Η παρουσία του έρωτα, της αγάπης και η εικόνα της γυναίκας αποτελούν τρία πολύ ιδιαίτερα στοιχεία στη στιχουργική του Κώστα Τριπολίτη παρόλο που αυτή έχει ταυτιστεί για το ευρύ κοινό περισσότερο με την κοινωνικοπολιτική της διάσταση. Ο τρόπος, επίσης, με τον οποίο περιγράφει τις συναισθηματικές σχέσεις βασίζεται κυρίως σε μια διαλεκτική οπτική κατά την οποία η κίνηση και η αλλαγή εμπεριέχουν αντιθέσεις και μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο όταν βρίσκονται σε σύγκρουση. Αυτή, λοιπόν, η αμφίδρομη σχέση υποταγής, αυτό το πλέγμα εξουσίας που δένει τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές, αποτελεί τον κεντρικό άξονα της θεματικής των στίχων του Τριπολίτη, όταν αυτοί αναφέρονται στις ερωτικές διαπροσωπικές σχέσεις. Η γλώσσα του και σε αυτό το θέμα δεν διαφέρει από την τεχνοτροπία που εν γένει τον χαρακτηρίζει: τα αντικείμενα γίνονται σύμβολα, απουσιάζουν οι αφηρημένες έννοιες και γίνεται χρήση λέξεων που φαινομενικά δεν θα ταίριαζαν σε μια τέτοια θεματική κι όμως βρίσκουν απολύτως τη θέση τους μέσα σε αυτή.
«Ζω, μετά από σένα ζω»
Κατ’ αρχάς η θεματολογία των στίχων του Τριπολίτη μέχρι την έναρξη της συνειδητοποιημένης του περιόδου, δηλαδή στη χρονολογία-ορόσημο, 1981, όταν και κυκλοφορούν πέντε δίσκοι που τον (αυτό)προσδιορίζουν, έχει ένα σχεδόν αποκλειστικά αισθηματολογικό πυρήνα –αν εξαιρέσουμε την παρουσία του στο δίσκο του Χάρυ Κλυνν, «Για δέσιμο» (1979)- ικανοποιώντας τις ανάγκες των τραγουδιών. Ακόμα και αν σχεδόν στο σύνολό τους τα έχει αποκηρύξει, μπορεί κανείς σε αυτά να εντοπίσει αποσπασματικά και εν σπέρματι την εξέλιξη της στιχουργικής του. Έτσι, σε ένα από τα πρώτα τραγούδια του, το 1977, γράφει: «Μα εγώ έχω στην καρδιά μου σίδερο/ κι ένα βραχνά απόψε ανήμερο./ Ποια είμαι και τι θέλω ξέχασα,/ μονάχα σκέφτομαι που σ’ έχασα» («Ποια είμαι και τι θέλω») εμφανίζεται δηλαδή αυτή η ελαφράδα και αμεσότητα της αποτύπωσης των ερωτικών σχέσεων μολονότι στους δυο πρώτους στίχους είναι πιο «ποιητικός». Την ίδια αίσθηση αποκομίζει κανείς και από το τραγούδι τού 1979, «Δυο νότες από τον Σοπέν», όπου συνδέει εντέχνως την πρόβα μιας μουσικής μπάντας με το ερωτικό του αίσθημα: «Μια μπάντα επαρχιακή έκανε πρόβες σ’ ένα ματς / Έφτανε από μακριά σε μας παράτονη μουσική / Η αποθήκη όλο σκουριά, τα ρούχα μας σ’ ένα καρφί / Λαχτάρα μου ήσουνα κρυφή, η ανάσα σου ήτανε βαριά / Δυο νότες από τον Σοπέν / κι ένα ξεκούρντιστο βιολί/ “Τι κρύο που ’ναι το φιλί” / τα χείλη σου μου λεν». Η αποτύπωση των χωρισμού είναι έντονη σε αυτή τη στιχουργική του περίοδο. Ενδεικτικά: «Θα φύγω όταν κοιμάσαι / Τα δάκρυα μην δεις / αντίο δίχως να μου πεις / Δε θέλω να θυμάσαι και ούτε να σκεφτείς/ Πως έφταιξε απ τους δυο κανείς» (Θα φύγω όταν κοιμάσαι) όπως και η «αναγέννηση» της ηρωίδας -στο πιο γνωστό από τα τραγούδια αυτής της περιόδου το», το «Ζω»: «Ζω, μετά από σένα ζω,/ μπορώ και ξαναζώ,/ μονάχη συνηθίζω/ τον κόσμο ν’ αντικρίζω/ σε σπίτι αδειανό. Από τον ίδιο δίσκο «Εικόνες» (1979) με συνθέτη τον Γιώργο Χατζηνάσιο και ερμηνεύτρια τη Δήμητρα Γαλάνη, είναι και το ακόλουθο: «Είναι πληγή η αγάπη μου/ και με πονάει όλη με/ είναι πληγή η αγάπη μου/ και την ζωή μου μόλυνε» εμφανίζοντας μια «λαϊκή» στιχουργική τεχνική στη βάση της ρίμας της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου: «Να σου δώσω μια να σπάσεις α ρε κόσμε γυάλινε / και να φτιάξω μια καινούρια κοινωνία άλληνε» ή του Νίκου Γκάτσου: «Φύσα αεράκι, φύσα με / μη χαμηλώνεις ίσαμε», όπως και η επιρροή του Μάνου Ελευθερίου και του Δημήτρη Χριστοδούλου, όταν γράφει: «Ο κόσμος είναι όνειρο / και τ’ όνειρο είναι ψέμα / Η αγάπη μας ξεριζωμός / ορφάνια κι αναστεναγμό,/ λουλούδι μες στο ρέμα».
