Το Α’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ: http://www.poiein.gr/archives/18673/index.html
Με ξύπνησε την επόμενη μέρα, φωνάζοντάς με:
«Ξημερώνει. Θα σημάνει η καμπάνα».
Κρατούσε στα χέρια το χρυσό του το ρολόι με τα τρία καπάκια. Ποτέ δεν το πούλησε. Ήταν ενθύμιο από τον πατέρα του. Καμιά φορά κούρδιζε, θαρρείς με πάθος, αυτό το πολυτελές ρολόι, έστω κι αν τα ρούχα του έδειχναν παλιά και εκείνος παρέμενε αξύριστος από την στενοχώρια. Στο χωριό εκείνο, με τα παιδιά φονιάδες των πουλιών, εκεί που μας πολιόρκησαν με την πείνα, ο πατέρας μου έβγαινε στη βεράντα και μπροστά στα πυκνά φαρμακερά βλαστάρια που θέριευαν στην αυλή, χάιδευε το ρολόι του, το έκανε να λαμπυρίζει στον ήλιο, κι αυτή η λάμψη τον ατσάλωνε.
«Θα σηκωθούμε μετά το χτύπημα της καμπάνας, στις πέντε» είπε.
«Το χρυσάφι που έδωσε η κυρία Μαρία Αγκόλα για να το λιώσουν και να φτιαχτεί η καμπάνα, ήταν κοσμήματα;» τον ρώτησα.
«Ξέρουμε ότι έδωσε ένα κιντάλ* χρυσού. Το μέταλλο αυτό ήταν από την εποχή των Ίνκα. Μπορεί να ήταν κομμάτια του Ήλιου του ΄Ιντι Κάντσα** ή των τειχών του ναού, ή των ειδώλων. Κομμάτια μονάχα ή μεγάλα κοσμήματα φτιαγμένα από αυτό το χρυσάφι. Μα το χρυσάφι που έλιωσαν για την καμπάνα δεν ήταν ένα κιντάλ αλλά πολύ περισσότερο. Η Μαρία Αγκόλα, αυτή μόνη της, έδωσε ένα κιντάλ! Το χρυσάφι, γιε μου, ηχεί ως η φωνή από τις καμπάνες να υψώνεται ίσαμε τον ουρανό, για να επιστρέψει με το τραγούδι των αγγέλων στη γη!
*Quintal, Μονάδα βάρους 100 λιβρών. Σ.τ.Μ.
**Inti Cancha, ήταν ο σημαντικότερος ναός του Κούσκο. Μετά από τον πόλεμο με τους Τσάνκας, ο Πατσακούτεκ το ανοικοδόμησε και ξόδεψε για το εσωτερικό του χώρο τόσες ποσότητες χρυσού και ασήμι που από Ίντι Κάντσα (χώρος του ηλίου) μετονομάστηκε Κορικάντσα (χώρος του χρυσού). Στο ναό τοποθετούσαν τις μούμιες των αρχαίων κυβερνόντων οι οποίες μεταφέρονταν στην πλατεία, δυο τετράγωνα μακριά, για τις μεγάλες τελετές. Σ.τ.Μ.
«Και οι άσχημες καμπάνες από τα χωριά που δεν είχαν χρυσάφι;»
«Είναι ξεχασμένα χωριά. Θα τα ακούει ο Θεός, αλλά αυτοί οι θόρυβοι, ποιον άγγελο θα κάνουν να κατέβει; Και ο άνθρωπος έχει δύναμη. Ό, τι είδες χθες βράδυ δεν πρόκειται να το ξεχάσεις»
«Είδα, μπαμπά, τον δον Παύλο Μάιουα, γονατισμένο μπροστά στο ξωκλήσι του χωριού του».
«Θυμήσου, όμως, γιε μου! Οι μικρές καμπάνες αυτού του χωριού είχαν χρυσάφι. Ήταν χωριό μεταλλωρύχων».
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το πρώτο χτύπημα της «Μαρία Αγκόλα». Το δωμάτιο μας, καλυμμένο με κάπνα μέχρι το ταβάνι, άρχισε να δονείται με τα αργά κύματα του τραγουδιού. Η δόνηση ήταν θλιμμένη, η μεγάλη κηλίδα από καπνιά ταλαντευόταν σαν μαύρο πανί. Γονατίσαμε για να προσευχηθούμε. Με τα τελευταία κύματα να σβήνουν ακόμη στον αέρα, ήρθε το δεύτερο χτύπημα, ακόμα πιο λυπητερό.
Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών. Είχα περάσει τα παιδικά μου χρόνια σε ένα ξένο σπίτι, κάτω από την επίβλεψη άσπλαχνων ανθρώπων. Ο κύριος του σπιτιού, ο πατέρας, είχε μάτια με κοκκινισμένα βλέφαρα και πυκνά φρύδια, του άρεσε να προκαλεί πόνο στους εξαρτημένους από εκείνον, τους υπηρέτες και τα ζώα. Αργότερα, όταν ο πατέρας μου με διέσωσε και τριγύρισα μαζί του τα χωριά, βρήκα ότι παντού οι άνθρωποι υπέφεραν. Από το Κούσκο, η «Μαρία Αγκόλα» έκλαιγε, ίσως, για όλους αυτούς. Ποτέ δεν είχα δει κανέναν, τόσο ταπεινωμένο όσο ήταν εκείνος ο πόγκο του Γέρου. Σε κάθε χτύπημα η καμπάνα γινόταν θλιμμένη και διαπότιζε τα πάντα.
«Μπαμπά! Ποιός την έκανε;» –τον ρώτησα, μετά το τελευταίο χτύπημα
«Μεταλλουργοί από το Κούσκο. Δεν ξέρουμε τίποτα παραπάνω».
«Δεν θα πρέπει να ήταν Ισπανοί».
«Γιατί όχι; Αυτοί ήταν οι καλύτεροι, οι πρωτομάστορες».
«Ο Ισπανός, υπέφερε κι αυτός;»
«Πίστευε στο Θεό, γιε μου. Ταπεινωνόταν μπροστά Του, όσο πιο επιφανής ήταν. Και αυτοί αλληλοσκοτώθηκαν. Αλλά πρέπει να βιαστούμε, να μαζέψουμε τα πράγματά μας».
Το φως του ηλίου θα έπρεπε να ήταν πια κοντά. Η σκαλιστή κλίνη του Γέρου ήταν εκτεθειμένη καταμεσής στο δωμάτιο. Ο αλλόκοτος ουρανός της και το μεταξωτό ύφασμα που την κάλυπτε, με έκαναν ν’ αγριεύω. Οι λεκέδες από κάπνα συντελούσαν στο να του προσδίδουν ένα ταπεινωτικό φόντο. Καλύτερα να είχε γίνει συντρίμμια.
Μαζέψαμε το στρώμα του πατέρα μου, τις τρεις προβιές όπου κοιμόμουν εγώ και τις κουβέρτες μας.
Βγήκαμε. Οι ένοικοι της δεύτερης αυλής μας κοίταξαν σαστισμένοι. Πολλοί από αυτούς περιφερόταν γύρω από μια βρύση, κουβαλώντας κουβάδες και κατσαρόλες. Το σεντρόν είχε φυτευτεί στο κέντρο της αυλής, στο πιο στεγνό και σκληρό χώμα. Είχε μερικά λουλούδια στα ψηλότερα κλαδιά. Ο κορμός του έδειχνε σχεδόν αποφλοιωμένος μέχρι τα πρώτα κλωνάρια.
Οι τοίχοι τούτης της αυλής είχαν να βαφτούν τουλάχιστον εκατό χρόνια, πάνω τους διαγράφονταν ζωγραφιές με κάρβουνο, φτιαγμένες από τα παιδιά, ή απλές γραμμές. Η αυλή μύριζε άσχημα, κάτουρα και βρομόνερα. Από όλους αυτούς που ζούσαν εκεί, το πιο δυστυχισμένο θα πρέπει να ήταν το σεντρόν. «Αν πέθαινε, αν ξεραινόταν, η αυλή θα έμοιαζε με κόλαση», είπα χαμηλόφωνα. «Τελικά θα το σκοτώσουν, το αποφλοιώνουν».
Βρήκαμε καθαρή και σιωπηλή την πρώτη αυλή, αυτή του ιδιοκτήτη. Δίπλα σε ένα στύλο του πάνω ορόφου ήταν ο πόγκο, με ξεσκέπαστο το κεφάλι. Εξαφανίστηκε. Όταν ανεβήκαμε στο πάνω μπαλκόνι, τον βρήκαμε ακουμπισμένο πέρα στον τοίχο.
Μας χαιρέτησε υποκλινόμενος, πλησίασε τον πατέρα μου και του φίλησε τα χέρια.
