ΕΝΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ
Είπεν ο γερο-Πρίαμος
ανεβαίνοντας τα δυνατά
τα τείχη
αυτή η επιθεώρηση όλο
με δυσκολεύει
εμπλέκονται τα ορατά
με τα αόρατα δε
βγάζεις άκρη το ψέμα
είναι η περιφέρεια του
κύκλου της αλήθειας
Αυτή η πόλη μπορεί
και να χαθεί γιατί
και η γη τρώγεται
και το υνί
και τα τρακόσια
παραπούλια εμένα
δε μου λένε τίποτα
και το συνόκαιρη
του κόσμου
Η χώρα ολόκληρη
είναι τεράστιο καζαντί
αλίμονο στον ιδιοκτήτη
που βλέπει τον παίκτη
να τραβάει τον μοχλό
κι η μπίλια του
συνέχεια να κερδίζει
απόβαση πρώτα
αψιμαχίες ελάχιστες
και να κατέλαβε τα
πρώτα χωριουδάκια μας
την πόλη Κερύνεια
με το απαράμιλλόν της
κάστρο και θέλει
κι άλλα η τύχη –
ατυχία του είναι φριχτή
Δυστυχία μου να
γυρίσω πίσω και να
πω της γυναίκας μου
δε μας έμεινε τίποτα
θα πει τα βλάσφημα
λόγια του νονού μου
χωρομέτρη οι Ενετοί
έκαμαν πολύ περισσότερα
πράγματα για την Κύπρο
απ’ ό,τι οι Έλληνες
απόδειξη τα δυνατά τα
τείχη που πάνω τους
πορεύομαι ελαφροπατώ
παρά τη δύσκολη ηλικία
μου ξέρω ο κύκλος
είναι σχήμα ωραίο όμως
για μας τώρα κυκλωτικό
Θα ’θελα λοιπόν να
πω σε τούτους όλους
τους άντρες που είναι
παραταγμένοι εμπρός
μου και με τιμούν
και σέβονται το σχήμα
μου ωραίοι ήταν οι
αγώνες δε λέω έδιναν
βάρος στους ήδη
ασήκωτους καγιάδες λόγια
καιρός να χάσουμε
την ομορφιά για την
οποία πολεμούμε ο
νους ας πάει με τους
απέναντι οι πύλες
ας ανοίξουν θα
συνηθίσουμε σιγά σιγά
τη βάρβαρη –μπορεί
και να μην είναι έτσι–
αισθητική τους
Σας ομιλώ έτσι εγώ
ο ισχυρότερος που έχω
να χάσω τα περισσότερα
αλλά μπορώ να πω
σε σας που όταν
γονατίζετε μπροστά μου
«πολυχρονεμένε βασιλιά
μου» κάνω ένα γύρο
όπως όταν παίζεις το
παιγνίδι ζίζιρος
σε μένα απευθύνονται
αναρωτιέμαι με το
χαμόγελό μου το χαζό
να πω επαναλαμβάνω
ο νους μάς γέλασε
με την ακρίβεια και
τους καλούς κακούς τέτοια
δυτικόφερνα πανάκριβα
σχήματα
Είμαστε και δεν
είμαστε η λύπη πάει
μαζί με τη χαρά αθάνατο
Περίπου
αλλά τότε θα πει
πρώτος ο γιος μου
Έκτορας πολέμαρχος
που τρώγει τον η κεφαλή
του
Πατέρα να σου πω
εμπιστευτικά το γήρας
δε φέρνει πάντα τη
σοφία το καλοκαίρι
δεν ωριμάζει πάντα τον
καρπό θυμάσαι εκείνα
τα κολοκύθια που
είχαμε φυτέψει στον
κήπο όλα δεν
αναπτύχθηκαν
γι’ αυτό πατέρα
ασχολήσου με άλλα
πράγματα μ’ αυτά που
μια ζωή αγωνιζόσουνα
μπες μέσα στην αίθουσα
από κυπαρίσσι να δεις
τα πλούτη σου από εκεί
ν’ αντλήσεις πολύν
ναρκισσισμό
για τα υπόλοιπα άσε
θα μας βγει το όνομα
γι’ αυτό δε ζούμε;
Κι ο κόσμος τι θα πει
κι ακόμα τους Έλληνες
ενθυμίζοντάς τους πικρές
αλήθειες τους εξαγριώνεις
γι’ αυτό σου λέω
κάνε με εμένα βασιλιά
