Κόσμος φωτόμορφος
άσμα ασμάτων ζωντανά τα στήθεια
σπάνε της σάρκας τα θηλύκια
χύνονται στη νύχτα ηλιοτρόπια
φωτίζουν το μαγαζί ως τα βαλτοτόπια
*
Πελώριος ενθουσιασμός
Στη σκιά της Ακρόπολης)
Μπαίνεις από το ακρόπυλο της Οικουμένης
ψαλτήριο μέγα των κιόνων
αντικρίζεις μετώπες αετώματα αιώνων
βάθρο θεών ανάερο θαυμάζεις μένεις
Σχεδόν θεϊκά μας χαρίζονται επεισόδια
κοπές από αρχαίους ουρανούς
βαρύ στον ώμο χέρι μπαίνεις με πόδια εισόδια
λοξές αναλαμπές το μάρμαρο ξυπνά ο νους
Πυκνός ουρανός πυκνό το τραγούδι του Παρθενώνα
ίχνη από βήματα τον αρχαίο βράχο ξυπνούν
σμήνος οι μνήμες στ’ αυτιά σου ηχούν
νέα είναι όλα κι εσύ παιδί του πιο αρχαίου αιώνα
Και ξανακάνουμε τη διαδρομή
χίλιες αγκαλιές του κυανού επιδρομή
με μπουκιές χρυσό φως
πελώριος ο ενθουσιασμός
Άσε την ψυχή σου να προκόψει πως
Άσε την να πιει το χρόνο της
Άσε την να ανοίξει να χορτάσει φως
Κι άσ’ την το σώμα της να σιγουρέψει θρόνο της
πλούτος να μπει στο τραγούδι πελώριος ενθουσιασμός
*
Υπνοφορία Μυκηνών
Εξηγά του Ερεχθείου το ανάερον
τα ελγίνεια μετρά πειστήρια
και τ’ άλλα μάρμαρα
στου χρόνου τα χυτήρια
λέει: η Καρυάτιδα που λείπει
κι αν έφερε στις αδελφές της λύπη
Δεν είναι δική τους είναι του Μπάιρον
*
Άστρα ψυχής
Στου κόσμου την καλλονή που κατατρίβει
σμήνος η σκνίπα μαύρο χιόνι της το κρύβει
ποιο τάχα αίσθημα την τέρψη κλέβει
πρωιού που την ξυπνά το φως και την παιδεύει
Είθε στην κάθε μέρα της η καρδιά της ν ’ανοίγει
κι άλλο τα φύλλα κι η αγάπη ώριμα να τη σμίγει
Κι ως άλλοτε σε μακρινές σπηλιές έλαμπες, φίλη,
χρυσά τα κύπελλα της ψυχής σου να γεμίζουν μέθυ και αστραπές
*
Omnia vincit amor
Και στα πιό σκοτεινά του κόσμου γυρίσματα
από μιας αρχής, από τα πιο αρχαία βήματα
κυβερνά ιδιοσυγκρασία
Βάζω στα λόγια υγρασία
Τώρα είναι πιο δεινή η θέση, τώρα στο λιόγερμα
που ο πανικός τη δύσης εικονικά τα δείχνει μα την αλήθεια
και χάνουμε την ουσία-το χέρι ψάχνει για μεδούλι-
Βάζω στα λόγια υγρασία
Που πέφτει το όνειρο με ίδιες λέξεις
κάνει να μοιάζουν και οι εικόνες;
Ή έχει ο χρόνος μια χροιά που όμοια βάφει
καταπραΰνουμε των πόνων τα βάθη
κι αντλούμε από την ίδια εστία φωτιάς
και ηδονές που ανεβάζει καυτός νοτιάς
Κι όπως διαβάζουμε τον κόσμο δια του ανθρώπου
ψάχνοντας στο τραύλισμα τι θα πει τ όνειρό του
αρχαία φωτιά νέα φωτιά ξανακοιτάμε
το αίνιγμα συχνορωτούμε
Δε θα πει μ αυτό το συχνοανέβασμα πως βατός ο δρόμος
Τρέχει από τα νύχια μας ο χρόνος
Μη ζητάς ό,τι δεν πέτυχαν οι αιώνες να το πετύχεις μόνος
Τρέχει από τα νύχια μας ο χρόνος.
Ακόνι του θανάτου τροχίζει νου κα νου.
Κάλυκες
*
ΦΩΤΟΧΡΩΜΑ
Η σκληρή άνοιξη ανοίγει με αίμα
Με τον τρόπο που μιά ακτίνα “αχνοφαίνεται ”
πάνω σε μιάν άλλη ακτίνα
θα υπερασπίσω τα νερά της αθανασίας
ως ύδασπις και ως αναισθητική αποτίμηση
Τεντωμένα τόξα θανάσιμες σαΐτες υπερασπίσεως
του φλεγόμενου από τις εννιά μούσες τού Ελικώνα.
