Οι σελίδες που ακολουθούν αφηγούνται τη διαδοχή των δραματικών γεγονότων που σημάδεψαν την ταραγμένη κατοχική διετία 1943/1944 στην Αθήνα και τον Πειραιά μέσα από το πρίσμα της δράσης δύο βασικών ενόπλων αντιστασιακών οργανώσεων –του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) και της Οργάνωσης Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα (ΟΠΛΑ). Φιλοδοξώντας να αποτελέσει μια πρώτη καταγραφή των αιματηρών γεγονότων που σημάδεψαν την τελευταία φάση της γερμανικής κατοχής στο χώρο της πρωτεύουσας, το ανά χείρας βιβλίο θέτει κάποιους βασικούς προβληματισμούς που αφορούν την πολιτική του ΕΑΜ/ΚΚΕ στην πρωτεύουσα από την ανασυγκρότηση των κομματικών οργανώσεων το καλοκαίρι του 1941 μέχρι την Απελευθέρωση. Συγκεκριμένα, μέσα από ποιες διαδικασίες η κομματική και εαμική ηγεσία οδηγήθηκε στην απόφαση συγκρότησης ενόπλων τμημάτων σε κατεχόμενο αστικό περιβάλλον, ποιους στόχους εξυπηρετούσε αρχικά ο ΕΛΑΣ Αθήνας και ποιους στη συνέχεια και ποια η σχέση της ένοπλης δράσης με τον συνδικαλιστικό-πολιτικό αγώνα στην κατεχόμενη Αθήνα και τέλος, πώς ξεκίνησε και πώς εξελίχθηκε ο ανελέητος πόλεμος με τους κατακτητές, τους ένοπλους συνεργάτες τους και τις αντίπαλες, δοσιλογικές ή μη, οργανώσεις. Ο ΕΛΑΣ Αθήνας, ένα διακριτό και παραγνωρισμένο κεφάλαιο της κατοχικής ιστορίας, θα μας απασχολήσει ως προς την οργανωτική του διάρθρωση και τη μαχητική του δράση, τη στελέχωση, την ιδεολογική του συγκρότηση, την κοινωνική του βάση και την ηλικιακή του σύνθεση –πάντα στο βαθμό που μας επιτρέπουν τα υπάρχοντα στοιχεία.
Ξεχωριστή αναφορά θα γίνει, μετά από εξαντλητική μελέτη των έτσι κι αλλιώς ελάχιστων πηγών, στη δράση της ΟΠΛΑ. Μέσα από την αξιοποίηση δικαστικών τεκμηρίων και επιλεγμένων προφορικών μαρτυριών, θα επιχειρηθεί μια πρώτη ανάλυση της φυσιογνωμίας μιας εκ των πλέον μυθοποιημένων και, αντίστροφα, δαιμονοποιημένων, οργανώσεων της ελληνικής ιστορίας. Σε επίπεδο περιγραφής, δεν θα επιδιώξουμε κάτι παραπάνω από μια ιχνηλασία των αποτελεσμάτων της δράσης της αφού, όπως είναι φυσικό, τα γεγονότα που είναι δυνατόν να διασταυρωθούν δεν επαρκούν (και ούτε θα επαρκέσουν ποτέ) για μια εξαντλητική παρουσίαση του θέματος. Παρόλ’ αυτά, είναι δόκιμο να χρησιμοποιήσουμε όσα η έρευνα μας αποκαλύπτει ως υπόθεση εργασίας για μια σειρά καίριων ερωτημάτων: Ποια ήταν η οργανωτική σχέση ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ και ποια τα διακριτά χαρακτηριστικά των δύο οργανώσεων; Ποιο ρόλο διαδραμάτιζε μια οργάνωση «περιφρούρησης» στην Αθήνα του ’44 και ποιο περιεχόμενο αποκτά αυτός ο όρος στις πηγές; Ποιοι στελέχωναν την ΟΠΛΑ και πώς στρατολογούνταν τα μέλη της; Πώς και με ποια κριτήρια επιλέγονταν οι ανθρώπινοι στόχοι; Λειτουργούσε ως κλειστή κομματική αστυνομία ή αποτελούσε μια ακόμα εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση ευρείας βάσης με «ειδικότερα» καθήκοντα, μυθοποιημένη λόγω των πανίσχυρων κανόνων συνωμοτικότητας που επιβιώνουν στην σημερινή άτυπη omerta των βετεράνων της;