«Παιδί μου, παιδάκι μου!» μου είπε, και ήρθε πίσω μας, κλαίγοντας με αναφιλητά.
Ο μεστίσο φύλαγε, όρθιος, μια σκαλιστή πόρτα.
«Ο Κύριος σας περιμένει» είπε και άνοιξε την πόρτα.
Εγώ μπήκα γρήγορα, πίσω από τον πατέρα μου.
Ο Γέρος καθόταν σε μια πολυθρόνα. Ήταν μια πολύ μεγάλη αίθουσα, δεν είχα δει όμοια της· όλο το δάπεδο ήταν καλυμμένο με ένα χαλί. Καθρέφτες με φαρδιά πλαίσια από θαμπό χρυσάφι στόλιζαν τους τοίχους, το κρυστάλλινο πολύφωτο κρεμόταν στην μέση ενός ταβανιού με γύψινες διακοσμήσεις. Τα έπιπλα ήταν ψηλά, με κόκκινη ταπετσαρία. Ο Γέρος δεν σηκώθηκε. Προχωρήσαμε προς εκείνον. Ο πατέρας μου δεν του έτεινε το χέρι. Με σύστησε.
«Ο θείος σου, ο ιδιοκτήτης των τεσσάρων τσιφλικιών» είπε.
Ο Γέρος με κοίταξε σαν να ήθελε να με καταπιεί το χαλί. Παρατήρησα πως το σακάκι του ήταν σχεδόν ξεφτισμένο στο πέτο και πως γυάλιζε δυσάρεστα. Κάποτε ήμουν φίλος ενός ράφτη στην Ουαμάνγκα και εσκάγαμε στα γέλια με τα παλιά σακάκια που κάποιοι φιλάργυροι άρχοντες έστελναν για μαντάρισμα. «Αυτός ο καθρέφτης είναι άχρηστος» έλεγε ο ράφτης στα κέτσουα. «Σε αυτόν κοιτάζεται μονάχα ο διάβολος που καιροφυλακτεί δίπλα στον κύριο για να τον πάρει μαζί του στην κόλαση».
Έσκυψα και έδωσα το χέρι στον Γέρο. Η μεγάλη σάλα με είχε αποπροσανατολίσει, την είχα διασχίσει φοβισμένος, χωρίς να ξέρω πώς να προχωρήσω. Άλλα η βρόμικη γυαλάδα του σακακιού του Γέρου μου έδωσε σιγουριά. Ο Γέρος συνέχιζε να με κοιτάζει. Ποτέ δεν είδα τόσο μικρά και τόσο λαμπερά μάτια. Απέβλεπε στο να παραδοθώ! Στράφηκε εναντίον μου. Ποιος ο λόγος; Είχε σφιγμένα τα τόσο λεπτά χείλη του. Αμέσως κοίταξε τον πατέρα μου, αυτός ήταν παρορμητικός και γενναιόδωρος, είχε προτιμήσει να τριγυρνάει μόνος στα χωριά, ανάμεσα σε ινδιάνους και μεστίσο.
«Πώς σε λένε;» με ρώτησε ο Γέρος, ξανακοιτώντας με.
Ήμουν προετοιμασμένος. Είχα δει το Κούσκο. Ήξερα ότι πίσω από τα τείχη των Ινκαϊκών παλατιών έμεναν οι φιλάργυροι. «Εσύ», είπα μέσα μου, κοιτώντας τον και εγώ επίμονα. Η παρατεταμένη φωνή της καμπάνας, τα φίδια αμάρου του παλατιού του Ουάινα Κάπακ, με συντρόφευαν ακόμα. Ήμασταν στο κέντρο της οικουμένης.
«Ονομάζομαι όπως ο παππούς μου, κύριε» του είπα.
«Κύριε; Δεν είμαι ο θείος σου;»
Ήξερα πως στα μοναστήρια, οι μοναχοί ετοίμαζαν ολονυχτίες για να τον υποδεχτούν, ότι στους δρόμους τον χαιρέταγαν οι κληρικοί. Όμως, εμάς μας έβαλε στα μαγεριά του σπιτιού του, είχε διατάξει να στηθεί εκεί αυτό το σκαλιστό κρεβάτι, μπροστά σιμά στον καπνισμένο τοίχο. Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορούσε να είναι πιο διεστραμμένος, ούτε να έχει περισσότερη δύναμη από το συνοφρυωμένο κηδεμόνα μου, που και εκείνος, με ανάγκαζε να κοιμάμαι στο μαγεριό.