Είναι λειτουργός τους είναι ο πρίγκηψ αιθέριων κρίνων
βουτά το χρωστήρα στην ίριδα στάζει λουλάκι το πινέλο
ευωδιάζουν τα ία στάλες νέκταρ και φώς
περνούν τη φύση στων εικόνων το βάθος
και την υψώνουν στο μή περαιτέρω.
Υπερβάσεις χρίει, χρησμούς του υπερεπέκεινα
υψωμένους στο χρόνο του χρωστήρα
σε Σινά ψηλορείτικο που σκιάζει το Χάντακα
όταν τα πολυκάντηλα του Άη Μηνά παίρνουν φωτιά.
Με σταυρό είτε λάβρυ από το “Φόδελε” κι ως το Τολέδο
οι αποκαλύψεις του θα ταρακουνήσουν γη κι ουρανό
και ξέρει ο μαΐστωρ να τα αντιρροπεί
να τα κρατά στην επιφάνεια με δομή νικητήρια
Είναι οι πέντε φούγκες σε πέντε ζάλους.
Επειδή ήρθε όνειρο;
-Επειδή είναι μυστικές αποθεώσεις
που επισυμβαίνουν σε μετώπες σε τέμπλα σε αψίδες
στα πολυστώα τα προστώα
και όπου το πλασίδι της γης παίρνει φόρα να πετάξει
Για τη διαλεκτική του μάρμαρου του χρώματος της μελάνης
πλέγμα και ιστός
έχουν του κυνηγότοπου την ενόρμηση
που κολυμπάει στην κιμωλία και στο γρανίτη
Γιατί η προσπέλαση συμβαίνει με ένα τρόπο
που έχει να κάνει
με του ανθρώπου τα στήθια
που όσο γι αυτό αντέχουν
και είναι εύψυχα και χρονοδίαιτα.
Επειδή πέτρινη φλόγα εικονίζω
επειδή Μένεγο το χρώμα σου είχε γεύση χουρμά
-σείονται οι εσωτερικές φοινικιές των σωμάτων.
Πώς ακαριαία διαψεύδονται όλα
όταν μιά εξωτερική αιτία
έχει πιάσει τόπο στην εσωτερική σου ζωή
γίνονται αβέβαια αδιόρατα άφαντα
καταλύονται οι στηρικτικές φωνές
πέφτοντας από ύψος αυτοπεποίθησης που παρείχαν.
Η σκληρή άνοιξη ανοίγει με αίμα
Ξαναήρθε κι έλαμψε
φώς ξανά στα κείμενα.
-Είναι ανατολή νοήματος αυτού που δεν δύει ποτέ;
*
ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Νομίζαμε ότι ήταν το άπειρο όταν μόνο είχαμε φτάσει στο μηδέν
τότε που ο ζυγοστάτης έδειχνε μια ισορρόπηση
τότε που οι βυθοί απότομα έδειξαν άλλα ύψη .
Κβαντισμένο συμβάν παράδοξα αρπίσματα
κομμάτι από άνεμο που σμιλεύτηκε σε γρανίτη
αποφασιστικότητα και θέληση στο έπακρο συγκινημένη
στρέφει το χρόνο προς τα μέσα
αφού επίμονα κοίταξε έξω και εκεί έξω.
Χορός γύρω από φωτιά
ιλαρές σκιές βαθιά στα μάτια
σφιχτοδεμένα χέρια τρέχει σα λάβα το αίμα
στον κύκλο αυτό
ένας εαυτός πολλοί εαυτοί και γίνεται ένα.
Αυτό που ήσουν γίνεσαι αυτό που είσαι έλευση.
Άδυτη προσωπογράφηση έντασης εσωτερικής
το μέσα άγαλμα, Πρόσωπο
μιας πορείας που βυθίζεται
με συγκίνηση εσωτερικό ρυθμό και αναστοχασμό
Ναός του λυρισμού συμφωνία
άναβε ήλιος κβάντα
(το ποίημα όσο ο παρατηρητής το παρατηρεί
είναι παλμός είναι και σώμα
κατορθωμένο σώμα , ανέμου σώμα
αδιόρατη σμίλη χρόνου πάνω σε γρανίτη
ιδρυτική στιγμή).
Διέσχιζα ένα τοπίο περιστοιχισμένο με ξιφολόγχες
κοίταξα επίμονα το μαύρο.
Και τα κουπιά δε σάλευαν, κωπηλατούσα ακίνητος για χρόνια
ταξιδεύοντας στην καρδιά του χρόνου.
