Σαν πρόλογο…
Τα ποιήματα ξυπνάνε τη νύχτα απ΄ την λήθη·
απεγνωσμένα ζητούν αποδέκτη
να τα αποτυπώσει, να τα απελευθερώσει…
Ανοίγω το παράθυρο να φέγγουν τ΄αστέρια·
απεκδύονται οι λέξεις
τις αλλοτριωμένες σημασίες,
τις παραποιημένες έννοιες
που χείλη ασεβή φόρεσαν βίαια πάνω τους,
για να διαπομπεύσουν την αλήθεια.
Γυμνές, ελεύθερες, αληθινές οι λέξεις,
κάτω από τ΄αστέρια,
ποιούν ζωή…
Άφθαρτη ετικέτα
Τετράδιο παλιό με κιτρινισμένα φύλλα,
σελίδες ελαφρώς γυρισμένες,
κουρασμένες απ’ το χρόνο,
ετικέτα λιτή, άσπρη με μπλε χρώμα·
όνομα, μάθημα, τάξη, σχολικό έτος,
γράμματα μεγάλα καλλιγραφικά,
γεμισμένα με μελάνι στη μία πλευρά
για να σπάει η ομοιομορφία.
Μπλε ποδιά, άσπρος γιακάς, κορδέλα στα μαλλιά,
δάσκαλοι άκαμπτοι, αυστηροί, απόμακροι·
βάζο με λουλούδια, βέργα στο πλάϊ.
Έτοιμοι για τιμωρία σε κάθε λάθος, σε κάθε γέλιο
εξαναγκασμένη σιωπή, παθητική προσήλωση,
επικοινωνιακή λειτουργία σε αδράνεια.
Ύστερα ήρθαν άλλοι δάσκαλοι
εραστές της γνώσης, της αλήθειας, της αμφισβήτησης
και έγιναν τα τετράδια μεγάλα με λουλούδια και εικόνες,
με θέσεις, σκέψεις και αντιθέσεις
και έγινε η διδασκαλία δισυπόστατη,
να ταλαντεύεται ανάμεσα στη ζωή και στο πάθος,
να απορρίπτει στερεότυπα,
να ερωτεύεται τους μαθητές
και αυτοί ν’ αρχίσουν να γίνονται ποιητές…
Και εκείνη η ετικέτα,
που άντεξε στην πίεση και στη φθορά του χρόνου,
ν’ αλλάζει ταυτότητα και ν’ αυτοπροσδιορίζεται.
Όνομα: άνθρωπος, μάθημα: σκέψη ελεύθερη,
τάξη: απροσδιόριστη, σχολικό έτος: αιώνιο.
Lock down
Λέξεις ακατανόητες, δανεικές, ασπόνδυλες,
δίχως ετυμολογία,
να προσπαθούν να συγκαλύψουν το δικαίωμα της ζωής.
Αναντικατάστατο, αναφαίρετο εξ’ ορισμού προέλευσης,
όχι από επιλογή,
αλλά από επιβολή ανεξούσιας αρχής.
Αρνούμαι να αποδεχθώ την αιτία της συγκάλυψης
και αυτοχαρακτηρίζομαι «αντιρρησίας συνείδησης».
Αποσύνθεση της γλώσσας,
ανακαίνιση ζωής,
πολιτισμός εξαγοράσιμος, προβαλλόμενος αναξιοπρεπώς,
σκέψη καθοδηγούμενη και πλήρως ελεγχόμενη.
Δεν δικαιούμαι να θεωρώ ότι μου στερούν την ελευθερία
και χαρακτηρίζομαι αδύναμη, ανοήμων,
ασεβής στον εαυτό μου,
στον συνάνθρωπό μου, στον αδερφό μου.
Όμως, η κτίση όλη σύσσωμη,
ανατρέποντας κάθε μέρα τις εικόνες της
συναγωνίζεται χωρίς αντιπαλότητα,
χωρίς αγωνία
την άλλη τη ζωή, την έγκλειστη,
την απομονωμένη, την επιβεβλημένη.
Ανοχύρωτη η επίπλαστη ζωή και καταρρέει.
Η εξουσία της σκέψης αδυνατεί να κατακτηθεί.
Αδιαπραγμάτευτο συστατικό του ανθρώπου η ελευθερία
και ας φοβάμαι, ας κρυώνω, ας πεινάω…
Τα γυάλινα βότσαλα
Τα πόδια σου είχαν πληγωθεί από τα βότσαλα·
έτρεχες πάνω στην καυτή μεσημεριάτικη άμμο
να προλάβεις να βουτήξεις στην θάλασσα.
Έσκυψες και πήρες τα βότσαλα,
ήταν γυάλινα και είχαν το χρώμα τ’ ουρανού·
τα κράτησες σφιχτά στα χέρια σου, για να μην πέσουν
και μου τα ΄δειχνες από μακριά, πάντα από μακριά.
Έγιναν λόγια ανομολόγητα που πόναγαν
και συ μεγάλωνες και τα κράταγες,
κι ας ήταν βαριά για τα μικρά σου χέρια.
Ύστερα, τα ΄κρυψες βαθιά στην άμμο
και ποτέ δεν φανέρωσες το μυστικό,
μα αυτά ήταν εκεί και σε πλήγωναν
και ήσουνα μόνη σου
και σιγοτραγουδούσες.
Όμως, τον άκουγα τον ήχο της σιωπής σου
γιατί ήταν απελπισμένος.
Αυτό μου έλειπε πάντα,
το τραγούδι σου
που δεν ήθελες να το ακούσω
και έφυγες πονώντας…
The post Ελένη Σακκά, «Άφθαρτη Ετικέτα», εκδ. Δωδώνη, 2021 appeared first on Ποιείν.