Και όλοι αυτοί οι ήρωες των μυθιστορημάτων που είχε αγαπήσει, δεν είχαν και αυτοί θέση δίπλα του, στο βραδινό τραπέζι;
Όταν ντυνόταν τα ρούχα του, δεν είχαν και αυτοί γνώμη για το τι έπρεπε να φορέσει;
Κι όταν θύμωνε ή ερωτευόταν, όταν υπέφερε ή μαγευόταν, δεν είχαν και αυτοί ευθύνη για τα συναισθήματά του;
Βεβαίως και είχαν.
Δεν ήταν απλοί επισκέπτες στη ζωή του. Ήταν συγκάτοικοί της.
Ακόμα κι αν είχε χρόνια να «μιλήσει» με κάποιους από αυτούς, ακόμα κι αν δεν τους «συναντούσε» τόσο συχνά στο δρόμο του, ακόμα κι αν με κάποιους το έφερε η ζωή ώστε να συγκρουστεί μαζί τους πάνω σε άγριες διαμάχες ή διαψεύσεις για τις ιδέες που πρέσβευαν, πάντα ήξερε πως σε ό,τι έκανε τούς όφειλε και το μερίδιό τους.
Συχνά μάλιστα τούς σκεφτόταν με πολλή κατανόηση καθώς κουβαλούσαν στη μικρή τους ζωή -εκατό, διακοσίων, έστω οχτακόσιων σελίδων- τα βάσανα, τα άγχη, τους προβληματισμούς, τους έρωτες, τις συνειδήσεις, τις βρωμιές και την καθαρότητα, την εμπειρία και την αθωότητα τόσων εκατομμυρίων ζωών που καρφώνουν τα μάτια πάνω τους.
Τους θαύμαζε για το πώς συνεχίζουν να διατηρούν τη ψυχραιμία τους στo ξετύλιγμα της ιστορίας του βίου τους χωρίς να παρασύρονται από τους συγγραφείς και τους αναγνώστες τους, από την έξω ζωή, από το κέφι του καθενός ως προς τον χρόνο ανάγνωσης, από τον τρόπο διαχείρισης της πραγματικότητας, χωρίς να θυμώνουν από το βίαιο κλείσιμο του βιβλίου και το πέταγμα στο κομοδίνο, χωρίς να μελαγχολούν για το καταχώνιασμα σε βιβλιοθήκες, για τα σκισμένα φύλλα τους.
Εντυπωσιαζόταν που παρέμεναν πιστοί στην εξιστόρησή τους, πιστοί στο καθήκον να φτάσουν ως το τέλος ακόμα και όταν τους έριχναν στη φωτιά, τους λογόκριναν, τους απαγόρευαν ή ακόμα χειρότερο, τους δάνειζαν ελαφρά τη καρδία και ανεπιστρεπτί, αδιαφορώντας για την τύχη τους.
Έφθανε δε στο σημείο να τους συμπονεί αν υπέπιπτε στην αντίληψή του ότι μπορεί να μην είχαν βρει ακόμα τους εκατό αναγνώστες που θα πρέπει να τους διαβάσουν πριν αυτοί οι αναγνώστες πεθάνουν –κι ας μην τους ενδιέφερε.
Αχ και πόσο τρομερό έβρισκε το γεγονός ότι η μοίρα τους, όταν τελείωνε η ιστορία τους, ήταν συνυφασμένη με τις ζωές των αναγνωστών τους. Η μοίρα, δηλαδή, ποιων; Αυτών των ηρώων, αυτοί που μέσα στις ιστορίες τους φάνταζαν τόσο αυτόνομοι και ικανοί να κατακτήσουν την αιωνιότητα αδιαφορώντας για τους ανθρώπους που τους διαβάζουν ακόμα και για τους ίδιους τους δημιουργούς τους!
Αντίθετα μετά το τέλος της δικής του ιστορίας σκεφτόταν ότι μπορεί να τρέχουν ιδρωμένοι να σταματήσουν τους αυτόχειρες ή τους δολοφόνους οι οποίοι παρασυρμένοι από τη δική τους ζωή τείνουν να την επαναλάβουν στο δικό τους κόσμο.
Να αγωνιούν μπροστά από έναν ερωτευμένο ο οποίος ήταν έτοιμος να ξεστομίσει στον έρωτά του επί λέξει τις δικές τους ατάκες θεωρώντας πως έτσι θα την πείσει.
Να λαχανιάζουν παίρνοντας στο κυνήγι αυτόν που ακολούθησε τον δρόμο τους, και τους άκουγε να βροντοφωνάζουν: «Ανόητοι, τι κάνετε; Εμείς δώσαμε όλο μας το «είναι», όλο μας το αίμα για να σας πείσουμε να έχετε τη δική σας ζωή και εσείς μάς αντιγράφετε; Είμαστε δίπλα σας, αλλά όχι εσείς! Προσπαθήσαμε να σας ανοίξουμε τα μάτια για να δείτε με τον δικό σας τρόπο όχι με τα δικά μας μάτια!»
Με τον ένα όμως ή τον άλλο τρόπο παρέμεναν οι πρωταγωνιστές στην ιστορία τους, όπως αυτός στη δική του, και το αίσθημα ήταν περίεργο.
The post Σπύρος Αραβανης, «Οι ήρωες των μυθιστορημάτων» appeared first on Ποιείν.