Και το τοπίο δε σάλεψε
Σε κάθε ανατολή μια δύση
Γη νωπή νεοζωγραφισμένη
ανέβαινε κι ανέβαινε στα μάτια μου
κρουστή εικόνα αγάπη βαθιά εγκάτων σάλαγος
έγινε στα χείλη αθέλητα προσευχή
Ακμές κρύσταλλου
στο σιντριβάνι του χρόνου αναβρυτήρι πνευματικής χαράς
Από του συμβολισμού τα βάθη η μουσική αναβλύζει
μαζί με τα συμβολά της
Η γρήγορη ακίδα του χρόνου η λιγότερο γρήγορη και η ακίνητη σχεδόν
και πίσω από το ρολόι ο αδιαπέραστος τοίχος των αιώνων
μάς κάνει να κοιτάξουμε μέσα μας πίσω μας στο μέλλον στην αρχή
Εσωτερικό στήριγμα Ανθρώπινη κωμωδία
άποικοι του σύμπαντος της μελαγχολίας
Δεν πρόκειται γι αυτό. Το όλο ζήτημα είναι
να αγαπήσουμε κάποιες στιγμές που πήραμε απόφαση
να σταθούμε μπροστά στον υπολογιστή μας, όπως όταν
συναντάμε κομμάτια σαν από το ρυθμό ζωντανού χρόνου
Στην ίδια όψη μονογραφείται εαυτός σε βαθύ εαυτό
όπως σε εκείνα τα σιντριβάνια από στέρνα σε πιο χαμηλή στέρνα
αρτεσιανά συγκοινωνούντα και σαν σε γκέυζερ
«Τα φύλλα ξαναγυρνούν στα δέντρα
τα πουλιά βυθίζονται στα σκοτεινά φυλλώματα σαν αστραπές
καφέ Γκρέκ ναυτικοί κόμποι σιδηρές αψίδες
Φιλιατρό και γκρεμός ένα. Πρωτοπηγή πηγάδα σε γκρεμό
ζωντανό νεράκι Ιπποκρήνης
τσαλαβουτάνε κύκνοι και αλκυόνες
Αντί να κοιτάς τις πυραμίδες σαν παρελθόν δες τες σαν μέλλον
θα ζήσουν περισσότερο από όσο έζησαν ήδη
τις έχει φοβηθεί ο χρόνος ώρα που μια καρφίτσα
μια ακίδα αγκαθιού γίνεται πιό επίφοβη
από μιά ατομική βόμβα ( ατομική η μαζική;)
Αισθητική της δημιουργίας: έννοια της δύναμης
έννοια του συμβόλου
στα πλαίσια της συνείδησης η δύναμη ονομάζεται αίσθημα
Κι εσάς άστρα εγώ δε σας προσκάλεσα
στο γαμήλιο αυτό κοιτώνα με την ποίηση εκείνης;
Ποιος ποτίζει τον ουρανό; Ποιος μαθαίνει στο νερό
να ανέρχεται και να πέφτει σαν βροχή αστρολούλουδα;
Διέλαση υπόστασης, ησυχίας σφυρήλατα άνθη
Πετάω πέτρες της σιωπής τις τρώει δε χορταίνει
Ερωτοποιητικά μετατοπίζεις αισθήσεις αισθήματα
Χρυσές γιρλάντες
Αστάθμητα μακρύνονται από τη στάθμη της θάλασσας
Μα εγώ θέλω να πω για τα δικά μας
Όταν φευγαλέες εντυπώσεις όταν σαγήνες
Και δεν χωράνε σε λογικής νόημα,
Όμως γεμάτες λογική και νόημα
Μα εγώ θέλω να ονειρευτώ για τα δικά μας
Πού ξάφνου σαν άγαλμα φωτιάς οι αυγές αυγάζουν σαν πουλιά
«αυγάζει ξάφνου ένα πουλί μα τα κορμιά έχουν σβήσει»
Αδρή γλυπτική των ήχων
Σχεδόν αγγίζαμε το φεγγάρι που σχεδόν γαμογελούσε
Λες και το είχαμε γαργαλήσει στις μασχάλες
Στο δίχτυ της φεγγαρομέρας του
Ατέλειωτες τσιπουροκατανύξεις
Γιατί μας σκούντηξε ένας ψίθυρος: σύντομη η ζωή, έλεγε
(τώρα Βασίλη έχεις φύγει)
στιγμή που έσκυβε και φίλαε
εναλλάξ τους καρπούς των χεριών του.