Αυτό πιθανόν να οφείλεται αφενός μεν στα ακούσματά του, αφετέρου στην προσωπική σχέση που είχε με ορισμένους λαϊκούς συνθέτες από πολύ νεαρή ηλικία οι οποίοι, σύμφωνα με δική του αναφορά, του ζητούσαν να διορθώνει τα λαϊκά τραγούδια τους ή να γράφει στίχους χωρίς όμως να αναφέρεται η δική του υπογραφή. Ο ίδιος σε μια συνέντευξή μας μού είχε αναφέρει σχετικά: «Μουσικά είχα διάφορα ακούσματα, από τον Μέντελσον μέχρι τον Χατζηχρήστο και τον Βαμβακάρη, από τον Φρανκ Ζάππα μέχρι το Θεοδωράκη, πολλά, δηλαδή πράγματα που μοιάζουν αντιφατικά, μπορούσαν να συνενωθούν σε εμένα. Όταν αποφάσισα να ασχοληθώ ουσιαστικά με τα τραγούδια δεν αναζήτησα πρότυπα. Ακόμη και με πολλά από τα καλά τραγούδια της δεκαετίας του ‘70 διαφώνησα, όπως πολλές φορές και με τον Γκάτσο ή τον Χριστοδούλου σε θέματα μορφολογικά και θεματολογικά».
«Γίνεται η αγάπη σου επέμβαση χειρουργική»
Στη δεύτερη περίοδο της στιχουργικής του, ο βασικός, δηλαδή, κορμός του στιχουργικού του corpus, όπως είπαμε, από το 1981 και μετά, ο Τριπολίτης ξεδιπλώνει σε όλη την έκτασή του τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τις ερωτικές σχέσεις, αλλά και την αγάπη ως διευρυμένη έννοια. Στους δύο δίσκους του με τον Μίκη Θεοδωράκη, «Επιβάτης» και «Ραντάρ», έχοντας πια συνειδητοποιημένα αποφασίσει να εκφράσει την κοινωνικοπολιτική του οπτική, παρουσιάζει την αγάπη όχι στην αμεσότητα της σχέσης, αλλά ως αντανάκλαση της πραγματικότητας, γι’ αυτό και τη στιχουργεί με λέξεις από τον εξωτερικό χώρο και όχι με τις αφηρημένες έννοιές της. Η αγάπη, δηλαδή, στους στίχους του είναι κυρίως το συναίσθημα και η ανάγκη του ανθρώπου της πόλης και όχι μια προσωποποιημένη διαλεκτική σχέσης δωματίου. Ενδεικτικά: «Γίνεται η αγάπη σου επέμβαση χειρουργική / ανάγκη απόλυτη/ διαδήλωση ορμητική, οργή ξυπόλυτη / Γίνεται η αγάπη σου ανατροπή», «Και γίνεται η αγάπη σαν εγχείριση/ νυστέρι που μας δάγκωσε το δέρμα/ Τ’ όνειρο μαζί με την αντίρρηση / Ως το τέρμα», «Χαρμάνι, σάρκα και μπετό/ Κι εγώ αγάπη ν’ απαιτώ / Μες στου καπνού τα καταγώγια», «Αγάπη του ψωμιού και της φωτιάς/ αγάπη της αρμύρας/ ρεκλάμες θα μας πνίξουν/ κι αδειανά κονσερβοκούτια μπύρας», «Λέγε τον έρωτα δασμό / Και νύχτα δίχως προορισμό». Η αγάπη, λοιπόν, συνδέεται άρρηκτα με την πόλη, είναι η υπαρξιακή- συναισθηματική ταυτότητα που αναζητά το στιχουργικό υποκείμενο εντός του χωροταξικού πλαισίου με τους έμφορτους συμβολισμούς της: «Γυαλίζουν οι προφυλακτήρες/ και αντηχούν τα φρένα / Τα μάτια έκλεισες και πήρες/ Την πόλη αυτή μαζί με μένα / Αγάπη μου, χωρίς φεγγάρια/ Χωρίς λουλούδια χάρτινα/ Δικιά σου πάρ’ τηνα», «Αγάπη του ψωμιού και της βροχής/ Αγάπη στα μπαλκόνια/ Στην άσφαλτο τα αίματα θα δες/ Και πλαστικά μπιτόνια». Ωστόσο στο τραγούδι: «Έφραγμα», «Έμφραγμα διπλό και πικρό κινίνο/ ο έρωτας που παίρνω και που δίνω/ ίσκιος σκοτεινός λάμπα της θυέλλης/ τα πράγματα που θέλω και που θέλεις», εμφανίζεται για πρώτη φορά αυτή η συγκρουσιακή ερωτική σχέση η οποία θα αναδειχθεί σε επόμενες δισκογραφικές του εργασίες.
