτε στο κρεβάτι. Εκεί τον έβρισκα, έτσι, απελπισμένο. Όταν με έβλεπε, προσπαθούσε να υποκριθεί.
«Μπορεί κάποιος τσιφλικάς να μου αναθέσει μια υπόθεση. Και αυτό θα ήταν αρκετό», έλεγε. Έστω κι αν έπρεπε να μείνω δέκα χρόνια σε αυτό το χωριό, το μέλλον σου θα ήταν εξασφαλισμένο. Θα έψαχνα για ένα σπίτι με περιβόλι για να ζήσουμε και δεν θα αναγκαζόσουν να πας εσώκλειστος.
Εγώ συμφωνούσα μαζί του. Μα εκείνος είχε συνηθίσει να μένει σε σπίτια με μεγάλες αυλές, να μιλάει στα κέτσουα με δεκάδες ινδιάνους και μεστίσο πελάτες, να υπαγορεύει τις προσφυγές του καθώς ο ήλιος φώτιζε το χώμα της αυλής και προεκτεινόταν χαρούμενα στο ξύλινο δάπεδο του «γραφείου». Τώρα ήταν σκυφτός, καταπιεσμένος από τους τοίχους ενός μαγαζιού χτισμένου για ψιλικατζήδες.
Γι’ αυτό, όταν ένα απόγευμα ήρθε να με επισκεφτεί στο σχολείο με έναν ξενομερίτη που έμοιαζε με κονομημένο χωριάτη, διαισθάνθηκα ότι το ταξίδι του είχε ήδη αποφασιστεί. Το πρόσωπο του ξεχείλιζε από ασυγκράτητη χαρά. Είχαν πιει κι οι δυο τους.
«Ήρθα για λίγο με αυτόν τον κύριο» μου είπε. «Ήρθε από την Τσαλουάνκα για να συμβουλευτεί έναν δικηγόρο, και ήμασταν τυχεροί. Η υπόθεση του είναι απλή. Πήρα πια την άδεια εξόδου σου. Έλα στο γραφείο μετά από το μάθημα».
Ο ξένος μού έδωσε το χέρι.
Με αποχαιρέτησαν αμέσως. Το παντελόνι ιππασίας του ξένου, με τη δερμάτινη ενίσχυση, οι θαμπές του γκέτες, το κοντό σακάκι, η γραβάτα με ένα μικρό κόμπο πάνω από το φαρδύ γιακά του πουκαμίσου του· το χρώμα των ματιών του, η ντροπαλότητά του, το καπέλο με μπορντούρα, ήταν χαρακτηριστικά σε όλους τους γαιοκτήμονες των Ινδιάνικων επαρχιών.
Το απόγευμα πήγα να δω τον πατέρα μου. Βρήκα τον Tσαλουανκίνο στο γραφείο να κάθεται σε έναν πάγκο. Η πόρτα του μαγαζιού ήταν σχεδόν κλειστή. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν αρκετά μπουκάλια. Ο πατέρας μου κερνούσε τον ξένο ένα ποτήρι μαύρη μπύρα.
«Το παιδάκι μου, ο ήλιος που με φωτίζει. Να το, κύριε» είπε.
Ο άνθρωπος σηκώθηκε και με πλησίασε με μια χειρονομία γεμάτη σεβασμό.
«Είμαι από την Τσαλουάνκα, νεαρέ. Ο πατέρας σου, ο κύριος δικηγόρος, μου κάνει την τιμή».
Έβαλε το χέρι του στον ώμο μου. Ένα κασκόλ από βικούνια* κρεμόταν από το λαιμό του· τα κουμπιά του πουκάμισού του ήταν μωβ. Είχε ανοιχτόχρωμα μάτια, αλλά στο ηλιοκαμένο του πρόσωπο έμοιαζαν με μάτια ινδιάνου. Ήταν απαράλλαχτος με όλους τους φίλους που πάντα είχε ο πατέρας μου στα χωριά.
«Εσείς είσαστε η χαρά του κυρίου δικηγόρου, εσείς είσαστε η καρδιά του. Εγώ, εγώ είμαι περαστικός. Στην υγεία του, κύριε δικηγόρε!»
«Στην υγεία του!»
Και ήπιαν ένα γεμάτο ποτήρι.
«Είναι πια άνδρας, δον Χοακίν» είπε ο πατέρας μου, δείχνοντας με. «Μαζί του έχω διασχίσει πέντε φορές την οροσειρά· περπατήσαμε στις παραθαλάσσιες αμμουδιές. Κοιμηθήκαμε στις πεδιάδες του υψιπέδου, στις παρυφές των αιώνια χιονισμένων βουνών. Εκατό, διακόσιες, πεντακόσιες λεύγες με άλογο. Και τώρα είναι εσώκλειστος σε *Vicuña, Χορτοφάγο θηλαστικό με πολύτιμο μακρύ τρίχωμα, κίτρινο-κόκκινης απόχρωσης που χρησιμοποιείτε στη υφαντουργία. Σ.τ.Μ.
