«ΦΩΤΙΑ ΣΤΟΝ ΠΑΓΟ» κ. ΜΙΧΟ
Σα να ’βαλα φωτιά μέσα στο πάγο
το βίο μου στην ποίηση διάγω
την παγωνιά διαδέχεται η ζέστη
το «ζωή εν τάφω», το «Χριστός Ανέστη».
Με τη φωτιά τον πάγο μέσα καίω
και στάζει απ’ έξω εκείνος σαν να κλαίω
που ανακαλώ στη σκέψη πότε πότε
τους ποιητές που χάθηκαν στο τότε.
«Φωτιά στο πάγο» φράση, κύριε Μίχο,
που στης μομφής σου έγραψες τον τοίχο
για μένα, μα ολοκλήρωσα τον κύκλο
την πήρα και την έβαλα για τίτλο.
«Φωτιά στο πάγο» σ’ άλλο ένα βιβλίο
με μέτρο και με ρίμα εσωκλείω
κι αφήνω τους μοντερνιστές να λένε…
«φωτιά στο πάγο»… και τα δύο καίνε.
ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ
Ο Γκάμπριελ ζούσε σε σπίτι,
σε συνοικία ιταλική,
μα όταν γνωστός έγιν’ εκεί
πήρε το δρόμο για την Κρήτη.
Ο Γκάμπριελ επιθυμούσε
να μην τον ξέρουν πουθενά
πάνω στης Κρήτης τα βουνά
ήταν ο τόπος που ποθούσε.
Ο Γκάμπριελ πια είχε κάψει
όσα τον «έδειχναν» χαρτιά
σε μια ανεμόδαρτη φωτιά
που από τη γέννα του είχε ανάψει.
Ο Γκάμπριελ ζει με ειρήνη
κι έχει κρεμάσει στα Χανιά
ένα κρεβάτι από σχοινιά
που τα ’χει δέσει στη σελήνη.
Ο Γκάμπριελ τώρα στο δέντρο
ποτέ δε γνώρισε κελί
ούτε αρχηγό, ούτε φυλή…
του κόσμου του έγινε το κέντρο.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Σαν έναν σύγχρονο ονειρεύτηκα Διογένη
τον εαυτό μου άεργο και ευτυχισμένο,
χωρίς ευθύνες, με φαντάστηκα, εργένη
να ’μαι λιτός και στο πυθάρι μου να μένω.
Ολιγαρκής και τίποτα να μη μου λείπει
και να χορταίνω με ψωμί και λίγο τίλιο
κι όποιος γελώντας μπρος μου λέει «κοίτα τον χίπυ!»
να μ’ ενοχλεί που στέκεται μπροστά στον ήλιο.
«Το ονειρεύτηκα εαυτέ μου για φαντάσου
αυτό που ζεις πραγματικά, το έχω άχτι
με δυο δουλειές τα βγάζεις πέρα και με τράκα,
τώρα κι αυτό θάψ’το με τ’ άλλα όνειρά σου
-αφού η δουλειά σου η μια είναι του νεκροθάφτη-
σκάσε και σκάβε με δυο λόγια ρε μαλάκα».
ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ
Στέκομαι μαγεμένος στο μπαλκόνι
να δω το ηλιοβασίλεμα που κλέβει
τη σκέψη μου• το νου μου ταξιδεύει
σαν δυνατό κρασί και σαν αφιόνι.
Και χάνεται ο ήλιος και νυχτώνει
κι εγώ τον ουρανό κοιτώ που μοιάζει
σαν ένα σάβανο που τον σκεπάζει
ή σαν έν’ αστροκέντητο σεντόνι.
Ζωής παράσταση είναι που ζυγώνει
το τέλος απ’ τη τελευταία πράξη
και πέφτοντας η αυλαία αργά, τη λάμψη
με τη ψυχρή σκιά της κουκουλώνει.
Ζωής παράσταση κι όταν τελειώνει
όσοι τους θεατές είχαν φωτίσει,
παίρνουν το μονοπάτι για τη δύση
να σβήσουνε περήφανοι και μόνοι…
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Το θέατρο τούτο πάσχει από αναιμία
και καταλήγει ωχρή η κάθε πράξη
των θεατών προσμένει η νηνεμία,
μάταια εν’ άνεμο να την ταράξει.