«Εσείς είσαστε ο θείος μου. Και τώρα πια φεύγουμε, κύριε» του απάντησα.
Είδα τον πατέρα μου να αναγαλλιάζει, παρότι διατηρούσε το σχεδόν επίσημο ύφος.
Ο Γέρος σηκώθηκε, χαμογελώντας, δίχως να με κοιτάξει. Ανακάλυψα τότε ότι το πρόσωπο του ήταν σταχτί, με σκληρή επιδερμίδα, σαν αποχωρισμένη από τα κοκάλα. Πλησίασε ένα έπιπλο στο οποίο κρέμoνταν πολλά μπαστούνια, όλα με χρυσή λαβή.
Η πόρτα του σαλονιού είχε μείνει ανοιχτή και μπόρεσα να δω τον πόγκο, με τα κουρέλια του, με την πλάτη στην κουπαστή του μπαλκονιού. Φαινόταν από μακριά η προσπάθεια που έκανε μόνο και μόνο για να δείχνει ζωντανός, το αόρατο βάρος που του πλάκωνε την ανάσα.
Ο Γέρος έτεινε στον πατέρα μου ένα μαύρο μπαστούνι· η χρυσή λαβή του σχημάτιζε το κεφάλι και το λαιμό ενός αετού. Επέμεινε να το δεχτεί και να το έχει μαζί του. Δεν με κοίταξαν. Ο πατέρας μου πήρε το μπαστούνι και στηρίχτηκε πάνω του, ο Γέρος διάλεξε ένα πιο φαρδύ, με απλή λαβή, σα σκήπτρο δημάρχου.
Όταν ο Γέρος πέρασε δίπλα μου, διαπίστωσα ότι ήταν πολύ κοντός, σχεδόν νάνος. Το περπάτημα του ήταν όμως επιβλητικό, ακόμη κι αν το έβλεπες από πίσω.
Βγήκαμε στο μπαλκόνι. Σήμαιναν οι καμπάνες. Ο ήχος τους διαγράφονταν πάνω στο ηχητικό φόντο των πολύ αραιών χτυπημάτων της «Μαρία Αγκόλα».
Ο πόγκο προσπάθησε να μας πλησιάσει, ο Γέρος τον έδιωξε με μια κίνηση του μπαστουνιού.
Έκανε ψύχρα στο δρόμο. Άλλα οι καμπάνες έκαναν την πόλη να αγάλλεται. Εγώ περίμενα την φωνή της «Μαρία Αγκόλα». Πάνω στα κύματά της, που αγκάλιαζαν την οικουμένη, ηχούσε η φωνή των άλλων, η φωνή από όλες τις άλλες εκκλησίες. Με το σοβαρό ήχο της καμπάνας, ζωντάνευε μέσα μου η ταπεινωτική εικόνα του πόγκο, τα βαθουλωμένα του μάτια, τα κόκαλα της μύτης του, που ήταν το μόνο στοιχείο με ενεργητικότητα στο πρόσωπο του, το ξεσκέπαστο κεφάλι με τα μαλλιά που έμοιαζαν να είναι ξεπίτηδες ανακατεμένα και γεμάτα βρωμιές. «Δεν έχει μήτε πατέρα μήτε μητέρα, μόνο τον ίσκιο του» έλεγα και ξαναέλεγα, αναπολώντας τους στίχους ενός ουάινο*, ενώ περίμενα σε κάθε βήμα, έναν καινούριο χτύπο της τεράστιας καμπάνας.
*Huayno, δημοτικό τραγούδι και χορός ινκαϊκής προέλευσης. Σ.τ.Σ.
Το χτύπημα της καμπάνας, το κάλεσμα στην λειτουργία, σταμάτησε και ήμουν τότε ελεύθερος να δω καλύτερα την πόλη στο φως της μέρας. Θα φεύγαμε σε μιαν ώρα ή και νωρίτερα. Ο Γέρος μιλούσε.
«Ο Ίνκα Ρόκα το έχτισε. Δείγμα του χάους των ειδωλολατρών, του πρωτογόνου μυαλού τους».
Η φωνή του ήταν τσιριχτή και δεν έμοιαζε με την φωνή ενός γκρίζου λόγω ηλικίας και τόσο κοτσονάτου γέροντα.