«Γίνεται το κορμί σου τζετ/ Κι υψώνεται»
Στον δίσκο «Σκουριασμένα χείλη», το 1981, σε μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη, το θεματολογικό κέντρο βάρους των στίχων του Τριπολίτη είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις έχοντας όμως αφήσει στην άκρη την επιφανειακή προσέγγιση που χαρακτήριζε μεγάλο μέρος της προηγούμενες δισκογραφίας του. Εμφανίζεται πιο έντονα ο «εμφύλιος» πόλεμος μεταξύ των δυο εραστών και η τάση για «επιβολή» ή επίδειξη δύναμης: «Απ το ξενύχτι των φαντάρων / Το ξέρεις πως σε κουμαντάρω», «Επεμβαίνεις, επεμβαίνεις στη ζωή μου ασυγχώρητα / σε θέματα/ προσωπικά κι απόρρητα/ με ντέτεκτιβ κι υποκλοπές/ μ’ εντάλματα κι επιτροπές/ επεμβαίνεις, επεμβαίνεις, επεμβαίνει / μ’ έκανες μπαλάκι τένις», «Θα πέσεις στα μωσαϊκά / Και θα παρακαλάς/ Τα χείλια ετούτα που φιλάς / Θα τα παρακαλάς / Θα `σαι για λύπηση / Θα κλαις και θα γελάς». Από την άλλη πλευρά παρών και ο ερωτικός λυρισμός του πάντα μέσω μιας εικονοποιίας σκληρού ρεαλισμού: «Ηλεκτρισμένα κορμιά που ταξιδεύουνε / κι όλο παλεύουνε / γυρεύουνε / κάτι από σένα κι από μένα / ηλεκτρισμένα / σκοτάδια που χορεύουνε», «Πατάς το κόκκινο κουμπί / Κι όλο το δάκρυ κι ο ιδρώτας / Απ’ τα σώματα / Ανατινάζεται αυτόματα», «Σε γύρεψα / σ’ένα καθρέφτη σπασμένο / σ’ένα κομμένο γυαλί / σε γύρεψα πολύ» Μισόφωτο δωμάτιο/ Το πάθος που πληρώνεται/ Γίνεται το κορμί σου τζετ/ Κι υψώνεται/ Σπάζοντας το φράγμα/ Του έρωτά σου και του ήχου/ Επάνω μου συντρίβεσαι/ Και στα μπετά του τοίχου». Ο έρωτας είναι συντριβή, αλλά όχι ως ήττα. Ως νίκη των εραστών. Ωστόσο προοικονομεί, ήδη από το 1981 την πορεία των ερωτικών σχέσεων, όπως γιγαντώθηκε τις επόμενες δεκαετίες: «Αγάπη παθιασμένη και νευρασθενική/ Απόψε μας την έχουνε στημένη/ Οθόνες και καημοί ηλεκτρονικοί». Οι παθιασμένοι, αλλά και νευρασθενικοί έρωτες ως απόρροια της ηλεκτρονικής εποχής. Οι εμμονές, οι ψυχώσεις, οι digital εκδοχές, η επιρροή της οθόνης στη διαμόρφωση των σχέσεων. Η αδυναμία των συναισθηματικών υποκειμένων μπροστά στην παντοδυναμία του καταναλωτισμού, του life style, των στατιστικών, των συνταγών ζωής. Για αυτό και κραυγάζει: «Δεν είμαστε στην ίδια την συχνότητα / δεν είμαστε στον ίδιο τον σταθμό/ τα όνειρά μου έχουνε ταυτότητα / τα όνειρά σου έχουν αριθμό». Γι αυτό και διαπιστώνει πικρά: «Η ζωή σου εδώ κι εκεί / απομόνωση στην ίδια σου τη φυλακή/ η ζωή σου όπου κι αν πας / άδειο τρίκυκλο και φαγωμένος μουσαμάς».
