ΠΑΙΔΟΚΤΟΝΙΑ
Ήμουν έγκυος στο μήνα μου.
Κοίταξα τα μπούτια μου έν’ απόγευμα κι ήταν σαν πυλώνες της ΔΕΗ που στέκονται όρθιοι μες στη μπόρα.
Γέννησα μόνη μου στο δωμάτιο με τα πλακάκια.
Το αποκύημα ήταν ένα μικρό γαλάζιο σπουργίτι με πλαστικά μάτια.
Οβάλ.
Πίεσα το στήθος μου να το ταΐσω κι εκείνο έβγαλε φρουτόκρεμα. Το μωρό μου τη ρούφηξε με τα τρίγωνα χειλάκια του κι αποκοιμήθηκε δίπλα μου.
Έφερα κοντά ένα ρεσώ να το ζεσταίνει.
Με πήρε κι εμένα ο ύπνος μαζί του, χωρίς όνειρα.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου, το φτέρωμά του ήδη καιγόταν από ώρα.
Το άρπαξα και το’ βαλα μάταια κάτω απ’ τη βρύση. Τα πλαστικά του μάτια με κοιτούσαν μες στα μάτια.
Ανακουφίστηκα.
Δεν θα χρειαζόταν να πω σε κανέναν πως είχα γεννήσει ένα γαλάζιο πουλί με πλαστικά μάτια. Ούτε να δικαιολογηθώ στον άντρα που είχα πριν από ένα μήνα κοιμηθεί μαζί και απορούσε πώς το παιδί στην κοιλιά μου
ήταν δικό του.
ΖΩΗ ΜΕ ΑΟΜΜΑΤΟ
Παντρεύτηκα έναν
Τυφλό
για να’ ναι καλός και
να μπορώ.
Κάθε μεσημέρι,
«για να μου φτιάξει το κέφι»,
έβαζε μουσικές στη διαπασών και χόρευε στο κέντρο περίπου
του σαλονιού.
Μια μέρα,
κι ενώ χόρευε,
τσάκισε τη μέση του με τρόπο τέτοιο,
που ένα τεράστιο χάπι μπλε
από την τσέπη του βρέθηκε στο πάτωμα.
Έσκυψα, το μάζεψα, δεν είπα τίποτα, πήγα στο μπάνιο, εκείνος χόρευε.
Αδύνατον να το καταπιώ,
το άφησα να λιώσει στη γλώσσα μου
κι αυτό
άρχισε να διαλύεται όπως ας πούμε μια ταμπλέτα πλυντηρίου.
Όταν επέστρεψα στο σαλόνι
εκείνος με τα χέρια ψηλά ακόμη χόρευε
και τη χαρακτηριστική στο πρόσωπο
έκφραση
ενός όποιου αόμματου
είναι σίγουρος ότι τον κάνουν χάζι.
Με αφορμή κι αιτία τα χιόνια στο Κιλιμάντζαρο
Σαν ένας άντρας
-με ποιόν κυνηγού-
καταλήξει με γυναίκα πιότερο κυνηγό απ’ τον ίδιο
θα κάνει καλά να πιάσει μι’ αναπαυτική αιώρα στην Αφρική
κι εκεί όπως θα’ ναι
-πλαδαρός και ιδρωμένος-
ν’ ακούει τις ύαινες της θύμησης
της γυναίκας της ζωής του που δεν ήξερε από φυσίγγια
και που νόμιζε ότι της είχε πάρει τον αέρα.
Κανόνες Τονισμού
μακρόν προ μακρού, οξύνεται/ μακρόν προ βραχέος, περισπάται
εγώ τι κάνω
Καλλιρρόης
Ο λόγος που δεν αυτοκτονώ δεν είσαι συ: είναι κάτι αρχαίοι στύλοι
δωρικοί
που υψώνονται αναπάντεχα, ανάμεσα στα σκατά της πόλης που
μεγάλωσα.
Πουριτανισμός
Κάπου στο κέντρο του κρεβατιού μου, υπάρχει μια μαύρη τρύπα που οδηγεί στο μεσαίωνα.
Αν πέσεις μέσα, συναντάς υπερήλικες νομικούς με μαύρες τηβέννους να δουλεύουν νυχθημερόν σε ψηλοτάβανες βιβλιοθήκες.
