ΤΟ ΣΠΑΣΙΜΟ ΤΟΥ ΒΕΛΟΥΣ
Χιόνι πέφτει κάτω ἀπ’ τὰ φύλλα μιᾶς λεβάντας!
Λόγια, βλέμματα, κινήσεις δυσφορίας
καταβροχθίζονται μὲ μανία
καὶ γαλήνιος ἐγώ, ἁπλώνω μπροστά μου τὴν ἀπώλεια.
Μὴ φοβάστε τὸν κυνηγὸ
ποὺ ἡ ψυχή του εἶναι
τὸ δέρμα τοῦ ζώου.
Μὴ φοβάστε τὸν ξυλοκόπο
ποὺ φορᾷ
τὸν φλοιὸ τῶν δέντρων.
Τὸ πανωφόρι του θροΐζει μὲ τὰ φύλλα τοῦ φθινοπώρου —
στέκεται γυμνὸς μπρὸς στὴν ἡμέρα
ἀπὸ μακριὰ κοιτάζει τὰ πεῦκα ποὺ κοιμοῦνται.
ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΟ
Ἔλα, ἀδελφέ μου, μοίρασε τὴ στέγη σου μαζί μου.
Τὸ σεληνόφως δὲν λευκαίνει πιὰ τὰ κυπαρίσσια.
Πότε κοιτώντας τὸν πεντοζάλη τῶν κυμάτων
κατὰ τὸ σύθαμπο
πότε τὰ ἀστείρευτα σίδερα τῆς φυλακῆς μου
τὸ βράδυ πέφτει βρίσκοντάς με σκυμμένο
νὰ διαβάζω τὶς διακλαδώσεις τοῦ ἁλατιοῦ
πάνω στὸ ἐλευθερωμένο κορδόνι τοῦ χιτώνα μου.
Σφυρίζουν τότε τὰ μηνίγγια μου ἀπὸ τὸ πολὺ
πού ‘μεινα μόνος. Κι εἶναι Νοέμβριος σταθερά.
Ὅπως τὰ σύννεφα λευτερώνουν τὴ βροχὴ
τὴ βροχὴ ποὺ ἀναπηδᾶ στὸ χῶμα πρὸς τὰ πάνω
ἔτσι θαρρῶ ἡ θάλασσα ἀναδύει τὴν ψυχή μου.
Μὲ τρικυμίες καὶ φαντάσματα καὶ γέλια
ποὺ κάθε τόσο μέσα ἀπ’ τὴν ὑγρασία ἐπιστρέφουν
γιὰ νὰ γυρίσουν τὸν κόσμο μὲ βάρκα τὴ φωνή σου.
Νά κοίτα: καταμεσῆς τοῦ πελάγους, ὁ νοῦς μου
σκαρφαλώνει στὸ φτερὸ τοῦ καρχαρία• χτίζει
μιὰ ἐκκλησιὰ πού ‘παψε μὲ αἷμα τὴ θάλασσα νὰ εὐλογεῖ
κι ἀπὸ βαθιὰ κι ἀπὸ μακριὰ κάτι ἄλλο μὲ προσμένει.
Κι ἀπὸ βαθιὰ κι ἀπὸ μακριὰ ὁ κόσμος ἀργεῖ
-τὰ σπλάχνα του ν’ ἀδειάσει —
Ἔλα, ἀδελφέ μου, μοίρασε τὴ στέγη σου μαζί μου.
Κάποιος ἀπ’ τοὺς δυό μας πεθαίνει γιὰ πρώτη του φορά.
ΟΤΑΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΠΙΣΚΕΦΘΗΚΕ ΤΟΝ ΣΑΤΑΝΑ
Πότε συνέβη αὐτὸ;
Στεκόταν ψηλὰ
ὡστόσο
πάνω ἀπ’ τὰ σπασμένα δόκανα
τῆς Κιβωτοῦ
στὴ γερτὴ ἐπιφάνεια
ἑνὸς φύλλου τοῦ Κατακλυσμοῦ
κι ἄκουε
τὸν βόμβο τῶν ἐντόμων
μὲ τὸ πρῶτο κεῖνο μαϊστράλι τοῦ κόσμου.
Μὲ δέος ῥιγοῦσε
στὸ σάλεμα τοῦ χρόνου
μὲ δέος δονοῦνταν
στὰ ἔγκατα τοῦ κορμιοῦ του
οἱ κρίκοι τῆς συμπόνιας
ἡ μήτρα κι ἡ μητρότητα
τὸ γράμμα Ο
Μαῦρο
στὴν ἄπειρη τυφλότητά του
ποὺ διακαῶς ζητοῦσε στὸ φῶς νὰ παίξει.
Ἀφαίρεσε τὰ μάτια τῆς ὀδύνης
ἔλεγε καὶ ξανάλεγε
Πέταξε τὰ κρόταλα τοῦ πόνου
ἔλεγε καὶ ξανάλεγε
Ἄφησε τὰ δάχτυλά σου νὰ πλανηθοῦν
στὰ κόκαλα τῶν πλευρῶν Του
ἔλεγε καὶ ξανάλεγε.