«Μ’ αγαπάς με βρώμικες λέξεις»
Το 1987, στον δίσκο «Ρινγκ», σε μουσική του Τάκη Μπουγά, ο ο Τριπολίτης εμφανίζεται με το όνομα «Κώστας Άλλος» υπογράφοντας εννέα τραγούδια και δύο ως Τριπολίτης και η διαλεκτική σχέση των δυο εραστών κυριαρχεί σε ένα σκληρό παιχνίδι εξουσίας, άγριων αισθημάτων, πάθους και «υποταγής»: «Μ’ αγαπάς με βρώμικες λέξεις / Μ’ αγαπάς με φώτα αναμμένα / Μ’ αγαπάς κι αν άγρια θα παίξεις/ Μ’ αγαπάς με ρούχα σκισμένα / Μ’ αγαπάς από μένα για μένα», «Είσαι κρατήρας ηφαιστείου/ κι όχι ο άντρας του αστείου/ Δεν είσαι ο φλώρος της ατάκας/ ούτε και το τεκνό της πλάκας / Κι εγώ είμαι η τύπισσα / που σε χτύπησα / Κι εγώ είμαι η τύπισσα που σε χτύπησα». Με τη φόρα που έχει από την προηγούμενη δισκογραφική του εργασία με τον Κραουνάκη γράφει και εδώ: «Τανγκό των παρανόμων κρυφών δικαιωμάτων /τα βράδια των Σαββάτων, / εσύ κορμί των δρόμων, ο κύριος των σωμάτων / και πάντων αοράτων, / ανοίγω το φτερό σου, μαζί μου απογειώσου,/ γίνε κυβερνήτης,/ μες στην περιστροφή σου να γίνω η αφή σου/ και το κρυφό κουμπί της, εγώ». Αποτυπώνει ρεαλιστικά τη γυναίκα που φωτογραφίζεται γυμνή για τις ανάγκες των ιλουστρασιόν εξωφύλλων και της βιομηχανικής παραγωγής της σάρκας, αλλά διατηρώντας ακόμα το δικαίωμα της ιδιωτικής σχέσης: «Γυμνή να εκτεθώ / στη λάμψη των φλας / Στον κόσμο να εμφανίσω / το σώμα που φιλάς / Μαγνήτης να γίνω με τέσσερις πόλους / σε σένα ν’ ανήκω να δίνομαι σ’ όλους / γυμνό εξώφυλλο με κάμερα και φλας». Και από την πλευρά του άνδρα: «Θρύψαλα, γυαλιά, συναγερμός,/ ο ταξιτζής που κάνει βάρδια/ να ο φοβισμένος εραστής / με τα βιαστικά του χάδια / Σε ξενοδοχεία κεντρικά/ μια θλίψη τοξικομανίας/ κι όλα σ’ ένα σχήμα ερημιάς/ και βουβής μονοτονίας». Σε δυο από τις λίγες φορές που «ηρεμεί» και αποκαλύπτει την τρυφέροτητά του, γράφει: «Και λιώνω από τον έρωτα σαν παγωτό βανίλια / που βγαίνει από την παγωτομηχανή στα καυτερά σου χείλια» και «Στόμα, ποιο στόμα έχεις φιλήσει/ Στόμα, του έρωτα μου γίνε λύση/ Στόμα, που μαύρο σ’ έχουν χρωματίσει/ Στόμα, ποιο στόμα έχεις φιλήσει/ Στόμα, του έρωτα μου γίνε λύση / Στόμα που σ’ έχουν χρησιμοποιήσει». Επιστρέφει όμως γρήγορα στον άγριο συναισθηματικό λυρισμό του εκφράζοντας όμως το ίδιο συναίσθημα: «Ο πειρασμός, ο πειρασμός / είναι που μοιάζουνε τα λόγια σου κρυφός ερεθισμός / είναι που φέγγουνε τα μάτια σου και λάμπει ο πυρετός / Ο πειρασμός, ο πειρασμός / είν’ οι κουβέντες σου που σέρνονται σαν ψίθυρος βραχνός / ο πειρασμός, ο πειρασμός / Σ’ έχω ανάγκη / σπασμένα τα φρένα, κομμένοι οι σπάγγοι / Σ’ έχω ανάγκη». Στήνει ένα σκηνικό «μάχης» για να μιλήσει για το πάθος: «Τα φοβερά μου χημικά θ’ ανακατέψω/ μ’ ένα κοκτέιλ φανταστικό να σε μαγέψω/ Με δυο παγάκια, εφτά φιλιά, μια δόση ουίσκι/ και μ’ ένα στέρεο που το `καψαν οι δίσκοι/ Τα φοβερά μου χημικά θ’ ανακατέψω/ Τα φοβερά μου χημικά θ’ ανακατέψω/ Λέω απόψε όλα να στα επιτρέψω/ Τα φοβερά μου χημικά θ’ ανακατέψω/ Λέω απόψε όλα να στα επιτρέψω».