ένα σχολείο με παπάδες. Πώς θα του φαίνεται, σε αυτόν που έτρεξε παντού, ο εγκλεισμός μέρα νύχτα; Αλλά είσαι στο σχολείο σου! Είσαι εκεί όπου ανήκεις! Και δεν θα σε κουνήσει κανείς από εκεί μέχρι να τελειώσεις, μέχρι να πας στο πανεπιστήμιο. Μόνο που ποτέ, μα ποτέ να μην γίνεις δικηγόρος! Φτάνουν οι δικές μου ταλαιπωρίες!»
Ήταν ανήσυχος. Πηγαινοερχόταν κατά μήκος του δωματίου. Δεν χρειαζόταν να πει τίποτα άλλο. Εκεί ήταν αυτός ο ταξιδιώτης, το κασκόλ του από βικούνια, το ινδιάνικό του καπέλο, οι γκέτες του με κίτρινες αγκράφες, τα μωβ κουμπιά στο πουκάμισο του, τα μακριά του μαλλιά κολλημένα από τον ιδρώτα, τα πράσινα του μάτια, σαν ξεπλυμένα από το κρύο. Μου μίλαγε ισπανικά. Όταν θα μίλαγε κέτσουα, θα έβγαζε το κασκόλ ή θα το τύλιγε γύρω από το λαιμό, όπως άρμοζε.
«Εγώ νεαρέ, είμαι από την Τσαλουάνκα. Έχω μια διαμάχη με ένα μεγάλο γαιοκτήμονα. Θα τον λιανίσω. Τώρα, ναι! Όπως το κιρκινέζι όταν κάνει το γεράκι κομμάτια στον αέρα. Με τις συμβουλές του πατέρα σου, και ας είναι από μακριά. Δεν είναι ανάγκη να έρθει μαζί μου στο χωριό. Δεν είναι έτσι, κύριε δικηγόρε;»
Απευθύνθηκε σε εκείνον, αλλά ο πατέρας έμεινε ακίνητος με την πλάτη γυρισμένη.
Τότε ο ξένος γύρισε να με κοιτάξει.
«Μη νομίζετε τίποτα λάθος, νεαρέ. Είμαι από την Τσαλουάνκα· ήρθα για μια συμβουλή σε σχέση με την υπόθεσή μου. Και ιδού ο κύριος δικηγόρος. Τα είδε όλα, όπως το γεράκι. Εγώ ήμουν πια δεμένος χειροπόδαρα. Αλλά ένας δικηγόρος είναι ένας δικηγόρος και ξέρει περισσότερο από έναν καλαμαρά. Μίζεροι καλαμαράδες! Τώρα θα δείτε! Παϊουνάκ’α νερκ’ατσά…!»
Και συνέχισε να βγάζει τον καημό του στα κέτσουα.
Ο πατέρας δεν μπόρεσε να αντέξει άλλο. Ήταν άσκοπο να κρύψει τη φυγή του. Οι αθώες προσπάθειες του φίλου του για να καθυστερήσουν την είδηση, αποκάλυπταν ήδη το φευγιό του και ταράχτηκε για τα καλά. Έσκυψε πάνω στο τραπέζι και έκλαψε. Ο Τσαλουανκίνο προσπάθησε να τον παρηγορήσει, του μιλούσε στα κέτσουα, και του προσέφερε όλες τις αμοιβές και όλα τα αγαθά που μπορεί κανείς να προσφέρει στην γλώσσα των ινδιάνων μέχρι να καταλαγιάσουν, έστω και για μία στιγμή, οι μεγάλοι . Έπειτα απευθύνθηκε σε μένα:
«Δεν είναι μακριά η Τσαλουάνκα, νεαρέ» μου είπε. «Πίσω από αυτές τις οροσειρές· σε μια μικρή χαράδρα. Θα έρθουμε όλοι μαζί για να σε πάρουμε. Θα σκάσουμε βεγγαλικά όταν θα πατήσεις την πλατεία του χωριού. Θα βάλουμε τους χορευτές να στήσουν χορό. Θα ψαρέψεις με δυναμίτη στο ποτάμι, θα τριγυρνάς με άλογο όλα τα βουνά, θα κυνηγήσεις ελάφια, βισκάτσας*, αγριογούρουνα…»
Τον άφησα να μιλάει και πλησίασα τον πατέρα μου. Μείναμε πολλήν ώρα μαζί. Ο Τσαλουανκίνο συνέχιζε την κουβέντα στα κέτσουα, τριγυρίζοντας μας, κάνοντας φασαρία, προφέροντας τις λέξεις κάθε φορά πιο δυνατά και τρυφερά.