-Το δέρμα της μουσικής τραντάζεται
τάμ τάμ νυχτερινό αιώνιο
νόμος της ζούγκλας
νομάδες στο άγνωστο εμείς ρουφάμε μεδούλι της θλίψης
μελαγχολικό βυζί στον κόρφο σου άνεμος σκοτεινός μελανό γάλα)
Τα κορδόνια μου δένω στο γηπεδό σου μπαίνω
Είναι το γρασίδι στεγνό ,τσιγγουνιές στο νερό;
Τα κορδόνια μου λύνω φεύγω σ αφήνω
Πλήρωσα το λογαριασμό ρίξε λίγο νερό
Τα κορδόνια μου δένω επιμένω επιμένω
Χίλια χρόνια περιμένω Στις παραλίες της ζωής
Κι έτσι ένα δηλαδή ένα επειδή γίνεται στοιχείο ύφους
Σχήμα υπερβατό που κάνει το ύφος υψηλόν
Πολιτισμοί χτισμένοι πάνω στη θάλασσα όνειρο στο κύμα
Τοπίο της γέννησης: άβυσσος δημιουργίας-
Πάνω στον καμβά του αιώνιου
Κεντά το εφήμερο άλγος
Αστραπή, κεραυνοβόλο όνειρο το ξάφνου-
Άρπισμα ηχάδι γιατί αστερισμός λύρας υπάρχει.
Πεντακόρυφα βροντής
Αστράφτουν κορφές πορφυρένιες
Εκεί που όλα είχαν χαθεί
Ήρθε και στάθηκε δίπλα μου
Η αγαπημένη
Επιβεβαιώνοντας το: «όταν όλα θα έχουν χαθεί
Θα βρούμε το άπειρο». Και ναι ήταν εκεί
Μπροστά μας το άπειρο
Φωτοστέφανο σα φέτα λεμονιού.
Τεντώνει το λαιμό του
Σαν ο μακρυλαίμης έφηβος
Του Μοντιλιάνη
Για να δεί στα αστέρια
Κάτι που έπρεπε να βρίσκεται
Στη γή
Ήχος κιθάρας
Είχε πετάξει από κάποια
Αόρατη γωνιά ή από πού;
Πέρασμα η τέχνη
Φρεσκοστρωμένοι δρόμοι
Ανέμεναν να τους πρωτοπατήσω
Άστραφταν τα χαλίκια με στράβωναν
Σαν έπεσε η άσφαλτος δεν μου έκαιγαν πιά τα μάτια
Στρεφόταν προς το χρόνο κεντρόφυγα
Στη θεματική εντολή αφιερωμένος εξαιρετικά
Προλαβαίνοντας το μέλλον
Ελατήριο πάθος δημιουργίας νέα επαγγελία
Πρόζα εσωτερικής ολοκλήρωσης
Τα ιδρυτικά φράγματα δεν έχουν φανερούς δρόμους
Οι αερόλιθοι κρατήθηκαν μακριά με τη μεσολάβηση
Η παρηγοριά στα μεγάλα βουβά πάθη είναι μονοσύλλαβη
Ίσως επειδή με τίποτα δεν πιάνει. Όλα εκεί είναι προδοσία
Αν εξαιρέσεις το ραγισμένο σπαραγμένο άφωνο τοπίο
Με μόνο την κραυγή της χαράδρας
Όψεις, ιστορικότητα εξ ονόματος του καιρού σου
Σύνδεση που ενώνει την άνοδο με την κάθοδο
Τον καλλιτέχνη και τη ζωή, τον ποιητή και το χρόνο.
Αισθητικό φόντο να ακουμπήσεις
Πυροβολισμός στη δημοσιά Το ένα προφίλ πάνω στο άλλο
Και τώρα που δεν έχω χρόνο για τον ποιητή
Δεν έχω ζωή. Έχω θάνατο.
Συγκοπτόμενο σαν να μην θέλει να ανασάνει
άλλο από τον αέρα αυτό ξαναμετρώντας τον
Με κρυφό πυρετό διανοίγει εσωτερικά ψύχραιμα
Με αμμοβολή σε γρανιτώδες υλικό αποφασιστικά
αερόλιθος και φωτιά κυριεύει τα μάτια μας:
Πρωτογένεια αυτόγραφη.-
Αργυρά τόξα στον παλμό του κίονα
ένοιωσες τον τρελό σφυγμό
από τη φλέβα του καλλιτέχνη
μεταφερμένο στο μάρμαρο
Ήταν τότε που τράκαρες για τα καλά
το μαύρο μάρμαρο κατά μέτωπο
ώστε μετώπες μέτωπο ταυτόν
κι αντικρίστηκαν ανισόπεδα βουνά ονειρεμένα:
Στην κοιλάδα της φεγγαρομέρας
γύρω μας χόρευαν βουνοκορφές λόφοι
χαζεύοντας τη μυρμηγκιά των ανθρώπων
στο σεληνόφως
Φεγγαροποντή μετάλλαζε των τοπίων την όψη
εξαργύρωνε σε ασήμι
Ανέβαινε από των κυμβάλων τα κλειδιά
ασήμι ήχων ξανά προς τη σελήνη
αργυρόηχη λαλιά πίναμε
πίναμε και πίναμε όνειρο ορεινό.