«Έχω τον έλεγχο των πιο κρυφών κυττάρων σου» και «Άδειασες ύπουλα το εγώ σου στο εγώ μου»
Η συνεργασία του με τον Θάνο Μικρούτσικο στους δίσκους «Όλα από χέρι καμένα» (1988) και «Συγγνώμη για την άμυνα» (1989) έδειξε την πολύ ισχυρή χημεία τους δημιουργώντας τραγούδια με ανεξίτηλο πολυεπίπεδο στίγμα. Οι αναφορές στο θέμα του «έρωτα» και της εικόνας του «θηλυκού», της ανταγωνιστικής σχέσης και του κοινωνικά προσδιοριζόμενου ερωτικού αντικειμένου αποδίδονται με ένα εξαιρετικό αμάλγαμα ρεαλισμού, στιχουργικής πρωτοτυπίας, κοφτερού λυρισμού και εξαιρετικής εικονοπλασίας. Το «θηλυκό» κατ’ αρχάς γίνεται σκεύος ηδονής παρουσιάζοντάς το συμπυκνωμένα και κυνικά με όλη αυτή την εμπορευματοποίησή του ως κατασκευασμένη ανάγκη του αρσενικού: «Κλίσματα, σέντρες, γκομενάκια, πακέτα, / άγγελοι, telex, ανθοδέσμες, κουφέτα, / πρόεδροι, κέτσαπ, βαλβολίνες, ενέσεις, / κι ότι σου υπόσχονται για να τη πέσεις». Παρουσιάζεται σαν ένα αποπροσωποιημένο αντικείμενο-έπαθλο για τις αστικές ονειρώξεις: «Και ονειρεύομαι πισίνες και ονειρεύομαι γκόμενες / και ονειρεύομαι φόρμουλες, γκόμενες και ονειρεύομαι Λος Άντζελες». Αλλά και ως θλιβερή αποδοχή: «Ένα μπλουζ η αγάπη μου πένθιμο / μια πομπή μαύρων αυτοκινήτων». Η υποτακτική σχέση, η επιβολή του ισχυρού άρρενος πάνω στο αντικείμενο του πόθου του αν και σε επιφανειακό επίπεδο αντηχεί μια φαλλοκρατική αντίληψη, ωστόσο φανερώνει ουσιαστικά το σκληρό ερωτικό παιχνίδι με όρους αποδεκτούς και από τις δύο πλευρές: «Νύχτα που μυρίζει μπριγιαντίνη / σπρέι με βαρύ αποσμητικό / γδύνεται στο κάθισμα εκείνη/ κι είμαι το μεγάλο αφεντικό/ Με θέλεις / με κακό χορτάρι κι άγρια γκάζια/ μα είμαι κόκκινος / κι εσύ χορεύεις στα γρανάζια». Κορωνίδα αυτής της αμφότερης εξουσιαστικής επιβολής, το τραγούδι «Κοντρόλ», στο οποίο ο Τριπολίτης, σε μια μοναδική στιχουργική στιγμή, στο σύνολο της δισκογραφίας των τραγουδιών που περιγράφουν τις ερωτικές σχέσεις, αναπτύσσει με έναν ανεπανάληπτο έντεχνο τρόπο το θέμα: «Αγάπησα μια γυναίκα ευνούχο / με ψηλό τακούνι και πέτσινο ρούχο/ Με τρύπια μυαλά γεμάτα φουρκέτες/ κολλημένη χρόνια/ στις ίδιες κασέτες/ Έχω τον έλεγχο / των πιο κρυφών κυττάρων σου/ του οργασμού, της πείνας σου/ της μάρκας των τσιγάρων σου/ Αγάπησα μια γυναίκα τανάλια/ με καρφιά στα χέρια / σκισμένη βεντάλια/ που κάνει λαβές με κόλπα καράτε/ σπάει φαρμακεία/ και στα πάρκα κοιμάται». Ένας ολόκληρος αγώνας μεταξύ των δυο μονομάχων χωρίς την τοξικότητα των διαλυμένων σχέσεων, αλλά την αρχέγονη πάλη δυο θηρίων για το ίδιο θήραμα σαν να είναι βγαλμένη κατ΄ αναλογία με τις θρυλικές ομηρικές παρομοιώσεις της Ιλιάδας, όπως τη μάχη του Πάτροκλου με τον Έκτορα για το άψυχο σώμα του Κεβριόνη: «σαν δυο λεοντάρια στο βουνό, της πείνας λυσσιασμένα». Μόνο που εδώ το έπαθλο είναι η κατάκτηση της ηδονής, η κατάκτηση του άλλου, ο θρίαμβος της υποταγής ως ένα βαθύτατο ερωτικό στοιχείο. Κι όλο αυτό χωρίς «πουλημένα παιχνίδια» και «δωρεάν νίκες». Αλλά με αίμα, μέχρι το τέλος: «Βγάζω τη φόρμα του καλού πρωταθλητή / κρύβω στο ράφι τα αθλητικά μου είδη, / κάνε μονάχη σου και το διαιτητή/ το πουλημένο κέρδισέ το το παιχνίδι/ Αν λέω αν, παίζεται το παν δίχως θεατές, χωρίς ρακέτα /αν θέλεις αν, νίκες δωρεάν τότε τα παιχνίδια κέρδισε τα, / δεν μπαίνω στο παιχνίδι σου όχι δωρεάν». Στον ίδιο δίσκο όμως βρίσκεται και η «Αλίκη». Αυτή η πικρή και ρεαλιστική ελεγεία του Τριπολίτη στο κορίτσι στο οποίο «σοδόμισαν» στο σώμα και τη ψυχή όλοι οι φορείς «αγωγής» της. Η άλλη πλευρά του παραμυθιού της νεράιδας και τριανταφυλλένιας κοπέλας των εξωφύλλων του Κωστόπουλου που άρχισαν να γιγαντώνονται την ίδια χρονική περίοδο.