Οι γραμμές του τείχους έπαιζαν με τον ήλιο· οι πέτρες δεν είχαν γωνίες ούτε ευθείες· η καθεμιά ήταν σαν ένα ζωντανό που ανακλαδίζεται στο φως, γεννούσαν την επιθυμία να γιορτάσεις, να τρέξεις στην πάμπα, αλαλάζοντας με εύθυμες φωνές. Εγώ θα το έκανα· αλλά ο Γέρος συνέχιζε το κήρυγμα, με λόγια διαλεκτά, σαν να ήθελε να κατατροπώσει τον πατέρα μου.
Όταν φτάσαμε στην γωνία της Πλάσα ντε Άρμας, ο Γέρος έπεσε και στα δύο του γόνατα, έβγαλε το καπέλο του, έσκυψε το κεφάλι και έκανε το σταυρό του αργά-αργά. Πολλοί τον αναγνώρισαν, μα δε γέλασαν, μερικά αγόρια πλησίασαν. Ο πατέρας μου στηρίχτηκε στο μπαστούνι, κάπως μακριά του. Εγώ περίμενα να εμφανιστεί ένας ουαϊρόνκ’ο και να του φτύσει αίμα στο μέτωπο, γιατί αυτά τα φτερωτά έντομα είναι αγγελιοφόροι του διαβόλου ή της κατάρας των αγίων. Ο Γέρος σηκώθηκε και επιτάχυνε το βήμα του. Δε φόρεσε το καπέλο, προχώρησε με ξεσκέπαστο το γκρίζο του κεφάλι. Αμέσως φτάσαμε στην πόρτα του καθεδρικού. Ο πατέρας μου τον ακολουθούσε διακριτικά. Ο Γέρος ήταν αυταρχικός, εγώ όμως θα τον είχα ταρακουνήσει λίγο, πιάνοντας τον από τις πλάτες. Και μπορεί βέβαια και να μην έπεφτε, γιατί έμοιαζε να είναι πολύ βαρύς, σαν να ήταν από ατσάλι· περπατούσε γεμάτος ζωντάνια.
Μπήκαμε στο ναό, και ο Γέρος γονάτισε πάνω στην πλακόστρωση. Ανάμεσα στους κίονες και τις αψίδες, περιβαλλόμενους από την λάμψη του χρυσού, ένιωσα πως οι πανύψηλοι τρούλοι με υποχρέωναν να καταθέσω τα όπλα. Άκουσα να προσεύχεται από ψηλά μια χορωδία ανδρών με φωνή σαν ζουζούνισμα μπάμπουρα. Ήταν λίγος ο κόσμος στο ναό. Ινδιάνες με χρωματιστές μαντίλες στα κεφάλια, έκλαιγαν. Ο καθεδρικός δεν έλαμπε πολύ εκτυφλωτικά. Το φως, φιλτραρισμένο από τον αλάβαστρο των παραθύρων, ήταν διαφορετικός από αυτό του ηλίου. Σαν να είχαμε πέσει, όπως στους μύθους, σε κάποια κρυμμένη, στο κέντρο ενός βουνού πόλη, κάτω από τις στρώσεις αιωνίου πάγου που μας έστελναν φως μέσα από τα βράχια. Ένα ψηλό χοροστάσιο από λουστραρισμένο ξύλο υψωνόταν στη μέση του ναού. Ο Γέρος σηκώθηκε και μας οδήγησε πλάι, προς το δεξί κλίτος.
«Ό Κύριος των σεισμών» είπε, δείχνοντας ένα τρίπτυχο που έφτανε ίσαμε την κορυφή του θόλου. Με κοίταζε, λες και δεν ήμουν παιδί.
Γονάτισα δίπλα του, και μαζί κι ο πατέρας μου, από την άλλη πλευρά.
Ένα δάσος από κεριά έκαιγε μπροστά στον Κύριο. Πίσω από τον καπνό φαινόταν ο Χριστός, με φόντο το χρυσό τρίπτυχο, ανάμεσα σε κολόνες και αψίδες με σκαλισμένες μορφές αγγέλων, καρπών και ζώων.
Εγώ ήξερα πως όταν ο επιτάφιος θα πρόβαλλε στην είσοδο του καθεδρικού, όλοι οι ινδιάνοι του Κούσκο έβγαζαν μια κραυγή που έκανε την πόλη να αναρριγά, ενώ μετά σκέπαζαν το φορείο του Κυρίου και τους δρόμους και τα σοκάκια με λουλούδια του νιούχτσου, που είναι κόκκινα και αδύναμα.