ή έστω περιορίσου
Έτσι του μίλησε με
σεβασμό και περισσή
αγάπη ο γιος του
Έκτορας ο αγνός ο
πρώτος στρατιώτης
Κι ο Πρίαμος αργοκίνητος
μπήκε στην αίθουσα
με τα μυρωδικά τους
λίθους το χρυσάφι
και χάιδευε τα δώρα
που θα έδινε
να πάρει πίσω τ’ άψυχο
κορμί του υιού
στον Τούρκον Αχιλλέα
Μεταμορφώσεις, Λευκωσία 1992
*
Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ
Μεταφερμένος από ένα
θεόρατο φυσούνι που
με στριφογύριζε μέρες
πολλές βδομάδες ίσως
έφτασα στο κέντρο μιας
ερήμου εκεί όπου
δε βλασταίνει απολύτως
τίποτα εκτός απ’ το
μισάνθρωπο ίσως κορμί
κάποιου ερημίτη
Μα ήταν ήδη νεκρός
πουλί που εγκλωβίστηκε
θανάσιμα και πέθανε
μέσα στη μήτρα του
τσοφλιού του κι είδα
τη σπηλιά απειλητική
σα σώμα οργανικό να
πάλλεται πολύ μικρή
απίστευτα μικρή και
γω να μην μπορώ να
μπω μέσα
Φυσούσε ο άνεμος πάνω
στη στείρα γη ο
νεκρός εκείνος άντρας
είχε διατηρηθεί τέλεια
απ’ την ξηρότητα που
διατηρεί και τους
παπύρους
τα μαλλιά του που
έφταναν μέχρι τα γόνατα
τα γένια που μπλέκονταν
με τα μαλλιά του
μου φαίνονταν γνώριμα
η τρέλα του να είναι
η γνώμη σου η μόνη
αληθινή
ήταν η δική μου παράνοια
κοίταξα αυτόν που μου
έμοιαζε
βρήκα στο σκονισμένο
βιβλίο του στήθους του
ανοίγοντάς το αυτό που
μου ταίριαζε
και κάθε φορά που
άλλαζα σελίδα έβρισκα
αυτό που γύρευα σαν
να το είχα γράψει εγώ
ενθυμήθηκα όλες τις
εικόνες νερού που
έζησα της ζωής μου
και καταβράχηκα
ενθυμήθηκα όλες τις
φίνες γεύσεις της
κοιλότητας του στόματός
μου και καταχόρτασα
και άρχισε το σώμα
μου να ξηραίνεται και
να δροσίζει η ψυχή
μου κι άρχισα να
απολαμβάνω τη μοναξιά
μου έναν τρελό
τρελό ναρκισσισμό
που με κυρίευε
μέχρι τις τρίχες της
κεφαλής μου
επικαλέστηκα ό,τι
επικαλείται ένας
ετοιμοθάνατος
τα ειωθότα
έκλεισα την είσοδο
της σπηλιάς όπως
κάνει ακριβώς
οδηγημένο από τα
ένστικτά του το
αγρίμι
έγινα εκείνος που
είχα εμπρός μου
κι ο φόβος του θανάτου
με παρέλυσε
και χέστηκα πάνω μου
Πρώτη δολοφονική απόπειρα κατά του Μακαρίου, Λευκωσία 1998
*
ΤΑ ΑΛΟΓΑ
Αυτοί που ήταν καμωμένοι
απ’ την καλύτερη πάστα
έπρεπε κάθε πρωί να
καταπίνουν (όπως οι άρρωστοι τα
αμοξίλ) ένα κουκούτσι
γιαρμά με το γάλα
Πόσο καιρό σκέφτονταν να
χλιμιντρίζουν τα άλογα
να πετούν με μανία από
πάνω τους τα εξαρτήματα και
τις σέλες να ρίχνουν τους φράχτες
πόσο καιρό να τα συγκρατούμε
κι εκείνοι οι άλλοι που
είχαν το λιγδιασμένο αξίωμα
τους έλεγαν περιοριστείτε στον
προμαχώνα του σαλονιού
στήστε ολόγυρά σας
την τηλεόραση το βίντεο τα
στερεοφωνικά κάμετε έστω
αγωγές στα δικαστήρια για
ακύρωση προαγωγής συναδέλφου
ασχοληθείτε με τα κοψίδια
και τα κάρβουνα
ο γείτονας έκτισε μεγάλη
