Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Νικόλας Προδρόμου, «Τα Γάλατα»

$
0
0

Το σπίτι μας -φαινομενικά- ήταν σαν όλα τα άλλα.  Μονάχα λίγο (έως πολύ) μεγαλύτερο από τα γειτονικά, με έναν κήπο γεμάτο καρπούς και φρούτα του περασμένου αιώνα.  Στο χολ, υπήρχε ένα πορτραίτο ενός άγνωστου άντρα που διψασμένα κατάπινε λίτρα ολόκληρα με γάλα.  Αχόρταγος, όπως ήταν, τα μουστάκια του άντρα αυτού βάφονταν άσπρα, σαν τα κόκαλα ενός Αιθίοπα που λιμοκτονεί για μια μόνο σταγόνα.  Τα βράδια ξάπλωνα και ονειρευόμουν τα γάλατα να στάζουν απ΄ το στόμα μου και να λερώνουν τα σεντόνια.  Κι έτσι ψιθύριζα στον ύπνο μου για όνειρα λαίμαργα, όνειρα.

Σε ηλικία εννιά ετών, οι φίλοι με φώναζαν «γατί», εξαιτίας της αγάπης που έτρεφα για τα γάλατα παντός ειδών.  Γάλα καρύδας, γάλα καμήλας, γάλα εβαπορέ και η λαιμαργία δεν είχε τελειωμό.  Η μάνα μου, μια γυναίκα σαράντα ετών τότε, κληρονόμησε την περιουσία του πατέρα μου όταν εκείνος πέθανε σχετικά νωρίς από καρδία.  Δεν την θυμάμαι να έκλαψε ποτέ μπροστά μας, παρά μόνο να μοιρολογεί μπροστά σε αδέρφια και γονείς του μακαρίτη.  «Τι θα κάνω εγώ χωρίς το άλλο μου μισό;  Πώς θα χαμογελάσω ξανά;», έλεγε και φώναζε, κι όμως μέσα από τιτάνιους αγώνες (και μέσα στις πανάκριβες, χειμερινές γούνες που αγόραζε) κατάφερε να λάμψει και πάλι το χειλάκι της.  Έτσι, έχοντας στη διάθεση της μια περιουσία που πλέον αποκαλούσε δικιά της και μια άνεση καθώς δεν ανησυχούσε για μεροκάματα, μου αγόραζε και μου σέρβιρε με μια ευλάβεια, τα γάλατα που ζητούσα.  Ένα ποτήρι γάλα μαζί με το πρωινό και ένα προτού πάω για ύπνο, λες και συναγωνιζόμουνα τον άντρα που τα έτσουζε στο χολ.  Η μάνα μου έναν γιο είχε, για αυτό και φρόντιζε να προσέχει τον κανακάρη της μη τυχόν και του λείψει τίποτα.  Όχι μόνο δεν στερήθηκα κάτι, αλλά είχα τα πάντα σε πλεονασμό, καταλήγοντας με αυτόν τον τρόπο να φτάσω τα 70 κιλά, σε ηλικία 12 ετών.  Φράσεις όπως «μην πετάς το φαΐ σου, γιατί υπάρχουν παιδιά που πεινούν», τις άκουγα μονάχα απ’ τους γονείς των άλλων παιδιών και εγώ αναρωτιόμουν που είναι αυτά τα παιδιά που πεινούν, έχοντας την ανάγκη να ρουφήξω επιδεικτικά μπροστά τους μια ντουζίνα ποτήρια απ’ το ακριβότερο γάλα που είχαμε στο ψυγείο.

Απέναντι απ’ το δικό μας σπίτι, έμενε μια γυναίκα με τα πέντε της παιδιά, εκ των οποίων ο ένας ήταν συμμαθητής μου.  Ένα παιδί σχεδόν ανορεξικό, του οποίου η μάνα τσάπιζε και όργωνε ένα χωράφι δώδεκα ώρες την ημέρα και της οποίας τα κρέατα είχαν μαυρίσει απ’ την ταλαιπωρία.  Ο πατέρας του αγοριού πέθαινε από μια ανίατηασθένεια τα τελευταία τρία χρόνια και έτσι η έρημη η σύζυγος του ανέλαβε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου να αναθρέψει και τα πέντε παιδιά που μαζί είχαν σπείρει.  Ομολογώ πως όσες φορές έτυχε να συναντήσω την κυρία Ελένη, το χαμόγελο της ήταν μακράν λαμπρότερο από αυτό της ευτυχισμένης μου μάνας και ο μικρός Γιωργάκης, ο κοκαλιάρης συμμαθητής μου, ποτέ δεν παραπονέθηκε πως πεινάει, όπως ακριβώς έκανα εγώ όταν τα γάλατα τελείωναν.  Με τον Γιωργάκη δεν μπορώ να πω πως ήμασταν φίλοι, όμως από καθαρό οίκτο μερικές φορές, του αγόραζα σοκολατούχο στο χάρτινο κουτάκι ή κουλούρι απ’ το κυλικείο του σχολείου και τότε γελούσαν ακόμη και τα μουστάκια μου (ήμουν γατί).  Πόσο λάτρευα τις αγαθοεργίες.