Το πρόσωπο του Εσταυρωμένου ήταν σχεδόν μαύρο, παραμορφωμένο, όπως του πόνγκο. Κατά την διάρκεια των λιτανειών, με τα χέρια του τεντωμένα, με τις βαθιές πληγές, και τα μαλλιά πεσμένα προς την μια πλευρά σαν μαύρη κηλίδα στο φως της πλατείας, αφήνοντας πίσω τον καθεδρικό, τα βουνά και τα κυματιστά σοκάκια, θα πρέπει να προχωρούσε κάνοντας να βαθαίνει ο πόνος όλων όσων υπέφεραν, δείχνοντας να είναι αυτός που υποφέρει περισσότερο από όλους, χωρίς σταματημό. Τώρα, πίσω από τον καπνό και εκείνο το γεμάτο ταραχή φως του πρωινού και των κεριών, εμφανιζόταν πάνω από τον βωμό που ξεχείλιζε χρυσάφι από παντού, όπως στο βάθος ενός ηλιοβασιλέματος στη θάλασσα στα μέρη με τη μεγάλη ζέστη, εκεί όπου το χρυσάφι είναι είτε απαλό είτε λαμπερό κι όχι βαρύ και φλογισμένο όπως το χρυσάφι στα νέφη του οροπεδίου, ή το χρυσάφι μες στην παγωνιά, όταν ο ήλιος του δειλινού σχίζεται σε πέπλα επίφοβα.
Μες στη μαυρίλα, πάσχων, ο Κύριος διακατεχόταν από μια ανησυχητική σιωπή. Ήταν επώδυνο: στον πελώριο καθεδρικό, ανάμεσα στις φλόγες των κεριών και στη λάμψη της μέρας που έφτανε τόσο εξασθενημένη, το πρόσωπο του Χριστού, δημιουργούσε πόνο, τον μετέδιδε στους τοίχους, στους θόλους και στους κίονες. Περίμενα από αυτούς να δακρύσουν. Όμως εκεί ήταν ο Γέρος, προσευχόμενος βιαστικά με τη μεταλλική φωνή του. Οι ρυτίδες του μετώπου του πρόβαλλαν στο φως των κεριών, ήταν οι αυτές οι αυλακιές που έδιναν την εντύπωση ότι το δέρμα του είχε αποχωριστεί από το κρανίο.
«Δεν έχουμε άλλο χρόνο» είπε.
Δεν μείναμε για τη λειτουργία. Βγήκαμε από το ναό. Επιστρέφαμε με γοργό βήμα. Mας καθοδηγούσε ο Γέρος.
Δεν μπήκαμε στην εκκλησία της Εταιρίας, δεν μπόρεσα καν να αποθαυμάσω ξανά την πρόσοψη της, μόνο είδα τον ίσκιο των πύργων της, πάνω στην πλατεία.
Βρήκαμε ένα καμιόνι στην πόρτα του σπιτιού. Ο μεστίσο, που φορούσε μπότες, μιλούσε με τον οδηγό. Είχαν ανεβάσει τα μπαγκάζια μας στην καρότσα. Δεν θα χρειαζόταν πια να μπούμε στην αυλή.
«Όλα είναι έτοιμα, κύριε» είπε ο μεστίσο.
Ο Πατέρας μου, έδωσε το μπαστούνι στον Γέρο.
Εγώ έτρεξα μέχρι τη δεύτερη αυλή. Αποχαιρέτησα το μικρό δέντρο. Μπροστά του, κοιτάζοντας τα κάτισχνα κλαδιά του, τα τόσο σπάνια μωβ λουλούδια του, που τρεμόπαιζαν ψηλά, αισθάνθηκα δέος μπροστά στο Κούσκο. Το πρόσωπο του Χριστού, η φωνή της μεγάλης καμπάνας, ο τρόμος που υπήρχε μόνιμα στην έκφραση του πόγκο, και ο Γέρος!, γονατισμένος στον καθεδρικό, ακόμα και η σιωπή της Λορέτο Κίχγιου, όλα με πλάκωναν. Πουθενά ο άνθρωπος δεν θα υπέφερε περισσότερο. Με την αυγή, ο ίσκιος του καθεδρικού και η φωνή της «Μαρία Αγκόλα», ξαναγεννιόνταν, έφθαναν μέχρις εμένα και με άγγιζαν. Βγήκα. Θα φεύγαμε πλέον.
Ο Γέρος μου έδωσε το χέρι.
«Θα ιδωθούμε» μου είπε.
