ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ
Ένας κοινός γραφέας κάθεται ανάμεσα σε στοιβαγμένα χαρτιά, σε σωρούς που μεγάλωσαν με τα χρόνια. Όπου και να κοιτάξει, τείχη απλωμένα γύρωθέ του αιχμαλωτίζουν το τρίτο του μάτι.
Η πτυσσόμενη καρέκλα που κάθεται θέλει να ψηλώσει το ανάστημά της, ενόσω της λέει να κάτσει φρόνιμα. Αυτός ένα μόνο θέλει, να χαμηλώνει, να χαμηλώνει τόσο που να μη φαίνεται. Ε, λοιπόν, ναι. Θέλει να κρυφτεί. Κανείς να μη βλέπει εκείνον, κανέναν να μη βλέπει αυτός. Και το παιχνίδι τόσο καλά κρατεί που η θέα χάνεται.
Έξωθεν, τα γλαφυρά φώτα της ανοίξεως.
ΟΙ ΕΝΟΙΚΟΙ
Περνούσα τυχαία. Βρήκα την πόρτα μισάνοιχτη και μπήκα. Στην αρχή δίστασα. Αγκομαχούσαν τα σκαλιά καθώς τα ανέβαινα, θαρρείς πως κουβαλούσαν όχι μόνο εμένα, αλλά και απουσίες αβάσταχτες.
Με φιλοξένησαν οι παλιοί του ένοικοι. Όμορφοι άνθρωποι. Μου έκαναν το τραπέζι, χορέψαμε στην παλιά σάλα, έτριξαν οι σανίδες από το χοροπηδητό. Τα παιδιά έπαιζαν κρυφτό. ΄
Όταν έφυγα, το σπίτι βρέθηκε σε απόγνωση. Ένας βαθύς λυγμός και μετά σωριάστηκε στα πόδια του.
Υπάρχουν και σπίτια που μένουν μόνα τους.
Ξαναγύρισα, λίγο αργότερα, με τον Αλέξανδρο.
Όταν το έμαθα, δεν είχε απομείνει τίποτα.
ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Σε ποιο λαβύρινθο να τρέξω να κρυφτώ
να αφήσω το άδειο μου κορμί
να δέρνεται στους τοίχους δίχως λόγο σοβαρό;
Το σκέφτηκα πολύ καλά
Σε όποιο λαβύρινθο
Ο δρόμος μου μ’ έφερε εδώ
Ενοικιάζεται είδα την επιγραφή με τα μεγάλα γράμματα
Εάν πληρώνω νοίκι, στους αιώνες θα το ορίζω εγώ
Ακόμα κι όταν θα έχω πεθάνει
Ο ιδιοκτήτης μου λέει: να, για 300 ευρώ
σου παραχωρώ τέσσερις τοίχους για να
κάθεσαι στο κέντρο. Έτσι κι έγινε.
Κάθισα μπροστά στον έναν που μου είπε
να πάω στον απέναντι που μου είπε
να πάω στον δίπλα που μου είπε να
πάω στον απέναντι που μου έδωσε μια
κλωτσιά να πάω στο κέντρο.
PHILIP MORRIS
Κάπου το διάβασα αυτό
Στην πρότερη ζωή μας
όταν οι άνδρες και οι γυναίκες ήταν ίσοι
όταν δεν είχε εφευρεθεί η ατομική ιδιοκτησία
όταν δεν υπήρχαν κληρονομικά δικαιώματα
οι ινδιάνοι στη Γη του Πυρός
κάπνιζαν καπνό από καλό χαρμάνι.
Όταν πολύ αργότερα τους συνάντησα
καθίσαμε γύρω απ’ τη φωτιά
και τους έδωσα ένα πακέτο Philip Morris
που έγραφε την προειδοποίηση:
«Το κάπνισμα μπορεί να σκοτώσει».
Η αρχηγός, μια τρελή που περνιότανε
για μάγισσα, μου έδωσε μια επιγραφή
σε πέτρα χαραγμένη:
«Η ιδιοκτησία είναι ο τάφος σας».
Τους είπα ότι δεν ήμουν εγώ ο ιδιοκτήτης καπνού.
Μου είπαν ότι δεν τους πείραξε αυτό
αλλά ότι τους έδωσα κάτι που δεν μου ανήκε.
ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ
Το πρώτο τσιγάρο το έκανα με τον πατέρα μου.
Μπορούσα να του έλεγα ό,τι μου κατέβαινε στο μυαλό˙ μπορούσα να του πω πόσο μαλάκας ήτανε και να μη τρέχει τίποτα˙ ήτανε τόσο πολύ πιωμένος που ένιωθα ελεύθερη˙ από τη μη αντίδρασή του˙ ήμουν μικρή πολύ μικρή, γύρω στα 13 με 14 και ένιωθα ελεύθερη˙ από τη νεκρική αντίδρασή του˙ έπαιζα ακόμα με την κούκλα μου και ένιωθα ελεύθερη γιατί αυτός ήταν ο νεκρός.
Και μετά μεγάλωσα.
Ήθελα να είμαι ελεύθερη γιατί ήμουν ελεύθερη από πάντα μου.
Ακόμα και στη φυλακή.
ΑΝΙΚΑΝΟΣ ΘΕΟΣ
Όταν γράφεις νιώθεις σαν ένας μικρός Θεός. Εσύ είσαι που καθορίζεις την τύχη των ηρώων σου. Εάν δεν σου κάνει κάποιος τον σκοτώνεις ή καλύτερα τον κάνεις να πεθάνει. Όμως ένας χαρακτήρας για να στέκει, πρέπει να έχει σχέση με την πραγματικότητα την οποία καθορίζει κάποιος άλλος Θεός ή Διάβολος. Τέλος πάντων, οποιοσδήποτε άλλος εκτός από εσένα.
Και τώρα σκέφτομαι θλιμμένος που να βρίσκεται αυτή η ελευθερία που υποσχέθηκα στον εαυτό μου.