Σε ό,τι αφορά τους αντιπάλους, θα επιχειρηθεί η προσέγγιση των βασικότερων ενόπλων μηχανισμών του κατοχικού κράτους, ήτοι των βασικών εχθρών του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στην Αθήνα –Τάγματα Ευζώνων, Ειδική Ασφάλεια, Χωροφυλακή, Αστυνομία Πόλεων (Μηχανοκίνητο Τμήμα)–, και μια συνοπτική περιγραφή της πανσπερμίας των δοσιλογικών οργανώσεων αλλά και του «μωσαϊκού» των μη εαμικών αντιστασιακών οργανώσεων των Αθηνών σε μια «κατ’ αντιπαράσταση» προσπάθεια κατανόησης της εχθρικής στάσης του ΕΑΜ απέναντί στις τελευταίες. Στις ποικίλες αποχρώσεις του εν Αθήναις κατοχικού εμφυλίου, μας ενδιαφέρουν κυρίως εκείνες οι οργανώσεις που ήρθαν σε ευθεία σύγκρουση με το ΕΑΜ, είτε λόγω της δύναμης τους σε απόλυτους αριθμούς και οπλισμό είτε λόγω της σταθερής, σχεδόν πολεμικής, αντικομουνιστικής τους τοποθέτησης, όπως η Χ και το «προδοτικό» κομμάτι του ΕΔΕΣ Αθηνών. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η συμπεριφορά των μικρών αθηναϊκών οργανώσεων (ΠΕΑΝ, ΕΣΑΣ, Εθνική Δράση, Εθνικό Κομιτάτο κ.ά.) που απέφευγαν συνειδητά να μπουν στη λογική του ολοκληρωτικού πολέμου διατηρώντας αποστάσεις τόσο από τους «αναρχοκομουνιστές» όσο και από τους «γερμανόδουλους Τσολιάδες» . Για το ΕΑΜ αυτές οι οργανώσεις εντάσσονταν φυσικά συλλήβδην στους «εθνοπροδότες» αλλά η απόσταση ανάμεσα στους πραγματικούς και τους λεκτικούς μύδρους ήταν στην προκειμένη περίπτωση μεγάλη και η συμπεριφορά του ΕΑΜ ποίκιλε ανάλογα με τις συνθήκες. Το κεφάλαιο των «πολιτικών δολοφονιών» είναι αναμφίβολα το πιο ενδιαφέρον αλλά και το πιο ολισθηρό στην παρούσα εργασία.
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ
Στην περίπτωση της πολυδιαβασμένης δεκαετίας του 1940-1950 που θέλγει τους ιστορικούς με κλιμακούμενη (αντί για εξαντλούμενη) ένταση, ελάχιστες γεωγραφικές ενότητες έχουν πλέον μείνει εκτός έρευνας. Μια από αυτές είναι ο χώρος της πρωτεύουσας.
Η Αθήνα είναι μια περίπτωση ξεχωριστή για λόγους που αφορούν την ίδια την κατοχική πραγματικότητα. Ο διοικητικός μηχανισμός που προέκυψε μετά την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς επιτάχυνε τις διαδικασίες οικονομικού και πολιτικού συγκεντρωτισμού γύρω από τις πόλεις. Στις συνθήκες της ξένης Κατοχής, μικρά και μεγάλα αστικά κέντρα απέκτησαν πολλαπλάσια σημασία για τα κατοχικά στρατεύματα: Στην Αθήνα οι Γερμανοί εγκατέστησαν το σύνολο των στρατιωτικών και πολιτικών υπηρεσιών τους, αναδεικνύοντάς την σε ζωτικό πυρήνα της δομής κατοχικής εξουσίας σε όλη την χώρα. Το λεκανοπέδιο μεταβλήθηκε σε πλήρως ελεγχόμενη ζώνη, με πυκνή παρουσία γερμανικών και ιταλικών στρατευμάτων που επηρέασαν την καθημερινότητα, τις συναλλαγές, τις κοινωνικές σχέσεις, τους ρυθμούς της αστικής ζωής, ενώ η εκμετάλλευση του παραγωγικού πλούτου μέσω της επίταξης των περισσότερων εργοστασιακών μονάδων, επέφερε αναδιάταξη των σχέσεων παραγωγής, παρήγε οικονομικές συμπεριφορές και απελευθέρωσε κοινωνικές εντάσεις που συνάντησαν στην πορεία τα προτάγματα του ΕΑΜ αποκτώντας χαρακτηριστικά ενός μαζικού, δυναμικού κοινωνικού κινήματος.
Έτσι, ο χώρος της πρωτεύουσας έγινε σύντομα το «θέατρο μιας αμφίδρομης σχέσης ανάμεσα στην παρανομία και τη νομιμότητα» αφού για τους ίδιους λόγους που γεύτηκε πιο έντονα τη σκλαβιά, η Αθήνα γνώρισε από την πρώτη στιγμή την αυθόρμητη και οργανωμένη αντίσταση. Όλες ανεξαιρέτως οι αντιστασιακές οργανώσεις που επιβίωσαν για μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, από αυτές που σήμερα αναγνωρίζουμε ως πανελλήνιας εμβέλειας (ΕΑΜ, ΕΔΕΣ) έως τις πιο βραχύβιες ομαδοποιήσεις ιδρύθηκαν στην Αθήνα για να επεκταθούν αργότερα στην ύπαιθρο ή να περιοριστούν στα όρια της πρωτεύουσας. Είναι πέρα από αμφισβήτηση πως ορισμένες από τις ηρωικότερες σελίδες της Εθνικής Αντίστασης γράφτηκαν στα αστικά κέντρα σε συνθήκες απόλυτης παρανομίας και με ελάχιστη ελευθερία κινήσεων: «Ο αγώνας έγινε και γίνεται στα πεζοδρόμια της Αθήνας…Δεν ξέρει κανένας από αυτούς που είναι στο βουνό τι θα πει να γυρνάς με το πιστόλι στην τσέπη μες στην Αθήνα, τι θα πει κατοχή, Γκεστάπο, Felgendarmerie, τριτοβάθμια ανάκριση SS, καραμπινιερία, πεζοδρόμιο, διαδήλωση, μοίρασμα προκηρύξεων, βάψιμο, νυχτερινές επιχειρήσεις, γερμανική περίπολος με πολιτικά» . Με κριτήριο την ένταση της τρομοκρατίας και τον αριθμό των εκτελέσεων, η Αθήνα έρχεται δεύτερη μετά την Βαρσοβία. Μια συντηρητική καταμέτρηση υπολογίζει πως στη Βαρσοβία έχασαν τη ζωή τους σε «τακτικές» εκτελέσεις κάπου 8.000 άτομα από τον Οκτώβριο 1943 έως τον Ιούλιο 1944, ενώ στην Αθήνα 3.000 από τον Νοέμβριο του 1943 έως τον Οκτώβριο του 1944 .
Σε κοινωνικό επίπεδο, τα στρώματα του πληθυσμού ριζοσπαστικοποιούνται και συσπειρώνονται γύρω από οργανώσεις και φορείς που αρχικά ρίχνουν το μαγικό σύνθημα της «επιβίωσης» δρομολογώντας προοδευτικά μια κατεύθυνση ανοιχτής ρήξης με το κατοχικό καθεστώς. Μια ακριβής εσωτερική περιοδολόγηση της ΕΑΜικής δράσης στην Αθήνα κρίνεται εδώ σκόπιμη: Η περίοδος από τα μέσα του 1942 έως το καλοκαίρι του 1943 χαρακτηρίζεται από επικάλυψη μορφών νόμιμης και παράνομης πάλης που χαρακτηρίζει κάθε μορφή της «αντίστασης των πολιτών» στην κατεχόμενη Ευρώπη . Ο αγώνας είναι κατά κύριο λόγο συνδικαλιστικός –με οικονομικά κυρίως αιτήματα– και τα μέσα διεξαγωγής του εξαντλούνται σε μορφές άοπλης, μαζικής διαμαρτυρίας, δηλαδή απεργίες, συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις στις οποίες πρωταγωνιστούν οι φοιτητές και ακολουθούν οι εργαζόμενοι. Πολλοί θα συμφωνούσαν πως η μαζική συμμετοχή στις μεγάλες διαδηλώσεις που συγκλόνισαν την Αθήνα το 1943 ήταν πράγματι η κορυφαία στιγμή της Εθνικής Αντίστασης. Αυτή η ανοιχτή ρήξη είχε το κόστος της. Η αιματηρή καταστολή των κινητοποιήσεων από την πλευρά των κατακτητών και των συνεργατών τους που ακολουθούσαν πλέον τη «σκληρή γραμμή» του τρίτου κατοχικού κυβερνήτη, Ιωάννη Ράλλη, ανάγκασε την Αντίσταση να εγκαταλείψει την τακτική των «παναθηναϊκών» συλλαλητηρίων και έκανε τα πράγματα να σοβαρέψουν απότομα. Δεδομένης της γιγάντωσης του Αθηναϊκού ΕΑΜ και της τεράστιας σημασίας που απέδιδε το ΚΚΕ στην υποστήριξη (καλύτερα, τη διεκδίκηση της υποστήριξης) των μαζών της Αθήνας και Πειραιά, η ένοπλη αντιπαράθεση ήταν αναπόφευκτη. Όπως και στα ελληνικά βουνά την ίδια ακριβώς περίοδο, η αντιπαράθεση αυτή ξέσπασε το φθινόπωρο του 1943, ακολουθώντας και ταυτόχρονα καθορίζοντας τις εξελίξεις στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας, λαμβάνοντας