1.
Μικρή αρχή της θλίψης
πώς γιγαντώνεις
στην καρδιά
τυραννικό ζιζάνιο,
πώς πνίγεις
το λουλούδι.
2
Της νύχτας το άρωμα
με το δικό σου.
Χωρίς κρασί μεθώ
3
Περάσαν οι μέρες μας
άδεια κλεψύδρα
αυγή και να σβήνω.
4. ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΟΥ
Στο μικρό σου
κατώφλι
καθισμένη.
Μαύρη σκιά
που από τα χρόνια
τσαλακώθηκες.
Κυλάνε οι ρυτίδες σου
γεννούν ξανά
τους κάμπους,
σηκώνουνε
στα χέρια τους
τα κύματα.
Μάννα
της κάθε γης.
Εσύ,
με τα σκαμμένα
χέρια σου
και το κορμί
που ο χρόνος
έχει οργώσει.
Διακριτικά
θα φύγεις.
Μια μόνο
χούφτα γη
ζητάς,
να θρέψεις
πάνω σου
τα νέα δέντρα.
5. Ο ΓΕΡΟΝΤΑΚΟΣ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ
Ο γέροντας στη φωτιά
τα χέρια του άπλωσε.
Και η φωτιά
για λίγο του τραγούδησε.
Και ήρθε πλάι του
φλόγα ζεστή,
φλόγα ξανθιά
στον παγωμένο αέρα
της ζωής του.
Κι ήταν πρωί ξανά
κι ήτανε καλοκαίρι.
Κι όταν την κοίταξε
πως θάναι το είδε
εκείνη πάντα
το καλοκαίρι του.
Στο πλάι γύρισε
άδεια η θέση της,
άδεια από χρόνια.
Τα χέρια του άνοιξε
και σαν η φλόγα της
να τον πλημμύρισε.
«Έλα και πάρε με,
σιγοψιθύρισε
μη με αφήνεις».
Και το ζεστό του
άψυχο σώμα,
γέρνει στη θέση της
παντοτινά.
6
Ω μακρινή μου ομορφιά,
πώς λάμπεις στο σκοτάδι
των ονείρων μου.
Γεμίζει η νύχτα χρώματα
και χείλη τρυφερά.
Λάμπει η νύχτα
μ’ άσβεστη φωτιά
που κάνει την καρδιά
ποτάμι χρυσαφένιο.
Από τα δέντρα
κύλησε
στο μαυρογάλανο
ύπνο τους.
Και το αηδόνι έχει φωνή
για σένα μόνο,
κόσμε μου φωτεινέ,
ολόχαρη γαλήνη.
7
Το όμορφο λουλούδι σου
άνθιζε όλη νύχτα.
Και ένα φως απλώνονταν
στα ήρεμα νερά σου.
Aυτή η νύχτα έχασε
για πάντα τη μιλιά της.
Άστρο μου λάμψε ως την αυγή,
αστέρι μου μη σβήσεις.
8. ΟΙ ΘΟΡΥΒΟΙ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ
Ήλιος πρωινός.
Λεπταίνουν οι σκιές
γλιστρούν
κρατιούνται
από τους τοίχους
τους χοντρούς
και πέφτουν.
Η πόλη χασμουριέται.
Καφές πικρός
κι΄ απανωτά τσιγάρα.
Με σίδερα
στην πλάτη
η μέρα ξεκινάει.
Ξινή δουλειά
στυφή ρουτίνα,
και μάτια
καρφωμένα
στο ρολόϊ.
Το διάλειμμα,
δεκάλεπτο,
ασθματικό.
Τα σπλάχνα μας
γεννάνε την ημέρα.
Ρουφάνε
και κλωτσούν
το μεροκάματο.
Χτυπάμε λαϊκά βαριά
κι΄ αντέχουμε
9. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Κοιτάζω μια φωτογραφία.
Σ΄ ένα δωμάτιο,
ο γιος μου
κι΄ η γυναίκα μου.
Εγώ απ΄ τη φωτογραφία
λείπω.
Κρατιούνται αγκαλιασμένοι
και αστράφτουν
στα κόκκινα
και τα πορτοκαλιά.
Ήταν πρωί
σ’ ένα ξενοδοχείο μικρό
στο Γαλαξίδι.
Και πάντα,
τη φωτογραφία
όταν κοιτώ,
είναι μέσα μου πρωί.
Kαι λείπω.
Γιατί εγώ,
είμαι η Φωτογραφία
αυτή.