Οι αδελφοί Πάουις, γιοί ενός ιερέα της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ήταν ένα καταπληκτικό τρίο εκκεντρικών συγγραφέων.
Ο λιγότερο ιδιόρρυθμος από τους τρείς ήταν ο Λουέλιν (1884-1939) ο οποίος το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του πάλευε με τη φυματίωσε, στην οποία τελικά υπέκυψε. Έγραψε καλά γι’ αυτό τον αγώνα, Πετσί με πετσί (Skin for Skin, 1925) και για τα ταξίδια του, Έβενος και φίλντισι (Ebony and Ivory, 1924), υπήρξε επίσης ικανός βιογράφος. Πάντως δημιουργικός συγγραφέας δεν ήταν, και τα δυο του μυθιστορήματα είναι αμελητέα.
Ο Τζων Κάουπερ (1872-1963) είναι συγγραφέας τεράστιας κλίμακας. Ο Θεόδωρος Φράνσις (1875-1953) είναι μινιατουρίστας. Αλλά και τα δυο αδέλφια βλέπουν το σύμπαν σαν πεδίο μάχης για τις δυνάμεις του καλού και του κακού. Και οι δυό συγγραφείς είναι υπερτιμημένοι από τους θαυμαστές τους, και οι δυο είχαν πνεύμα, και οι δυο πολύ γρήγορα έγιναν πληκτικοί με το να μιλούν διαρκώς για τις συγκεκριμένες έμμονες ιδέες τους. Από τους δυο, μάλλον ο Θ.Φ. Πάουις θα επιβιώσει. Το καλύτερο βιβλίο του Τζων Κάουπερ Πάουις, χωρίς συζήτηση, είναι η Αυτοβιογραφία του (Autobiography, 1934). η αυτοδιορατικότητά και ειλικρίνειά του εμφανίζονται με τον καλύτερο τρόπο. Τα ογκώδη μυθιστορήματά του τείνουν να είναι βαρετά και εξεζητημένα, υπάρχει μια δόση τσαρλατανισμού μέσα τους. Η φαντασία του συγγραφέα είναι λιγότερο έκδηλη από ό,τι υποβάλουν τα μεγαλεπήβολα σχέδια: συνήθως υπάρχει περισσότερο η φιλοσοφική του άποψη για τον κόσμο παρά εφεύρεση: μας λέει για τις συγκρούσεις των χαρακτήρων του, αλλά δεν μπορεί να μας πείσει για την ύπαρξή τους. Η «ευφάνταστη ικανότητα» που συχνά του αποδίδουν, αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από μια χυδαία «κοσμική» ψευδο-υπερφυσική προσέγγιση ζωής, η οποία αγνοεί ατομικότητα και απλώς συγκεντρώνεται στη πλατειά αντίληψη.
H Ρoμαντική ιστορία (A Glastonbury Romance, 1933) δεν διαβάζεται, εκτός από όσους θέλουν να δραπετεύσουν από τον εαυτό τους σ’ ένα αόριστο πανθεϊσμό. To Wolf Solent (1929) είναι καλύτερο, αλλά πάσχει από τον ίδιο στόμφο. Και όμως, εδώ υπήρχε μια περίφημη ισχυρογνωμοσύνη, και μια σποραδική επίτευξη καθομιλουμένου ύφους. Όταν ο Πάουις προσπαθούσε να είναι αρχαϊκός ήταν ανυπόφορο, αλλά η καθομιλουμένη είναι συχνά έξοχη. Στην καρδιά αυτών των ευγενών σκοπών και της αυτομεγαλοποίησης βρίσκεται ένας ελάσσων συγγραφέας περιωπής.
Ο Θ.Φ. Πάουις είναι ανώτερος. Έγραψε οκτώ μυθιστορήματα και πάνω από είκοσι συλλογές διηγημάτων. Βέβαια η σαδιστική του νοσηρότητα γίνεται παράλογη όταν την πάρεις ποσοτικά. Η διαστροφή και σκληρότητα των αγροίκων χαρακτήρων του αντιμετωπίζεται με επιπόλαια γελοιοποίηση. Όχι ότι είχε μια υπερβολική εικόνα της έμφυτης κτηνωδίας των ανθρώπων, μάλλον επειδή αδυνατεί να τοποθετήσει αυτή τη κτηνωδία (συχνά σεξουαλική) σ’ ένα πειστικό πλαίσιο. Εν ολίγοις, Grand Guignol. Περιβόητο παράδειγμα είναι το μυθιστόρημα Οι θεοί του κυρίου Τάσκερ (Mr. Tasker’s Gods, 1925), όπου ένας βιαστής ταίζει τον πατέρα του στα γουρούνια, που είναι οι θεοί του. Όποιες οι αρετές, δεν πετυχαίνει. Είχε γραφτεί ότι ήταν ένας «μεγάλος και εκπληκτικός συγγραφέας με τρομακτική εντιμότητα ιδιοφυίας». Εκπληκτικός συγγραφέας ναι, ήταν, και με εγγενής ικανότητα. Αλλά δεν ήταν ούτε μεγάλος, ούτε τρομακτικός. Αυτού του είδους η ημι-υπερρεαλιστική διαστροφή ξεχειλίζεται μέσα σε μια αρρωστημένη κακία. Ο Πάουις θα μπορούσε πράγματι να ήταν μεγάλος συγγραφέας αν έβαζε τα πράγματα σε καλύτερη ισορροπία. Το καλύτερό του μυθιστόρημα, Το καλό κρασί του κυρίου Γουέστον (Mr. Weston’s Good Wine, 1927), μια αλληγορία όπου ο Θεός εμφανίζεται στη κομητεία του Ντόρσετ, έχει ένα ελαφρό άγγιγμα και μια πραότητα που ουδετεροποιούν τη συνηθισμένη συγκέντρωσή του στη κτηνώδη πλευρά του ανθρώπου. Πάντως ο αναγνώστης πρέπει να θεωρήσει γελοίες τις συγκρίσεις του με τον Σαίξπηρ. Ωστόσο ο Πάουις έχει τη θέση του ως πρωτότυπος ελάσσων συγγραφέας.
*******************