Κλέφτης, μαστρωπός, αυνανιστής, προδότης, τοιούτος, ο Ζαν Ζενέ γεννήθηκε στο Παρίσι και η μητέρα του τον εγκατέλειψε στη κοινωνική πρόνοια, μια πράξη που όλη του τη ζωή δεν μπόρεσε να εξηγήσει. Στιγματισμένος σα κλέφτης από τους θετούς γονείς του, ο Ζενέ μεταξύ ηλικίας δέκα και τριάντα-οκτώ χρονών πήγαινε φιρί-φιρί για φασαρία. Το 1948 γλύτωσε την καταδίκη σε ισόβια φυλάκιση λόγω των λογοτεχνικών του επιτευγμάτων. Για τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ, που μαζί με άλλους ήταν υπεύθυνος γι’ αυτή τη λογική και ανθρωπιστική πράξη επιείκειας, ο Ζενέ ήταν ένας σύγχρονος υπαρξιστής ήρωας. Για τον Σαρτρ ήταν υποδειγματικός λόγω της εκλογής του να γίνει η εικόνα (κλέφτης, εγκληματίας) που οι θετοί γονείς του -και μετά η κοινωνία- του επέβαλαν.
Μέχρι που ο Ζενέ απέκτησε λογοτεχνική φήμη, λίγο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η δράση του ήταν βασικά αστική. Είναι ένδειξη της μεγαλοφυίας του ότι, ειδικά ως θεατρικός συγγραφεύς, έλαβε μέτρα ν’ αναπτυχθεί. Για τον συγγραφέα του μυθιστορήματος Η Παναγία των λουλουδιών (Notre-Dame des fleurs, 1944), γραμμένο κρυφά με μολύβι στη φυλακή το 1943, και την αυτοβιογραφία Ημερολόγιο του κλέφτη (Journal du voleur, 1948), το ναδίρ της ύπαρξης βρίσκεται σε μια περίτεχνη άρνηση των αστικών τελετουργιών: να είσαι βρομιάρης, να κλέβεις, να είσαι δειλός, να αυνανίζεσαι, ν’ αμολάς πορδές και να ευχαριστιέσαι τη μπόχα, να προδίδεις, σκόπιμα να είσαι τυπικός εχθρός της κοινωνίας.
Η «χαιρεκακία» του Ζενέ, που έχει να κάνει με το εξευτελισμένο υπογάστριο της κοινωνίας, άμεσα αντιφάσκει με το περίτεχνο ύφος της πρόζας του. Κι’ έτσι υπάρχει μια ειρωνεία στο μυθιστόρημα Η Παναγία των λουλουδιών: «διεφθαρμένος», «διεστραμμένος» εγκληματίας χρησιμοποιεί ένα άκρως ακαδημαΪκό, «πρέπων» ύφος για να καταγράψει απηνώς μικροαθλιότητες, που ποικίλλουν από πώς ν’ αφήσεις μια ικανοποιητική πορδή, μέχρι που να χύνεις μέσα στο στόμα ένος δολοφονημένου άνδρα: όλα αυτά για να θίξει και να βρίσει την αγαπημένη μητέρα που εγκαταλείπει το παιδί της, ώστε να κάνει μια χειρονομία φροντίδας που θα ακύρωνε την αρχική εγκατάλειψη. Η αντίληψη του Ζενέ γι’ αυτή την άγνωστη πραγματική μητέρα, αναμφίβολα προέρχεται από την μικροαστή μορφή της θετής του μητέρας.
Πιο εφευρετικό είναι Ο Κερέλ από τη Βρέστη (Querelle de Brest, 1947), και το καλύτερο μυθιστόρημα του Ζενέ: εδώ υπάρχει μια πιο λιτή πρόζα, ο συγγραφέας βάλθηκε να εξετάσει τη φύση της «ανηθικότητας» από πιο γενική άποψη. Ο ναύτης Κερέλ είναι μια αυτόνομη δημιουργία, μέσα στον οποίο ένας λάτρης ηρώων, με ρίγη σεξουαλισμού, εμφύσησε πραγματική δύναμη.
Το θέατρο του Ζενέ διερευνά τις κοινωνιολογικές συνέπειες του σχεδίου που επιδίωκε πριν τον συγχωρέσει και αποκαταστήσει ο Πρόεδρος Ωριόλ (1884-1966, Πρόεδρος της Γαλλίας, 1947-54), στα ίδια του τα μάτια, με το να ενεργήσει όπως η μητέρα του (η οποία ήταν πόρνη) έπρεπε να είχε ενεργήσει. Το κύριο θέμα του είναι ότι η κοινωνία επιβάλλει μια εικόνα σ’ ένα άτομο που του στερεί την ελευθερία του. Στη ζωή του ως κλέφτης, ομοφυλόφιλος πόρνος και κατάδικος, το γράψιμο του Ζενέ ήταν μια φαντασία (και μάλιστα φαντασία αυνανιστική, το θέατρό του εκφράζει την πράξη ελευθέρωσης.
Οι υπηρέτριες (Les Bonnes, 1947), ένα δυνατό θεατρικό έργο (ίσως εφοδιασμένο με μισογυνία), δείχνει πόσο ολέθριες αποφάσεις μπορεί να παρθούν σε απατηλές καταστάσεις. Το καλύτερό του θεατρικό έργο, Το μπαλκόνι (Le Balcon, 1956) παρουσιάζει ψευτοαξιωματούχους να εκτελούν τις ερωτικές τους φαντασιώσεις σ’ ένα πορνείο, ενώ μια εξέγερση λαμβάνει χώρα έξω. Τελικά τα φανταστικά γεγονότα μέσα στο πορνείο συνυφαίνονται με τα πραγματικά γεγονότα έξω, αλλά η πολιτική δύναμη προβάλλεται μοναδικά ως έχοντας την προέλευσή της στην ερωτική φαντασία. Αυτή προφανώς είναι μια περιορισμένη άποψη, και το έργο παρά είναι υποκειμενικό για να έχει παγκόσμιο κύρος, πάντως αποδεικνύει του Ζενέ την εξέλιξη από ραψωδικό ναρκισσιστή σε επιδέξιο σατιρικό συγγραφέα.
*****************