Στο τραγούδι «Άρλεκιν», πάντα σε μουσική Μικρούτσικου, που κυκλοφόρησε το 1989, στο δίσκο «Όσο κρατάει ένας καφές» ο Τριπολίτης συνεχίζει να βροντοφωνάζει για αυτή την επιφανειακή ερωτική σχέση η οποία είναι απλώς μια κενή προσπάθεια να καλυφθεί η μοναξιά του ατόμου μέσω της διασκέδασης ή του ρηχού συναισθηματισμού των Άρλεκιν: «Μου λένε πως διασκεδάζεις / με κάτι δίσκους και το τζιν / κι εγώ τους λέω επισκευάζεις / της μοναξιάς σου το ευ ζην […] Τον έρωτά σου λεν πληγώνεις / I love στις μπλούζες σιδερώνεις / κι εγώ τους λέω μην έρθεις μην».
Στο δίσκο «Συγγνώμη για την άμυνα» γράφει ένα από τα πιο συμπυκνωμένα στιχουργήματά του επί του σχετικού θέματος των σχέσεων: «Ωραίο πράγμα ο έρωτας/ μόνο που έχει μια δυσκολία / χρειάζονται το λιγότερο δύο / στη φαντασία του ενός», θυμίζοντας τη θεωρία του Λακάν πως ο έρωτας είναι τάση για το Ένα, κάτι που στηρίζεται στην οντολογία, στο ον και πίσω από το ον, στην απόλαυση, στο ερώτημα για το τι συγκροτεί το Ένα, δηλαδή το ερώτημα της ταύτισης ή κατά όπως γράφει ο Τριπολίτης: «Έτσι που το ένα μηδέν του άλλου/ να ‘ναι μηδέν μηδέν του μηδενός». Συνεχίζοντας στον ίδιο «μαθηματικό-φιλοσοφικό» συλλογισμό γράφει σε άλλο τραγούδι: «Άδειασες ύπουλα το εγώ σου στο εγώ μου / πέρασες μέσα απ’ το μυαλό μου στους ιστούς / κι όταν ζητάω να ξαναβρώ τον εαυτό μου / δεν έχω πια ούτε εγώ ούτε γνωστούς / να μου θυμίζουνε το τέως είδωλό μου / Ο ένας για τον άλλο ενα και το αυτό/ κι ο ένας μες τον άλλο ένας και κρυφτό». Και πάλι ο ίδιος αδυσώπητος αγώνας για την ερωτική και ολοκληρωτική επικράτηση, η ίδια δίψα για επιβολή στον άλλο και «εξόντωσή» του. Επίσης, σταθερό μοτίβο η παρουσία του εμπορευματοποιημένου έρωτα: «Του έρωτα το περιθώριο εμπόριο / λίγα χιλιάρικα κι η μέθη / στοργή για όλα τα μεγέθη / δίχως όριο» με αυτό το εξαιρετικό δίστιχο για το οποίο θα μπορούσε να γραφτεί μια διατριβή ως επιτομή της ιστορίας της αγάπης στην ακριβώς αντίθετη βάση των θρησκευτικών ιδεολογιών –πιθανόν και ιστορικά πιο γνήσια…: «Απ’ την αγάπη του πλησίον / φτιάχνεται η λάσπη και το ψέμα και το μίσος / απ’ την αγάπη του πλησίον / να φυλαχτούμε ίσως». Για ακόμα μια φορά και η παρουσία του αποχαυνωμένου από τις οθόνες ανθρώπου: «Γλυκιά ακίνητη θολή νιρβάνα/ δεν έχεις έρωτες μα έχεις πλάνα» […] πουλάει η μοναξιά χιλιάδες φύλλα όταν ποζάρει στο φακό» και η κραυγή του για την εξέλιξη του σαρκικού έρωτα ο οποίος υποβιβάστηκε σε φθηνή ερωτική πράξη και ας είναι «μες τη χλιδή»: «Ίσα κι όμοια / η σάρκα που δε γνώρισε προνόμια / με της χλιδής τη σάρκα» ανανεώνοντας την ύπαρξή του σε βραχυπρόθεσμο μόνο χρόνο: «Με λόγια κατασκότεινα / το πάθος βγάζει εξάμηνα / συγγνώμη για την άμυνα / και για όσα δε σου πρότεινα».