«Στην Τσαλουάνκα είναι καλύτερα. Έχει ένα ποτάμι, κολλητά στο χωριό. Εκεί αγαπάμε τους ξένους. Ποτέ δεν έχει έρθει ένας δικηγόρος, ποτέ! Εκεί θα είσαστε σαν βασιλιάς, καλέ μου δικηγόρε. Όλοι θα υποκλίνονται όταν θα περνάτε, θα βγάζουν το καπέλο τους , όπως αρμόζει. Θα αγοράσετε γη· στο παιδί θα κάνουμε δώρο ένα άλογο με καλό μεταλλικό σαμάρι… Θα διασχίζεις το πέρασμα καλπάζοντας…! Στο αγρόκτημα μου, θα χρησιμοποιείς ένα βροντερό μαστίγιο για να δαμάζεις τα ζώα! Θα ψάξουμε τις πάπιες στα θαμνώδη ψηλώματα του ποταμιού, θα ταυρομαχείς με τα ατίθασα ταυράκια του κτήματος. Αχ, μάτια μου! Δεν πρέπει να κλαις! Ακριβώς το αντίθετο! Είναι θαύμα, του Χριστού της Τσαλουάνκα! Είναι Εκείνος που διάλεξε αυτό το χωριό για σας! Στην υγειά σας, κύριε δικηγόρε! Ψηλά το κεφάλι! Σήκω λεβέντη μου! Στην υγεία σας, κύριε δικηγόρε! Διότι αποχαιρετάτε αυτό το θλιβερό χωριό!»
Και ο πατέρας μου σηκώθηκε όρθιος. Ο Τσαλουανκίνο μου έβαλε μισό ποτήρι μπύρας:
«Έχει πια μεγαλώσει, αρκετά για την περίσταση. Στην υγεία σας!»
Ήταν η πρώτη φορά που έπινα μπύρα με τον πατέρα μου. Ήταν και πάλι ευτυχισμένος. Πάντα εκθαμβωτικά τα σχέδια της παραμονής του ταξιδιού.
«Θα μείνω στην Τσαλουάνκα, γιε μου. Θα γίνω, επιτέλους, κάτοικος ενός χωριού.
Και θα σε περιμένω στις διακοπές σου, όπως λέει ο κύριος, με ένα ζωηρό άλογο για να
μπορέσεις να ανέβεις στα βουνά και να περνάς καλπάζοντας τα ποτάμια. Θα αγοράσω
ένα μικρό αγρόκτημα δίπλα στο ποτάμι και θα χτίσουμε ένα πέτρινο μύλο. Ποιος ξέρει,
ίσως να μπορέσουμε να φέρουμε τον δον Πάμπλο Μάιουα για να τον εξοπλίσει.
*Vizcacha. Τρωκτικό της Αμερικής, που μοιάζει με το λαγό και έχει μακριά ουρά. Σ.τ.Μ.
Είναι ανάγκη να ριζώσουμε κάπου, να μην συνεχίσουμε σαν τον Περιπλανώμενο
Ιουδαίο… Ο καλός ο Αλσίγια θα είναι ο κηδεμόνας σου μέχρι το Δεκέμβρη».
Και αποχαιρετιστήκαμε σχεδόν χαρούμενα, με την ίδια ελπίδα σαν εκείνη που μας φώτιζε όταν πια, μπουχτισμένοι από ένα χωριό, ξεκινούσαμε για καινούριο ταξίδι.
Εκείνος θα ανηφόριζε προς την κορυφή της οροσειράς που υψωνόταν από την άλλη πλευρά του Πατσατσάκα, θα πέρναγε το ποτάμι από ένα γεφύρι χτισμένο με ασβεστόλιθους, με τρεις καμάρες. Από το ύψωμα, θα αποχαιρέταγε την κοιλάδα και θα έβλεπε μια καινούρια πεδιάδα. Και στην Τσαλουάνκα, όταν θα μίλαγε με τους καινούριους του φίλους, με την ιδιότητα του νιόφερτου ξενομερίτη, θα αισθανόταν την απουσία μου, εγώ θα εξερευνούσα, σπιθαμή προς σπιθαμή, την μεγάλη κοιλάδα και το χωριό, θα υποδεχόμουν το δυνατό και θλιβερό συναίσθημα που κυριεύει τα παιδιά, όταν πρέπει να αντιμετωπίσουν μόνα τους έναν κόσμο γεμάτο με τέρατα και φωτιά και με μεγάλα ποτάμια που τραγουδάνε με την ομορφότερη μουσική όταν προσκρούουν πάνω στα βράχια και στις νησίδες.
(ΤΕΛΟΣ)