ψησταριά γιατί άραγε
πηγαίνετε και ψωνίστε
ένα ταξίδι ελαφρύνει πάντοτε
τη βαρυθυμία έχετε και
κόρη να παντρέψετε
αυτά να λένε οι γερασμένοι
ανέκαθεν
αλήτες από κούνια
τα σπίτια μας κουνιούνται
ραγίζουν οι σοβάδες
και στο κελάρι ακούγεται
κλάμα παράξενο πνιχτό
μπορεί και να ’ναι γέλιο
τη νύχτα κοιταγόμαστε (ξυπνώντας
έντρομοι) μες στον καθρέφτη
ακούμε βήματα έξω
ανάβουμε το φως της μπαλκονόπορτας
λυσσομανά ο άνεμος
η καταιγίδα ο τυφώνας
έρχεται κλαίνε τα δέντρα
σκύβοντας να προφυλαχτούνε
εξακοντίζονται τα κατοικίδια
από αόρατο χέρι
μπήκαν αφηνιασμένα τα
άλογα δεν άντεξαν άλλο
τρέχοντας μες στην κουζίνα
στο παιδικό υπνοδωμάτιο
στο καθιστικό
να υπάρξουν αυτά για
χάρη μας
κι είναι πολλά απ’ αυτά
τραυματισμένα αλλά αυτά τα
τραυματισμένα είναι τα
πιο υπερήφανα με καλπασμό
από σύννεφο και με την όρθια τρίχα
Ο ανάποδος κόσμος, Γαβριηλίδης 2000
*
ΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΕΣ
Όσο διαπραγματεύονται οι
διαπραγματευτές
όσο ασθμαίνουν τα τρένα
όσο κορυφώνονται τα αεροπλάνα
και χλιμιντρίζουν τα άλογα που
σέρνουν τα τροχήλατα κάρα
θα ψάχνω να βρω τη
μεγεθυσμένη με τον φακό τον
παιδικό την απώλεια
χίλιες γλώσσες με χίλια
διαφορετικά αλφάβητα
χίλιες λογοτεχνίες αδύνατον
να την προσδιορίσουν
είναι μόνο τα λεπτά που
χάνονται σκεπτόμουν
κατεβαίνοντας το μεγάλο ποτάμι;
Κι η ροή πού καταλήγει;
Κι η πηγή αφού δεν υπάρχει
μια αλλά πολλές ποιος μπορεί
να δει τον κόσμο στο σύνολο
να ενώσει τα χιλιάδες κομμάτια;
Ίσως ο μοναχός στο
σκοτεινό καθολικό που υπερίπταται
ελαφρά του εδάφους
δοξάζοντας το δοξασμένο
κι εντούτοις κλείνει το στόμα
μπροστά στο υπέροχα άλεκτο
κι ο άλλος που είδε να
γιατρεύεται προσκυνώντας γιατί να
αρνηθεί το νόμο της αιτιότητας
πιθανολογώντας τη σύμπτωση
αυτά συμβαίνουν ενώ κυλά
ο κόσμος κι οι κόσμοι
κι αυτός που παράγει
είναι θεατής σ’ έναν αγώνα
όπου αθλείται το μάταιο
Η μετατόπιση της γης, Γαβριηλίδης 2005
*
ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ
Καθώς κατέβαινα τον δρόμο
για να φτάσω στη θάλασσα
οι στροφές του χωματόδρομου
μετακινούνταν
κι ακόμα εκεί που νόμιζα πως
κατηφόριζα ανέβαινα κι οι
πεύκοι κατέβαζαν τα κλωνιά
τους εμπρός μου
Τότε άφησα τ’ αυτοκίνητο σύρθηκα
κουτρουβαλίστηκα γεμάτος
χώματα πευκοβελόνες μώλωπες
και γρατσουνιές έφτασα
σε μιαν άλλη κατάσταση
Αποσυρμένη ήταν η θάλασσα
οι ιχθύες είχαν βγάλει τις πανοπλίες
με τα λέπια άστραφταν κάτω
από τον ήλιο τεράστιες στολές
ίσες στο μέγεθος με σκηνές
Αυτός είπα είναι ο χρόνος
πριν από τον χρόνο
για τούτο δεν έχουν λάβει ακόμη
το τελειωτικό τους σχήμα τα
πράγματα
κι εκεί που ακούμπαγα στον βράχο