Πλάι σ’ ένα κερί, προσπαθούν να επαναφέρουν καταργημένους κώδικες και ψηφίσματα που έκαναν επί αιώνες τον κόσμο σκυθρωπό.
marital status
περνώντας απ’ το γιαπί
αγνόησε τα πολωνικά πειράγματα και
πήρε
που της πρόσφεραν
το μπουκέτο σιδερόβεργες
έμενε τώρα να τοποθετήσει το χαρτί
υγείας
πίσω της ακριβώς
να στερεώσει την άκρη του στα μαλλιά της
μ’ ένα μεταλλικό τσιμπιδάκι
κι έπειτα ν’ αρχίσει να περπατά
και άρχισε να περπατά
με το πέπλο της να ξετυλίγεται
ξιπόλυτη πάνω στη διαχωριστική
κι έφτασε στην Πύλη του Αδριανού και το πέπλο ήταν ακόμα
στη Συγγρού
κι έφτασε στον Άγνωστο Στρατιώτη και το πέπλο ήταν ακόμα
στην Πύλη του Αδριανού
κι έφτασε στο Οφθαλμιατρείο και το πέπλο ήταν ακόμα
στον Άγνωστο Στρατιώτη
έχοντας για ουρά το χαρτονένιο κύλινδρο
πάνω στα ρύζια πατώντας απ’ τις σπασμένες τράπεζες.
Μαλανδρίνο
65 χρονώ υπό
επιτήρηση
λιόβεργες καίω
με το ίδιο τούτο χέρι
που ένα άλλο απ’ τη μασχάλη
έκοψε
με ξίφος σαμουράι.
Ο δεσμοφύλακας,
που έχω τα τριπλά του χρόνια,
αρχίζει να χάνει την υπομονή του.
Δεν ξέρει πως η ελιά αργεί
να γίνει στάχτη
πόσο μάλλον, πως ο μονόχειρας βασανιστής
της κόρης μου
δεν ήτανε κακό παιδί.
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΙΣΩ
Το φιλέτο της ζωής σου εδώ μέσα θα το φας,
μου είπε η σπιτονοικοκυρά, με κότας φωνή.
Με το χυδαίο άλλωστε ύφος που φαντάζεστε,
μου παρέδωσε τα κλειδιά,
δώσαμε τα χέρια
κι έπειτα είδα επιτέλους τις κλάρες της χοντρής της πλάτης στο διάδρομο να μικραίνουν.
Λίγο καιρό μετά
άφηνα τη γκαρσονιέρα
κι επέστρεφα στο πατρικό
με τα βαριά πόδια που φαντάζεστε.
Στο δρόμο, συνάντησα μια νέα κι όμορφη ρακοσυλλέκτρια.
Ταράχτηκα.
Μου λέω «να δεις όμως που αν την πλησιάσεις, θα βρωμάει, ενώ εσύ δε βρωμάς. Καμία σχέση, άρα.».
Πλησίασα, δεν βρωμούσε, μου είπε καλημέρα.
Στο κατώφλι του πατρικού, έφτασα με τα μπαγκάζια, τυλιγμένη υπήρχε μια εφημερίδα.
«Μαμά, άνοιξε, εγώ είμαι. Πρέπει να’ χει έρθει κι η εφημερίδα του μπαμπά»,
ακούστηκα να λέω στη σήτα του θυροτηλεφώνου.
«Την εφημερίδα που είναι συνδρομητής ο πατέρας σου, την έφερε το πρωί ο ταχυδρόμος, συσκευασμένη όπως πάντα. Κανένα διαφημιστικό θα’ ναι αυτό.
Πέτα το».
Η Κατερίνα Χανδρινού γεννήθηκε κάποια στιγμή στο Χολαργό. Ίκτερο δεν εμφάνισε και έκλαψε αμέσως. Γράφει με ό, τι βρει μπροστά της στα περιοδικά ΝΟΤΥέΝΤΕ και Intellectum. Θ’ άλλαζε, θ’ άλλαζε, μα δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Για επείγοντα περιστατικά, επικοινωνήστε: cchandrinou1@gmail.com