σύντομα τη μορφή ενός αιματηρού κύκλου εκδικήσεων και αντεκδικήσεων, ανοιχτών μαχών ανάμεσα στους αντάρτες πόλης του ΕΛΑΣ και τα Τάγματα Ασφαλείας, μαζικών εκτελέσεων και εκατέρωθεν δολοφονιών που στο μεγαλύτερο μέρος τους παραμένουν άγνωστες. Μετά το φθινόπωρο του 1943, η ατομική οπλοκατοχή και οπλοχρησία στην πόλη έπαψε να είναι το ύστατο μέσο αυτοπροστασίας ενός εσωστρεφούς παράνομου μηχανισμού και αναβαθμίστηκε σε μέσο επίδειξης και επιβολής μιας μαζικής οργάνωσης που εμπλεκόταν σε έναν θανάσιμο εναγκαλισμό με ένα ενιαίο «μαύρο μέτωπο». Στην προσπάθειά τους να καταπνίξουν το αντιστασιακό κίνημα, οι αρχές Κατοχής εξαπέλυσαν στα αστικά κέντρα ένα κύμα βίας, όχι μικρότερης σκληρότητας από τις τυφλές πράξεις αντιποίνων που χαρακτήριζαν τον ανταρτοπόλεμο στην ύπαιθρο. Στην Αθήνα του 1944, ο ολοκληρωτικός πόλεμος Αριστεράς-Δεξιάς ξέσπασε στις εφιαλτικότερές του διαστάσεις, με αποτέλεσμα, στη λογική της ευθύγραμμης παρατήρησης, τα Δεκεμβριανά να προκύπτουν ως φυσική εξέλιξη μιας συγκρουσιακής κατάστασης που είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο μήνες πριν.
Ο Χανδρινός Ιάσονας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984. Αποφοίτησε από το Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 2006. Είναι υποψήφιος διδάκτορας Νεώτερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας και εκπονεί διδακτορική διατριβή με θέμα την συγκριτική εξέταση της εμπειρίας του Πολέμου και της Κατοχής στα ελληνικά και ευρωπαϊκά αστικά κέντρα (επόπτης καθηγητής Χάγκεν Φλάισερ). Πρόσφατα εξέδωσε βιβλίο με τίτλο «Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ Αθήνας και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα (1942-1944)» (εκδόσεις Θεμέλιο), συνοπτική μορφή του οποίου αποτελεί το κείμενο στον παρόντα τόμο.
Οπισθόφυλλο
«Οι δειλοί που προδίδουν πατριώτες στους Ούνους, επειδή φοβούνται τον θάνατο, να ξέρουν πως τους την έχουμε στημένη, πως είναι καταδικασμένοι και με την πρώτη ευκαιρία θα εξοντωθούν σα ζώα». Αυτά γράφτηκαν τον Απρίλιο του 1942 στην L’ Ηumanité, επίσημο έντυπο του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος (PCF). Στις κατεχόμενες από τον Άξονα πόλεις, οι οργανώσεις των κομμουνιστών καλλιέργησαν συστηματικά την μαζική ανυπακοή απέναντι στην κατοχική εξουσία. Στην Αθήνα και τον Πειραιά, η αλματώδης ανάπτυξη του ΕΑΜ, βασισμένου σε ένα εκτεταμένο οργανωτικό δίκτυο, τροφοδοτούσε το αντικατοχικό αίσθημα του κόσμου οδηγώντας τον σε πλήρη ρήξη με το κατοχικό καθεστώς. Η όξυνση της ναζιστικής τρομοκρατίας σε συνδυασμό με την πολιτική πόλωση που κορυφώθηκε την τελευταία φάση της Κατοχής (1943-44) οδήγησε σε έναν αιματηρό κύκλο εκτελέσεων, ανοιχτών μαχών και δολοφονιών στο κέντρο και τις συνοικίες της πρωτεύουσας ανάμεσα στις ελληνόφωνες κατοχικές δυνάμεις (Χωροφυλακή, Ασφάλεια, Τάγματα Ευζώνων) και τους «αντάρτες πόλης» του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ που κλήθηκαν να περιφουρήσουν ανοιχτά τις εαμικές και κομματικές οργανώσεις αναλαμβάνοντας παράλληλα «μυστικά» καθήκοντα πληροφοριών, κατασκοπείας και εξόντωσης στελεχών του κατοχικού μηχανισμού. Θέμα του παρόντος βιβλίου είναι ακριβώς αυτός ο άγνωστος «σιδερένιος βραχίονας του κόμματος» η λειτουργία και δράση του οποίου τίθενται για πρώτη φορά κάτω από το μικροσκόπιο μιας συστηματικής ιστορικής έρευνας.