που ήταν σα στρώμα μαλακός
ολομόναχος περιμένοντας να έρθει
η θάλασσα είδα αυτό για το
οποίο είχα ακούσει παλιά
πως η καρδιά του καθενός
είναι κρυμμένη κάπου πάρα
πολύ μακριά από το μέρος όπου
ζει μέσα σε κάποιο πράγμα
καλά προστατευμένη σε βράχο σε
δέντρο ή μέσα στη γη
Σκυλιά θεόρατα πέρασαν από
δίπλα μου διέσχισαν την ακτή
από τη μια μέχρι την άλλη πλευρά
κρατώντας στο στόμα τους κάτι
που έμοιαζε με το φουσκωμένο
εσωτερικό μιας μπάλας
είχαν στο στόμα τους μιαν ανθρώπινη
καρδιά και την έπαιρναν
την κρατούσαν στο στόμα τους
από την αρχή τούτου του κόσμου
γρύλιζαν κι ήταν τα σώματά τους
γεμάτα πληγές από δαγκωματιές
άλουστα απ’ την αρχή του
κόσμου κι ήταν η μπόχα τους
παντελώς ανυπόφορη
γιατί και ο ομφάλιος λώρος τους
σηπόταν κρεμάμενος από την
κοιλιά τους
γεμάτος μυρμήγκια και τσιμπούρια
κάμποσες ίντσες μακρύς
Η κλίση του ρήματος, Φαρφουλάς 2009
*
ΤΟ ΣΤΗΣΙΜΟ ΤΟΥ ΚΑΘΡΕΦΤΗ
Αρέσουν οι κίνδυνοι
στους πολύ νέους αλλά
και σε όσους βρίσκονται
σε απόγνωση
γι’ αυτό ανέβηκα στο βουνό
η κορυφή του ήταν πασπαλισμένη
με ινδοκάρυδο κι οι σκιέρ
χαίρονταν όπως κι οι ξενοδόχοι
χωρίς κανείς τους να βλέπει
την επερχόμενη χιονοστιβάδα
των εξελίξεων
Πήρα μαζί μου όλο τον
ορειβατικό εξοπλισμό ήμουν
αλπινιστής και Σέρπα μαζί
Αγόρασα από ένα κατάστημα
με αντίκες ένα μεγάλο
καθρέφτη βενετσιάνικο
να καθρεφτίζεται ο κόσμος
επειδή είναι τα είδωλά μας
ο εαυτός μας αφού
δε θα μπορούσα να μην
κουβαλήσω στο βουνό τις
χωρίστρες μου και τα ωραία
χτενίσματα το δύσκολο δέσιμο
της γραβάτας κομπιάζει κανείς
αν δέσει πολύ σφιχτά τον κόμπο
της γραβάτας
φόρεσα τα καλά μου για να
με πάρει ο κόσμος στα σοβαρά
οι σοβαροί θα με πάρουν
στα σοβαρά οι ανόητοι
ανόητα θα σκεφτούν κι οι
επιπόλαιοι επιπόλαια
πείνασα κι άνοιξα μια κονσέρβα
κι αφού έφαγα το υπόλοιπο
βοδινό το πέταξα όπως οι
γεωργοί πετούν τους σπόρους
προς όλες τις κατευθύνσεις
για να με πλησιάσουν όσοι
δεν έχουν ανθρώπινη λαλίτσα
κι ήρθαν όντως κοντά μου τα
γρυλλίσματα και οι μουσούδες
και μου είπαν με κτηνώδη
νοήματα δείξε μας τον καθρέφτη
να δούμε ποιοι είμαστε
να δούμε τον εαυτό μας
απ’ τον οποίο ουδέποτε θα
ξεφύγουμε αλλά έστω να
δούμε τον εαυτό μας να
συμφιλιωθούμε με οτιδήποτε
είμαστε
τότε έστησα τον βενετσιάνικο
καθρέφτη κι ήρθαν πρώτα
τα ήμερα ζώα κι αφού
κοιτάχτηκαν αποχώρησαν μετά
οι λύκοι πριν οι αλεπούδες
και κάποια άλλα σαρκοβόρα
διερωτήθηκαν κατά πόσον
όλοι οι καθρέφτες είναι οι
ίδιοι γιατί υπάρχουν και οι
σπασμένοι που δείχνουν
τον κόσμο κομμάτια κι ίσως
αυτοί να είναι οι πιο αληθινοί
οι πιο αξιόπιστοι
Το μάθημα της περίληψης, Φαρφουλάς 2011