Θυμάμαι που μια μέρα ένα ευτραφές παιδί, μέλος της παρέας μου στο δημοτικό, ήθελε να πλακώσει στο ξύλο τον κακόμοιρο Γιωργάκη, απλά και μόνο επειδή του έδινε στα νεύρα η «άσπρη σαν πεθαμένου» φάτσα του.  Όλοι μας γελάσαμε, λέγοντας του να μην το κάνει, μην τυχόν και του σπάσει κάνα κόκαλο και του το ξεριζώσει.  Τα χάχανα έγιναν ακόμη πιο πυκνά και η επιθυμία του να τον τσακίσει ακόμη μεγαλύτερη.  Δίχως να αναλογιστεί τις συνέπειες, ο χοντρός -έτσι τον φωνάζαμε- πήρε την απόφαση να του στήσει καρτέρι μετά το σχολείο και με εμάς στο πλευρό του σαν θεατές, να του ρίξει ένα γερό χέρι ξύλο, απλά επειδή μπορούσε, απλά επειδή έτσι γούσταρε καιαπλά επειδή σιχαινόταν την λύπη που κουβαλούσε το στομάχι του Γιωργάκη. Μόνο που τα πράγματα πήραν μια τροπή σχεδόν ανυπολόγιστη και τα γάλατα που χύθηκαν εκείνη την ημέρα ήταν ανεκτίμητης αξίας.  Το κουδούνι χτυπάει και τα παιδιά γεμάτα ευφορία τρέχουν για τον δρόμο της επιστροφής.  Εγώ, ο χοντρός και ακόμη δυο πλουσιόπαιδα των οποίων οι πατεράδες ερχόντουσαν σε ανυποψίαστο χρόνο στο δικό μου σπίτι για «δουλειές των μεγάλων» με τη μάνα μου,  καρτερούσαμε υπομονετικά στη γωνιά, πριν την έξοδο του σχολείου.  Με μια ξεσκισμένη σάκα και έναν βηματισμό σχεδόν νεκρικό, ο Γιωργάκης πλησίαζε όλο και περισσότερο προς το μέρος μας.  Όταν τα βλέμματα μας συναντήθηκαν, ο ίδιος κατάλαβε σχεδόν αμέσως τις προθέσεις που έχουν τέσσερα παιδιά που κάνουν ζωή χαρισάμενη, μπροστά σε κάποιον που έχει την προδιάθεση να δουλεύει σαν σκλάβος για όσο ακόμη χτυπά η πεινασμένη του καρδιά.  Ο χοντρός με μια μπάρα σοκολάτας μπουκωμένος, εγώ ρουφώντας λαίμαργα ένα σοκολατούχο που προηγουμένως είχα αγοράσει και οι άλλοι δύο σκεπτόμενοι σε ποιο ακριβό εστιατόριο θα φάνε απόψε, γελάσαμε ειρωνικά στην όψη του σκελετωμένου αγοριού.

 

«Η μάνα σου ξημεροβραδιάζεται και φτύνει αίμα για χάρι σου», του είπε κοφτά ο χοντρός, προσπαθώντας να του υπενθυμίσει το μαύρο του το χάλι.  Ακολούθησε μια σιωπηλή ματιά από τον μισοπεθαμένο.  «Το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να ψοφήσεις, ανταποδίδοντας της την χάρη».  Έκανε να φύγει ο Γιωργάκης και εμείς του κόψαμε τον δρόμο.  Όλως περιέργως, δεν έπεσαν μπουνίδια ή χτυπήματα εκείνο το μεσημέρι, μα τα λόγια του χοντρού έκοβαν σαν μαχαίρια την πέτσα του πεινασμένου.  Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα ανορεξικών τσακίζει, σκέφτηκα φευγαλέα.  Προς στιγμή ήμουν σχεδόν βέβαιος πως βούρκωσαν τα μάτια του Γιωργάκη και σε μια απόπειρα του να το κρύψει, πέρασε και αυτός στην αντεπίθεση.  Δεν χρειάστηκαν πολλά για να μας αποστομώσει, μιας και τα δικά του μαχαίρια ήταν δέκα φορές πιο κοφτερά απ’ τα δικά μας.

«Τι κρίμα που η μόνη τσίπα που έχετε, είναι αυτή που ρουφάτε στο γάλα σας», είπε και τότε μου έπεσε το χάρτινο από τα χέρια.  Είχα στερέψει από λόγια που θα του δήλωναν το πόσο κατώτερος μας ήταν. «Και πόσο λυπηρό είναι να τρώτε σαν γουρούνια για να ξεχάσετε την βρωμιά των εσώψυχων σας», ανταποκρίθηκε τότε στον χοντρό και έμεινε και αυτός να χαζεύει, μπουκώνοντας το τελευταίο κομμάτι.  Όσο για τα άλλα δύο πλουσιόπαιδα, αρκούσε απλώς να τα κοιτάξει και αυτά κατάλαβαν αμέσως πως το κλίμα είχε απότομα βαρύνει.  Ο Γιωργάκης έφυγε και μαζί του πήρε και την ποδοπατημένη μας αξιοπρέπεια.  Μια αξιοπρέπεια που μόνο άξια δεν ήταν.  Το ίδιο κιόλας βράδυ άδειασα μπουκάλια ολόκληρα με γάλα στο νεροχύτη της κουζίνας, ελπίζοντας πως έτσι θα άδειαζα και την σαπίλα που με έτρωγε.  Το ίδιο κιόλας βράδυ, μίσησα το γάλα.

 

 

 

 

 

 

 

The post Νικόλας Προδρόμου, «Τα Γάλατα» appeared first on Ποιείν.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles