ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: «PAROLLES« («KOYΒΕΝΤΕΣ») ,1946.
Ακούστε εδώ τον Prévert
ΑΥΤΟΣ Ο ΕΡΩΤΑΣ
Αυτός ο έρωτας
Τόσο ορμητικός
Τόσο εύθραυστος
Τόσο απαλός
Τόσο απεγνωσμένος
Αυτός ο έρωτας
Όμορφος σαν τη μέρα
Κι άθλιος σαν τον καιρό
Όταν ο καιρός είναι κακός
Αυτός ο έρωτας τόσο αληθινός
Αυτός ο έρωτας τόσο ωραίος
Τόσο ευτυχισμένος
Τόσο εύθυμος
Και τόσο γελοίος
Tρέμοντας από φόβο όπως ένα παιδί μέσα στο σκοτάδι
Και τόσο σίγουρος για τον εαυτό του
Όπως ένας άντρας ήσυχος στη μέση της νύχτας
Αυτός ο έρωτας που τρόμαζε τους άλλους
Που τους έκανε να μιλούν
Που τους έκανε να χλωμιάζουν
Αυτός ο έρωτας που τον παραμονεύουν
Γιατί κι εμείς τον έχουμε παραμονεύσει
Περικυκλωμένος ,τραυματισμένος ,ποδοπατημένος
σκοτωμένος , απαρνημένος , ξεχασμένος
Γιατί εμείς τον έχουμε καταδιώξει τραυματίσει ποδοπατήσει
σκοτώσει απαρνηθεί ξεχάσει
Αυτός ο έρωτας ολόκληρος
Ακόμα τόσο ζωντανός
Και τόσο ηλιόλουστος
Είναι ο δικός σου
Είναι ο δικός μου
Αυτός που ήταν
Εκείνο το πράγμα το πάντα νέο
Και που δεν έχει αλλάξει
Το ίδιο αληθινός όσο κι ένα φυτό
Το ίδιο να τρέμει όσο και ένα πουλί
Το ίδιο ζεστός το ίδιο ζωντανός όσο και το καλοκαίρι
Μπορούμε εμείς οι δυο
Να φεύγουμε και να ξαναγυρίζουμε
Μπορούμε να ξεχάσουμε
Και μετά να κοιμηθούμε πάλι
Να ξυπνήσουμε να υποφέρουμε να γεράσουμε
Κι άλλο να κοιμηθούμε
Το θάνατο να ονειρευτούμε
Να ξυπνήσουμε να χαμογελάσουμε και να γελάσουμε
Και να ξανανιώσουμε
Ο έρωτας μας εκεί στέκεται
Σα μια γαϊδούρα πεισματάρης
Ζωντανός όπως ο πόθος
Άσπλαχνος όπως η μνήμη
Βλάκας όπως η κλάψα
Τρυφερός σαν την ανάμνηση
Κρύος σαν το μάρμαρο
Όμορφος σαν τη μέρα
Εύθραυστος σαν το παιδί
Μας κοιτά χαμογελώντας
Και μας μιλά χωρίς να λέει τίποτα
Κι εγώ τρέμοντας τον ακούω
Και φωνάζω
Φωνάζω για σένα
Φωνάζω για μένα
Σε ικετεύω
Για σένα για μένα και για όλους αυτούς που αγαπιούνται
Και που έχουν αγαπηθεί
Ναι του φωνάζω
Για σένα για μένα και για όλους τους άλλους
Που δεν τους γνωρίζω
Μείνε εκεί
Εκεί που είσαι
Εκεί που ήσουν παλιά
Μείνε εκεί
Μην κουνιέσαι
Να μη φύγεις
Εμείς που έχουμε αγαπηθεί
Σε έχουμε ξεχάσει
Εσύ μη μας ξεχνάς
Δεν έχουμε παρά μόνο εσένα πάνω στη γη
Μη μας αφήσεις να γίνουμε ψυχροί
Πολύ πιο μακριά πάντα
Και δεν έχει σημασία σε ποιο μέρος
Δώσε μας ένα σημάδι ζωής
Πολύ πιο αργά στη γωνιά κάποιας συστάδας
Μέσα στο δάσος της μνήμης
Ξεπρόβαλλε απότομα
Τέντωσέ μας το χέρι
Και να μας σώσεις
**************************
ΤΟ ΨΑΡΕΜΑ ΤΗΣ ΦΑΛΑΙΝΑΣ