Μιας τραγωδίας αρχαίας καρικατούρα
το σκηνικό μια σήψη αιώνων όζει
και κάθε θεατής μοιάζει φιγούρα,
σκιά απ’ την παρέα του καραγκιόζη.
Των ηθοποιών οι διάλογοι του κώλου,
επαναλαμβανόμενες οι ατάκες,
στα καμαρίνια μεταξύ τους λένε:
«ξέρουμε πως δεν φταίμε εμείς καθόλου•
πληρώσαν να μας δούνε οι μαλάκες,
επέλεξαν αυτό που τώρα κλαίνε».
ΑΔΙΕΞΟΔΟ
Στους δρόμους της απόγνωσης τους είδα
να βρίσκουν την ανάσα τους στη βία
τα μάτια τους χορτάτα από αηδία
δεν βλέπουν ιερά ούτε πατρίδα.
Η οργή τους μια μετάλλαξη του οίκτου
κι ο ήλιος τους παρέμεινε στη δύση
αφού δεν μπόρεσε να διεισδύσει
στους σκοτεινούς τους φόβους του ενστίκτου.
Κάποιοι όμως τους βαφτίζουν ταραξίες
νονοί μιας κολυμπήθρας αγοραίας
και στην κρεατομηχανή του κράτους
κραδαίνοντας ανύπαρκτες αξίες
πετάνε αυτούς σαν τάχα να ’ναι κρέας
μ’ αλέθουνε μαζί και τα όνειρά τους.
Ο «ΑΛΗΘΙΝΟΣ»
Στη δίκη του καταραμένου τόπου
δικάζεται ο Αληθινός, μα ακλόνητος
δε σταματά ως τώρα να δηλώνει πως
κρατάει γερά το χρίσμα του ανθρώπου.
Το πήρε λέει δίκαια το χρίσμα,
βασιλικά, την ώρα που γεννήθηκε,
δε θ’ αρνηθεί αυτό που δεν αρνήθηκε
με πάθος από τότε και με πείσμα.
Ψευδείς κατηγορίες και αστείες
στο προσχηματικό τους δικαστήριο,
τον θέλουνε σαν θύμα εξιλαστήριο
να κρύψουν τις δικές τους αμαρτίες.
Στον τόπο τούτο τον καταραμένο
η δίκη συνεχίζεται επ’ άπειρο,
μ’ αυτός κρατάει στης καρδιάς τον πάπυρο
το δίκαιο ανεξίτηλα γραμμένο.
«Αληθινέ», κράτα το φως στη σκέψη
το βλέμμα σου να λάμπει το γενναίο, συ
που ξέρεις πως σου ανήκει η δικαίωση
την πίστη σου κανείς δε θ’ ανατρέψει.
ΜΠΑΛΑΝΤΑΤΟΥ ΦΩΤΟΣ
Να, τώρα ξεκινήσαμε ταξίδια
διασχίζουμε βουνά κι ωκεανούς
να φύγουμε επιτέλους απ’ τα ίδια
αυτά που τα σιχάθηκε ο νους•
θεωρήσαμε τους λόγους ικανούς…
αυτός ο τόπος στο σκοτάδι μένει
και μέσα του βυθίζει τους αγνούς
μα κάπου όμως το φως μας περιμένει.
Μπλεχτήκαμε στων άλλων τα παιχνίδια
με αφέλεια αναπτύξαμε δεσμούς
κοντέψαν να μας πνίξουνε τα φίδια
αυτών που μας φορτώσαν με θυμούς
και κει με της συνήθειας δισταγμούς
βαραίναμε και μέναμε δεμένοι
στων σκοτεινών θεών τους τους βωμούς•
μα κάπου όμως το φως μας περιμένει.
Μας έταξαν χρυσάφια και στολίδια
αθάνατους του πνεύματος χυμούς
μας έδωσαν της σάρκας τα σκουπίδια
μας έσυραν σ’ απότομους γκρεμούς
με απόρριψη, με χλεύη, με διωγμούς
και την ελπίδα αφήσαμε κρυμμένη,
θαμμένη σε απόγνωσης λυγμούς
μα κάπου όμως το φως μας περιμένει.
Σε άλλους τόπους σ’ άλλους ουρανούς
σε άλλες καρδιές παντού στην οικουμένη
ίσως βαθιά, σε χρόνους μακρινούς
μα κάπου όμως το φως μας περιμένει.