Τον είδα χαρούμενο. Λίγο πιο πέρα, ο πόγκο, όρθιος, ακουμπούσε στον τοίχο. Το σκισμένο του πουκάμισο άφηνε να φανεί μέρος του στήθους και του μπράτσου του. Ο πατέρας μου είχε ήδη ανεβεί στο καμιόνι. Πλησίασα τον πόγκο και τον αποχαιρέτησα. Δε φάνηκε και τόσο έκπληκτος. Τον αγκάλιασα χωρίς να τον σφίξω. Έκανε μια να χαμογελάσει αλλά κλαψούρισε αναφωνώντας στα κέτσουα: «Παιδάκι μου, φεύγεις πια, φεύγεις τώρα. Τώρα πια φεύγεις!»
Έτρεξα προς το καμιόνι. Ο Γέρος σήκωσε και τα δύο μπαστούνια σε μια κίνηση αποχαιρετισμού.
«Έπρεπε να είχαμε πάει στην εκκλησία της Εταιρίας!» είπε ο πατέρας μου όταν ξεκίνησε το καμιόνι. Έχει κάποιοι εξώστες κοντά στην άγια τράπεζα, μάλιστα γιε μου, κάτι σκαλιστοί εξώστες με χρυσά καφασωτά που κρύβουν τα άτομα που ακούν από εκεί την λειτουργία. Ήταν για τις έγκλειστες. Αλλά ξέρω ότι εκεί κατεβαίνουν, με το χάραμα, οι μικρότεροι άγγελοι και πετάνε τριγύρω, τραγουδώντας κάτω από τον τρούλο, την ίδια ώρα που κρούουν τη «Μαρία Αγκόλα». Η χαρά τους βασιλεύει στο ναό για το υπόλοιπο της μέρας.
Είχε ξεχάσει τον Γέρο, τόσο βιαστικό στο να μας διώξει, πριν την λειτουργία θυμόταν μόνο την πόλη, το αγαπημένο του Κούσκο και τους ναούς.
«Μπαμπά, ο καθεδρικός είναι ικανός να κάνει κάποιον να υποφέρει» –του είπα.
«Για αυτό οι Ιησουίτες έχτισαν την Εταιρία. Αντιπροσωπεύουν τον κόσμο και τη σωτηρία».
Στο τρένο πια, όσο έβλεπα την πόλη να μεγαλώνει στην φωτιά του ηλίου που έπεφτε πάνω στις σκεπές και στους τρούλους από πέτρα κι ασβέστη, ανακάλυψα το Σακσαϊουαμάν, το οχυρό, πίσω από το βουνό όπου είχαν φυτέψει τους ευκαλύπτους.
Σχηματίζοντας τεθλασμένες γραμμές, τα τείχη στέκονταν πάνω στην πλαγιά, ανάμεσα στο σταχτί του χορταριού. Κάτι μαύρα πουλιά, όχι τόσο μεγάλα όσο οι κόνδορες, έκαναν γύρους, ή ρίχνονταν από το βάθος του ουρανού πάνω στις γραμμές των τειχών. Ο πατέρας μου είδε πως θαύμαζα τα αρχαία και δεν μου είπε τίποτα. Πιο ψηλά, όταν το Σακσαϊουαμάν εμφανίστηκε περιζώνοντας το βουνό, και μπορούσε κανείς να διακρίνει τον στρογγυλό και καθόλου κοφτερό περίγραμμα στις γωνίες των τειχών, μου είπε:
«Είναι όπως οι πέτρες του Ίνκα Ρόκα. Λένε ότι θα παραμείνουν μέχρι την ημέρα της εσχάτης κρίσεως, γιατί εκεί κάνει ο αρχάγγελος τη σάλπιγγα να ηχήσει».
Τον ρώτησα τότε για τα πουλιά που έκοβαν γύρους πάνω από το φρούριο.
«Πάντα είναι εκεί» μου είπε. «Δεν θυμάσαι ότι ουαμάν σημαίνει αετός; “Σάκσαϊ ουαμάν” σημαίνει “αετός χορτάτος”».
«Χορτάτος; Θα χορτάσουν με τον αέρα».
«Όχι, γιε μου. Δεν τρώνε. Είναι οι αετοί του φρούριου. Δεν έχουν ανάγκη τροφή, παίζουν από πάνω του. Δεν πεθαίνουν. Θα ζήσουν ως την μέρα της εσχάτης κρίσεως».