Στον ίδιο δίσκο, τέλος, υπάρχει κι ένα από τα πιο εμπνευσμένα θεματικά και στιχουργικά τραγούδια τόσο της δισκογραφίας του Τριπολίτη όσο και γενικότερα. Ο τίτλος του: «Προσπέκτους». Πρόκειται για μια εγκάρσια ποιητική τομή στη ζωή των «έγχρωμων» και «γυαλιστερών» γυναικών η οποίες «βρέθηκαν αιχμάλωτες μες την κοιλιά του κήτους», κάνοντας μια παρομοίωση με την βιβλική ιστορία του προφήτη Ιωνά. Μιλά για την κατάρα της «σάρκινης μεμβράνης» τους, αυτή που τελικά τις παγίδευσε να γίνουν τα θύματα της «θάλασσας των ηδονών», του εμπορίου της σάρκας, της ευχαρίστησης των κοιλαράδων πελατών, οι οποίοι με τα λεφτά τους τις πασπατεύουν σε ένα μαγαζί strip show –ας πούμε. Κι όμως στο τέλος του τραγουδιού το μήνυμα ανατρέπει τα δεδομένα: «Φαντάζομαι τις έγχρωμες / γυαλιστερές γυναίκες / στον τελευταίο τους χορό / μ’ ένα στο χέρι κέρμα / Να με κοιτάζουν σαν τζουκ μποξ / να με περιγελάνε / κι όλο να μου επιστρέφουν / το ματαιωμένο σπέρμα». Είναι αυτές που παραμένουν αξιοπρεπείς, αλώβητες, περήφανες και αγέρωχες επιστρέφοντας το ματαιωμένο σπέρμα των πελατών. Είναι αυτές που λυπούνται τον πελάτη και τις πεινασμένες ανάγκες του. Είναι αυτές που νικάνε σε αυτό το σκληρό παιχνίδι εξουσιαστικής σχέσης.
«Το αρσενικό είναι τοξικό / το θηλυκό σκοτώνει»
Το 1994, ο Αντώνης Βαρδής μελοποιεί πέντε στιχουργήματα του Τριπολίτη, έχοντας υπογράψει τα τέσσερα με το γνωστό του ψευδώνυμο «Κώστας Άλλος». Το τραγούδι «Σκύλα βροχή» έρχεται να συναντήσει το «Προσπέκτους». Δεν μιλάει όμως εδώ ως εξωδιηγητικός αφηγητής του τραγουδιού, αλλά ως ο ήρωας της ιστορίας ο οποίος υποκλίνεται στο μεγαλείο του πληρωμένου έρωτά του, αναγνωρίζει το όραμα της κοπέλας στα μάτια του πελάτη της: «Υγρός καιρός ο τιμωρός και θέλει να ξεχάσω / τον πληρωμένο έρωτα που πήγα ν’ αγοράσω […]/ Σκύλα βροχή απ’ τα ρούχα μου μη σβήνεις τ’ άρωμά της / τις προστυχιές απ’ τις νυχιές στην έκταση της πλάτης, / εγώ γι’ αυτή δεν ήμουνα απλά ένας πελάτης / σκύλα βροχή στα μάτια μου / μούσκεψε τ’ όραμά της». Στο τραγούδι «Προοπτικές» γράφει για το τέλος του ρομαντισμού είτε αυτός είναι ερωτικός είτε πολιτικός καθώς ο ρεαλισμός κρίνεται ως πιο επείγον αίτημα: «Σε σκότωσα με την απόγνωση / ενός ρομαντισμού που λήγει / γιατί ο καιρός ήρθε σίγουρα / που η πραγματικότητα επείγει». Στο τραγούδι, τέλος, «Το αρσενικό είναι τοξικό» παρουσιάζει και πάλι αυτόν τον ιδιοφυή στιχουργικό «μαθηματικό-φιλοσοφικό» συλλογισμό για να σχολιάσει συνοπτικά τη διαλεκτική σχέση των δυο φύλων, προσθέτοντας όμως τώρα και το τρίτο φύλο: «Το αρσενικό είναι τοξικό / το θηλυκό σκοτώνει / γι’ αυτό κι οι επιζήσαντες / θα ‘ναι τελείως μόνοι / Τ’ αρσενικό είναι θηλυκό / το ουδέτερο είναι κάτι / αν έχεις λίγη ανοχή / και ευρύχωρο κρεβάτι / Το αρσενικό είναι θετικό / το θηλυκό αντιθέτως / Όταν τα δυο εφάπτονται / πλαγίως και καθέτως»