Στο ψάρεμα της φάλαινας , στο ψάρεμα της φάλαινας
Έλεγε ο πατέρας με μια θυμωμένη φωνή
Στο γιό του τον Προσπέρ , κάτω απ’ την
ντουλάπα τεντωμένο ,
Στο ψάρεμα της φάλαινας , στο ψάρεμα της φάλαινας ,
Δε θέλεις να πας ,
Και λοιπόν γιατί ;
Και λοιπόν γιατί να πάω να ψαρέψω ένα ζώο
Που δε μου έχει κάνει τίποτε , μπαμπά ,
Πήγαινε μπαμπά , πήγαινε εσύ να το ψαρέψεις ,
Αφού αυτό σου κάνει κέφι ,
Προτιμώ να μείνω στο σπίτι με τη φτωχή μου τη μανούλα
Και με τον ξάδερφό μου τον Γκαστόν
Έτσι με το φαλαινοθηρικό ο πατέρας βγήκε ολομόναχος
Στη θάλασσα τη μανιασμένη…
Να ο πατέρας μέσα στη θάλασσα
Να το παιδί μέσα στο σπίτι
Να και η φάλαινα μέσα στο θυμό
Και να κι ο ξάδερφος ο Γκαστόν που αναποδογυρίζει
τη σουπιέρα με το βραστό .
Η θάλασσα ήταν φριχτή
Η σούπα ήταν καλή
Και να πάνω στην καρέκλα ο Προσπέρ απεγνωσμένος :
Στο ψάρεμα της φάλαινας , δεν πήγα
Και γιατί λοιπόν να πάω ;
Ίσως και να την αρπάζαμε
Λοιπόν τότε θα μπορούσα να φάω .
Όμως να που ανοίγει η πόρτα και με νερά να στάζουν
Ο πατέρας εμφανίζεται λαχανιασμένος
Κρατώντας τη φάλαινα πάνω στη πλάτη του
Ρίχνει το ζώο πάνω στο τραπέζι μια φάλαινα όμορφη
με γαλάζια μάτια
Ένα ζώο που σπάνια το βλέπουμε
Και λέει με μια φωνή αξιολύπητη :
Στα γρήγορα να την κομματιάσετε
Πεινάω , διψάω , θέλω να φάω
Όμως να που ο Προσπέρ σηκώνεται .
Κοιτάζοντας τον πατέρα του μέσα στο άσπρο των ματιών
Μέσα στο άσπρο των γαλάζιων ματιών του πατέρα του
Γαλάζια όπως αυτά της φάλαινας με τα γαλάζια μάτια
Και γιατί λοιπόν να κομματιάσω ένα φτωχό ζώο που
τίποτε δε μου’ χει κάνει ;
Τόσο το χειρότερο δε θέλω το μερίδιο μου
Μετά πετάει το μαχαίρι στη γη
Όμως η φάλαινα το αρπάζει , και πηγαίνει με βιασύνη
πάνω στον πατέρα
Τον κόβει τον πατέρα σε μερίδες
Αχ , αχ λέει ο ξάδερφος Γκαστόν ,
Μου θύμισε το κυνήγι , το κυνήγι των πεταλούδων ,
Και να
Να ο Προσπέρ που ετοιμάζει τα αγγελτήρια
του θανάτου ,
Η μητέρα που πενθοφορεί για τον δυστυχισμένο της σύζυγο
Και η φάλαινα με δακρυσμένο μάτι αντικρύζοντας την
κατεστραμμένη οικογένεια .
Απότομα αρχίζει και φωνάζει :
Και λοιπόν γιατί σκότωσα αυτόν το φτωχό ηλίθιο
Τώρα οι άλλοι θα με καταδιώξουν με την εξωλέμβιο
Και μετά θα εξοντώσουν όλη τη μικρή μου οικογένεια .
Τότε , σκάζοντας ένα ανήσυχο γέλιο
Κατευθύνεται προς την πόρτα και λέει
Στη χήρα περνώντας δίπλα της :
Kυρία μου , αν έρθει κανείς και με ζητήσει
Να απαντήσετε με καλή καρδιά :
H φάλαινα έχει βγει
Παρακαλώ καθίστε .
Περιμένετε εκεί .
Σε δεκαπέντε χρόνια χωρίς αμφιβολία θα έχει επιστρέψει …