«Ο Γέρος θα παρουσιαστεί αυτή τη μέρα χειρότερος από ότι είναι, ακόμα πιο ζοφερός».
«Δεν θα παρουσιαστεί. Η έσχατη κρίση δεν αφορά τα δαιμόνια».
Περάσαμε την κορυφή. Φτάσαμε στην Ισκουτσάκα. Εκεί νοικιάσαμε άλογα για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας για το Αμπανκάι. Θα πηγαίναμε από την πάμπα του Άντα.
Ενώ καλπάζαμε στην τεράστια πεδιάδα, έβλεπα το Κούσκο: τους τρούλους των ναών στο φως του ηλίου, την μακρόστενη πλατεία όπου τα δέντρα δεν μπορούσαν να μεγαλώσουν. Πώς αναπτύχθηκαν τότε οι ευκάλυπτοι στις πλαγιές του Σακσαϊουαμάν; Οι φιλάργυροι άρχοντες είχαν μήπως δηλητηριάσει με την ανάσα τους την γη της πόλης. Κατοικούσαν στις παλαιές επαύλεις από τον καιρό της ισπανικής κατάκτησης. Θυμήθηκα την εικόνα του μικρού σεντρόν στο σπίτι του Γέρου.
Ο πατέρας μου πορευόταν ήρεμος. Στα γαλάζια μάτια του βασίλευε η χαρά που αισθανόταν κάθε φορά που άρχιζε ένα μεγάλο ταξίδι. Το μεγάλο του σχέδιο είχε ναυαγήσει, μα τώρα καλπάζαμε. Η μυρωδιά των αλόγων μάς γέμιζε χαρά.
Το απόγευμα φτάσαμε στην κορυφή των οροσειρών που πλαισιώνουν το Απουρίμακ. «Ο θεός που μιλάει» σημαίνει το όνομα αυτού του ποταμού.
Ο ξένος το ανακαλύπτει σχεδόν ξαφνικά, έχοντας μπροστά στα μάτια του μια ατελείωτη αλυσίδα από μαύρες οροσειρές και αιώνια χιονισμένα βουνά που εναλλάσσονται. Ο ήχος του ποταμού Απουρίμακ διαχέεται και φτάνει από την άβυσσο στις κορυφές, σαν ένα βουητό από το διάστημα.
Το ποτάμι τρέχει ανάμεσα σε μελανούς δρυμώνες και πέπλα από καλαμιώνες που φυτρώνουν μόνο σε καυτό χώμα. Οι καλαμιώνες έρπουν στις απόκρημνες πλαγιές ή κρέμονται στους γκρεμούς. Ο διάφανος αέρας του υψομέτρου γίνεται πιο πυκνός στα βάθη της κοιλάδας.
Ο ταξιδιώτης μπαίνει απότομα στην χαράδρα. Η φωνή του ποταμού και το βάθος της σκονισμένης αβύσσου, το παιχνίδισμα του μακρινού χιονιού και τα βράχια που αστράφτουν σαν καθρέφτες ξυπνούν στη μνήμη του πρωτόγονες αναμνήσεις, τα πιο αρχέγονα όνειρα.
Καθώς κατεβαίνει στο βάθος της κοιλάδας, ο ταξιδιώτης που μόλις έχει φτάσει, αισθάνεται διάφανος, σαν κρύσταλλος στο οποίο πάλλεται η οικουμένη. Έντομα που βουίζουν εμφανίζονται στα τροπικά μέρη, σύννεφα από δηλητηριώδη κουνούπια καρφώνονται στο πρόσωπο. Ο ταξιδιώτης που κατάγεται από τα ψυχρά μέρη, πλησιάζει το ποτάμι, παραλοϊσμένος, με πυρετό, με πρησμένες τις φλέβες. Η φωνή του ποταμού δυναμώνει, χωρίς να είναι εκκωφαντική, δημιουργεί μια αίσθηση ανάτασης. Τα παιδιά τα αιχμαλωτίζει, τα κάνει να έχουν προαισθήματα για άγνωστους κόσμους. Κοντά στο ποτάμι τα λοφία από τις καλαμιές αναδεύονται. Η ροή του πορεύεται λες και βηματίζουν άλογα, μεγάλα άγρια άλογα.
–Απουρίμακ μάγιου*! Απουρίμακ μάγιου! –επαναλαμβάνουν τα παιδιά που μιλάνε την κέτσουα, με τρυφερότητα μαζί και κάποιο δέος.
*Mayu, ποτάμι στα κέτσουα.