«Στη μαύρη λίμνη σου να πέφτουν κωπηλάτες…»
Στην τελευταία ως σήμερα ολοκληρωμένη δισκογραφική του παρουσία, το 2002, στο δίσκο «Γέφυρες», σε μουσική του Διονύση Τσακνή, οι αναφορές στο ερωτικό στοιχείο είναι λιγοστές όμως εξίσου δυνατές. Στο τραγούδι «Μηχανικός baby», ο Τριπολίτης αποδεικνύει για ακόμα μια φορά το πώς μπορεί να γίνεται λυρικός μέσα από μια φαινομενικά διαφορετική συνθηματική γλώσσα και όχι μέσω ενός ρηχού αισθηματισμού. Γίνεται ο «μηχανικός» που φορτίζει με ερωτική ενέργεια το απέναντι σώμα επαναφορτίζοντάς το με τις θερμοκρασίες και τα ηφαίστεια, τις εκρήξεις και τους πυροκροτητές που πρέπει να διαθέτει κάθε είδους ερωτική ένταση: «Κάτω απ’ το δέρμα σου θα βάλω / Θερμοστάτες / Θερμοκρασίες να κρατάνε δυνατές» Ένα τραγούδι βαθύτατου υπερρεαλισμού και εκφραστικών μέσων που υποδηλώνουν περίτεχνα τη σεξουαλική πράξη: «Στη μαύρη λίμνη σου να πέφτουν κωπηλάτες / Βαθειά σου να βυθίζονται γυρεύοντας ακτές». Στο «Φετίχ» συνεχίζει στην ίδια τεχνοτροπία, των λέξεων που αναγεννιούνται στη στιχουργική του και συνδυάζονται ώστε να προσφέρουν νέες νοηματικές έννοιες: «Αντί να ψάχνω παυσίπονα / Στον έρωτά σου να τρύπωνα / Με τον καθρέφτη του νάρκισσου / Να σε ξυπνήσω απ’ τη νάρκη σου / Στο βάθρο του ανεξιχνίαστου / Ηθοποιός της λαγνείας του / Στο κωμικό, στο μακάβριο/ Να βρω μαζί σου ένα αύριο». Στο «Ράλι δακρύων» αφήνει τα συναισθήματά του πιο άμεσα να εκφραστούν: «Ασχήμια πάνω στην ασχήμια / Πρώην αγάπη που ασχημαίνει / Αγρίμια μέσα μας αγρίμια / Φοβάμαι είμαστε δυο ξένοι / Κάθε δεύτερη σκέψη / Φέρνει πρώτη μια θλίψη / Πόσο σ’ είχα πιστέψει / Και πολύ μου ‘χεις λείψει / άλλο τι να ικετέψει / μια ζωή πριν εκλείψει». Τέλος, στο «Τύραννος» γίνεται δημώδης και με τη γνωστή του αντιθετική συλλογιστική υμνεί τον ερωτευμένο: «Τύραννος τα μάτια / Με το μπλε βαθύ / Φέγγουν μονοπάτια / Ποιος να κοιμηθεί / Τύραννος τα μάτια / Που `χουν ομορφιά / Χτίζουν σκαλοπάτια / Στήνουν και καρφιά / Τύραννος τα μάτια / Που έχουνε κλειδιά / Για ψηλά παλάτια / Για φτωχή καρδιά».
Αντί επιλόγου
Στα δυο τελευταία μέχρι σήμερα στιχουργήματά του, στον δίσκο της Μάρθας Μεναχέμ, «Μικρή Ελεγεία» (2007), ο Τριπολίτης παίρνει μια τελική –προς το παρόν- θέση για το θέμα των σχέσεων –και όχι μόνο-: «Απέναντί σου θα `χω πάρει θέση / τα δάκρυα των πραγμάτων / τα δάκρυα των ανθρώπων δε θα ζω / ούτε κι εσύ θα `σαι για μένα / ούτε και εσύ» («Lacrima») και «Νυν υπέρ πάντων των συμπάντων / πυρ κατά τέως και πασχόντων / των μαραμένων κι αμαράντων / πλην των εν ύπνω τους παθόντων» («Λιβελόγραμμα»).
Α΄ Δημοσίευση, περ. Μετρονόμος, Τεύχος 77-78, Αφιέρωμα στον Κώστα Τριπολίτη.
The post «”Έχω τον έλεγχο των πιο κρυφών κυττάρων σου” – Ο έρωτας, η αγάπη και η εξουσιαστική διαλεκτική των σχέσεων στη στιχουργική του Κώστα Τριπολίτη» (γράφει ο Σπύρος Αραβανής) appeared first on Ποιείν.