Σαχαλίνη[1]
Σαχαλίνη
ποια καμπανάκια τώρα ηχούν
στη μέση των κυμάτων;
Ήχος Κροστάνδης σε περίμενε κι εσένα
απάλειψη ειρωνική
του πρότερού σου βίου.
Σε συλλογιέμαι
με διάθεση εξωτική
απόμακρη κι εγώ
σε ελληνική επαρχία χτισμένη.
Εγγράφονται στα εδάφη σου
εκτοπισμένων βόγγοι.
Ιάπωνες ψαράδες
το βράδυ διηγούνται ιστορίες
για βασίλισσες χλωμές
στα βάθη βουτηγμένες
καθώς βρίσκονται στην αναμονή
άσματα επαναστατικά
να ακούσουν.
Κατάκοπος ο Τσέχωφ[2]
καταγράφει άγρια βάσανα ανθρώπων.
Τα ανάκτορα θα καταρρέουν διαρκώς
κι είναι γνωστό
στις ιστορίες των νησιών
πως οι νεκροί
αλλιώς φωτίζουν.
Στο σήμερα ποιος ξέρει
ποια νησιά
ευθύς αμέσως
θα γενούν
τόποι εξορίας.
Οι νυχτωδίες πολλές
στον χάρτη του παρόντος.
“… και έπεσεν η οικία επί τα παιδία σου,
και ετευλεύτησαν…”
Υπάρχουν βλέμματα κατοπτρικά
νησίδες άλλες
να φυτεύουνε στους ίσκιους
την ώρα που σκυλόψαρα εφορμούν
ή πέφτει φαγωμάρα
στα κύματα
μεγάλης τραγωδίας.
Οι Αργοναύτες
ετελεύτησαν κι αυτοί.
Τα φίδια πάντως
ζωή χαρισάμενη
διάγουν.
[1] Η Σαχαλίνη είναι νησί όπου το 1869 χρησιμοποιήθηκε με τσαρικό διάταγμα ως αποικία καταδίκων.
[2] Ο Τσέχωφ επισκέφτηκε τη Σαχαλίνη. Έγραψε το βιβλίο «Νήσος Σαχαλίνη» (2015, εκδόσεις Λέμβος), στο οποίο περιγράφεται η ζωή των κρατουμένων.
*
Ζωηροί ζαχαροπλάστες
Ταμ ταμ.
Φλαπ φλαπ.
Τους ξέρω εγώ
αυτούς του ζωηρούς ζαχαροπλάστες
με ένσημα
και εμπειρία πολυετή.
Νύχτα μέρα στον ύπνο
άχνη ζάχαρη πετάνε
καρδιές σοκολατάκια
στο κέντρο λίγο σιρόπι βύσσινο
ύστερα μια τούρτα αμαρέτο.
Τους έμαθα καλά.
Κάθε που όριζα
κάποιο επιμύθιο ερωτικό
εκείνοι μήλο κόκκινο
καραμελωτό
αφήναν στο κρεβάτι
μήπως πειστώ
να είμαι πιστή και σταθερή
μια άλλη σύγχρονη Χιονάτη.
Από αυτούς τους χαρωπούς διαφθορείς
ξέμειναν χρόνια φίλες
σε γάμους
ψεύτικα ζαχαρωμένους.
Η ζάχαρη απ’ την αρχή επιβλαβής.
Αντίβαρο μια άλλου τύπου επίγευση
ολιγαρκής
με υπομνήσεις πως συνήθως
τίποτα για πολύ δε διαρκεί.
*
Σεφερικό
Μίλησε.
Ρώτησε.
Απάντησε.
Παρατήρησε.
Κι έφυγε καβάλα στ’ άλογό του
για της Ασίνης τα χωμάτινα τοπία.
Πατρώα γη εγύρευε
μα μια τον στέλναν από δω μια από κει.
Πού βρίσκονταν θαμμένοι οι προγόνοι
τρέχα γύρευε.
Σε λίγο συνταξιοδοτείται.
Το χόρτασε το διπλωματικό το σώμα
και τα αγάλματα
μπορούσε πια να τα θωρεί ο πάσα ένας
στου κόσμου τα μουσεία.
Βαρέθηκε ο κόσμος τόσα μέλη μαρμάρινα.
Άλλα ήθελε το πλήθος να κοιτά
κι ας διδάσκονταν ακόμα τα παιδιά αρχαία ιστορία.
Οι ανασκαφές σε παύση.
Κούροι μαρμάρινοι τώρα κρατούν στα χέρια
ηδυπαθή κεφάλια ποιητών.
Στα απόκρημνα ψηφιδωτά
κόρη λαχταριστή
απλώνεται σε οθωμανικό ντιβάνι
περιμένοντας
το βλέμμα της να προσμετρηθεί
ως γνήσια ελληνικό.
Ταχύπλοα μοιράζουν τουρίστες
στου Αιγαίου τα νησιά
για λίγο φως και ουρανό.
Είναι η περιφορά διαδικασία επίπονη.
Με τον καιρό
άλλη ονοματοθεσία
θα δοθεί.
*
Χωρίς σώμα
Στην πλατεία
κανένας καλπασμός αλόγων.
Δυο πελαργοί
περνούν αστραπιαία.
Χωρίς σώμα
θα γράψω πιο καλά
την ποίηση που σου αρέσει.
Εξακολουθητικά
τραγουδάς του Νείλου το τραγούδι,
ενώ εγώ εισχωρώ
στης πυραμίδας την καρδιά
μεστή από κατάρες.
Έτσι άυλα
θα αποδώσω
άψογα
με λέξεις
την τραχειοτομή
του χρόνου,
την πτώση
σκόνης αστρικής
σε χαράδρα απόκοσμη.
Στη λίμνη
σύμπτωση ιδανική
κοάζουν τα βατράχια.
Πήγαινε λίγο παραπέρα.
The post Κωστούλα Μάκη, Τέσσερα ποιήματα appeared first on Ποιείν.