Κυριακή, 23 Σεπτεμβρίου 2012, 11:12 μμ η ακριβής ώρα στο laptop. Μόλις είδα την ταινία του Αλμοδόβαρ «The skin I live in» έτσι, για να περάσει η ώρα, και κάθισα να γράψω, μετά από πολλά χρόνια, κάτι σαν ημερολόγιο. Πώς πέρασα μια μέρα που δεν κατάλαβα, μήπως και την καταλάβω. Δεν βγήκα παρά μόνο για να απλώσω τα ρούχα που έπλυνα εχθές και άπλωσα σήμερα. Σκοτάδι. Ένα σπίτι σκοτάδι. Ανοίγω, κλείνω κουρτίνες, ανεβάζω ρολά, το ίδιο ελάχιστο φως. Μια ζωή χωρίς φως, χωρίς σκιές, ακούγεται τρομακτική, και μόνον η σκόνη πάνω στα έπιπλα που δεν φαίνεται συνιστά ένα κάποιο πλεονέκτημα. Χωρίς φως, χωρίς σκιές, χωρίς σκόνη. Θρίλερ χειρότερο και από αυτό που πήγε να στήσει ο Αλμοδόβαρ. «The skin I live in», «The house I live in», «The grave l live in». Why?
Χα! Υπαρξιακές ερωτήσεις σαιξπηρικού τύπου «to be or not to be». Δεν ξέρουμε και τίποτα άλλο να ρωτάμε. Ταινία που αποφάσισα να δω κι εγώ… Ένας psycho γιατρός αλλάζει φύλο, δέρμα, πρόσωπο στον κατ’ υποψία βιαστή της κόρης του και το μόνο που διατηρείται αλώβητο στο νεαρό αγόρι χωρίς να μπορεί να ελεγχθεί από την επιστήμη, είναι η μνήμη μιας ζωής προγενέστερης και μιας χαμένης ταυτότητας η ανάμνηση. Μπούρδες! Σιγά που δεν ελέγχεται η μνήμη. Ελέγχεται και παραελέγχεται. Λειτουργεί σαν χαλασμένο τηλέφωνο δηλώνουν οι νευροεπιστήμονες, ενώ οι φυσικοί παίζουν με το φως και τα κλάσματα του δευτερολέπτου, δημιουργώντας ακόμη και συσκευές απόκρυψης γεγονότων και εξαφάνισης του χρόνου για να μας τρελάνουν.
Όχι δεν είμαι μηδενίστρια, ούτε τα ισοπεδώνω όλα. Υστερική του αίσχιστου βαθμού είμαι και μη με παρακολουθεί κανείς. Μπούρδες γράφω κι ας δηλώνω ομοίως επιστήμων. Μια ολόκληρη μέρα χωρίς να μπει κανείς στο σπίτι μου, χωρίς να βγει κανείς παρά μόνον απ’ την πίσω πόρτα για το άπλωμα, χωρίς να χτυπήσει τηλέφωνο. Πήρα τηλέφωνο έναν φίλο μου. «Να σου πω; Έτσι κάνεις εσύ;» με ρωτά. «Μπαίνεις για τα καλά στη ζωή κάποιου και μετά εξαφανίζεσαι;» «Έτσι κάνω» του απαντώ γιατί δεν μπορώ να του πω την αλήθεια. Τι να του πω; Πώς τον έχει μικρό και δεν του σηκώνεται γι αυτό και προσπαθώ να τον αποφύγω; Πώς γουστάρω την παρέα του τρελά, πώς θέλω να βγαίνω μαζί του, πως θα θελα να δούμε μαζί απόψε την ταινία, πως θα θελα να περάσει με το αυτοκίνητο και να με πάρει για μια βόλτα μέχρι τη θάλασσα, ή να ανέβουμε το βουνό, αλλά δεν θα θελα να ξαπλώσω μαζί του διότι θα αναγκαστώ και πάλι (εντός των πέντε πρώτων λεπτών) να προσποιηθώ έναν πολλαπλό οργασμό, ως είθισται, και μετά (μέσα στο επόμενο πεντάλεπτο) να απαντήσω ή να αποφύγω την απάντηση στην ερώτηση «είμαι καλός εραστής;» Αθώα ερώτηση ακούγεται, αλλά δεν είναι.
Ας μην κλαίγομαι και κυρίως ας μην οικτίρω. Προχθές, Παρασκευή, βγήκα με έναν άλλο φίλο μου. Καλό παιδί κι αυτός, φάτσα σκληρή όμως κι ακόμη σκληρότερη η σεξουαλική του συμπεριφορά. Κάθε φορά αισθάνομαι σαν δαρμένο σκυλί την άλλη μέρα. Η μέση μου πονάει, τα πόδια μου πονάνε, οι γοφοί μου το ίδιο, το στήθος μου, και φυσικά ολόκληρη έχω πάρει ένα χρώμα μπλε-μαρέν - απ’ τα φιλιά του. Και τα χάδια του. Σ’ αυτόν πάλι τι να πω; Πως είναι 47 χρονών γαϊδούρι και παρότι τον έχει μεγάλο και σκληρό, άρα διαθέτει την ανάλογη εμπειρία, δεν έχει μάθει ακόμη πως το γυναικείο σώμα δεν είναι από πέτρα, ούτε από άχυρα, αλλά από κύτταρα, μύες, οστά, ευαισθησία, λαχτάρα να αγαπηθεί; The skin I live in is the skin that I love and I need someone to love it. I need to love and to be loved. Όχι να γίνω μαύρη στο ξύλο απ’ την αγάπη, αλλά κόκκινη απ’ τα φιλιά. Τα δικά μου φιλιά όπως έχουν αποτυπωθεί πάνω στα δικά του χείλη και τανάπαλιν στο δικό μου σώμα. Δεν φορώ κραγιόν, μα θα φορούσα το πιο κόκκινο αν ήταν να αγαπηθώ. Ποιος μπορεί όμως να αγαπήσει; Ανίκανοι όλοι μας κι ευνουχισμένοι. Κανείς. Ούτε κι εγώ.