Μὰ τότε θυμόταν:
τὸ πρῶτο κεῖνο μαϊστράλι τοῦ κόσμου
τὸ χνούδι στὸ πρόσωπό του ν’ ἀνασηκώνεται
τὴ χρυσόσκονη κάθε κῆπο ν’ ἀνασταίνει
προτοῦ (ναὶ προτοῦ)
ἡ Κιβωτὸς ὁλότελα ἐξαφανισθεῖ
ὁλότελα λησμονηθεῖ
ἀπ’ τῆς μήτρας τὴν ἄπειρη τυφλότητα…
Περιγελώντας Τον
σὰν κάποιος ποὺ ἐπιθυμεῖ
τὴν πραγματικότητα μπροστά του
διάβηκε τὴ χώρα τῆς ὁμίχλης —
Προσπέρασε.
ΑΓΡΥΠΝΙΑ
ἢ
ΚΑΠΟΥ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΗ ΓΡΑΦΕΤΑΙ
ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Ἡ νύχτα δὲν εἶναι μέτρο, δὲν εἶναι καταφυγή.
Μὲ μιὰ γλώσσα βαθιὰ στὸ στόμα στέκεται μονάχη
Καὶ τὴν προσδοκία χαιρετᾷ πάνω στὰ μέτωπα τῶν ἀποφασισμένων.
Ἴσως κάποιο παθιασμένο κρύο πρωινό, ἴσως τὸ φῶς ποὺ κλείνει.
Ἡ γῆ θαρρετὰ μαζεύει τὰ στοιχεῖα της πίσω γιὰ τὴ νέα ἀρχὴ
Καὶ τὰ ποτάμια σκουραίνοντας στὸ Δέλτα, ὑπομένουν τὴν ἐξαφάνισή της.
Ὁ Ἀσπασμὸς τῶν Ὠκεανῶν δὲν θ’ ἀργήσει νά ‘ῥθει, εἶναι κιόλας ἐδῶ.
Ἡ φωνὴ πού ‘μεινε πίσω, βουβή, ἀγαπᾷ ἐκεῖνο ποὺ πάντα λιγοστεύει:
—Τί ὀνειρεύεσαι;
Τὸν ἔρωτα νὰ ποθεῖ τὴν κατάργησή του
Καὶ τὸ φεγγάρι νὰ σκάβει βαθιὰ τὶς ῥίζες του στὸ χῶμα.
Ὄχι, δὲν μιλῶ γιὰ μιὰ καινούργια αὐγή.
Τὸ ὄνομά μας κουβαλοῦμε ὅλοι, ὥσπου ἕνα σημεῖο σκοτεινὸ
Ἕνα σημεῖο ἀνάμεσα στ’ ἄλλα, ποὺ δὲν ἀνήκει πουθενά
Τὴ θλίψη τῶν ἡμερῶν ἀποκρυπτογραφεῖ.
—Τί γυρεύουμε σὲ τοῦτα τ’ ἀπάτητα ἀκρογιάλια;
Μὴ ῥωτᾷς, τὸ στῆθος σου στὸν ἄνεμο ἄνοιξε.
Τὰ ὕψη εὔκολα χάνονται.
Ἀπελευθερώσου!
Κοίτα• ὁ βράχος, τὰ νερά, ἡ ἅλμη πάνω στοὺς βοστρύχους
Τὸ διάστημα ἀπαράλλαχτο ἀνάμεσα κι ἐντός μας.
Μιὰ συντεχνία ψηλὰ ἑτοιμάζει τὴν ἐπιστροφή μας.
—Γιατὶ ἔκλεισες τὰ μάτια;
Μέσα ἀπὸ τὴ μαβιὰ ἐρημιά… θέλω νὰ πῶ
Στὸ σταυρό, στὴν παλάμη, στὸ στόμα μου
Νά… κάποιος ἄλλος εἶναι ἐδῶ
Κάποιος ἄλλος ποὺ εἶναι ἐσύ.
Τὸ θάμπος τῶν ματιῶν του σ’ ἀναγγέλλει.
Ὁ θόρυβος τῶν σφαγείων καὶ τῆς ἀγορᾶς οἱ πρῶτοι ἀντί-
λαλοι.
Ζωὴ ἐξυψωμένη μὲ λευκοὺς σιριγμοὺς κάτω ἀπὸ τὶς λά-
μπες καὶ τὸν πάγο.
Γιατὶ δὲν κοιμᾶσαι, ῥωτᾷς, τί περιμένεις. Μὰ περιμένεις μαζί του.
Οἱ ὧρες κυλοῦν…
Μιὰ μεγάλη ἡσυχία τὰ χέρια τῶν πεθαμένων
Κάποτε τοὺς ζωντανοὺς ἀπὸ πίσω ἀγγίζουν.
Βαθιὰ ἡ μέρα στὸ μεσοδόκι ἀντιλαρίζει.
Η ΚΑΧΥΠΟΠΤΗ ΓΑΤΑ
ἢ
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΤΑΙ
ΣΤΙΣ ΚΟΓΧΕΣ ΤΩΝ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΩΝ
Ἄλλοτε πάλι μιλῶ μὲ τὴν ἀθωότητα
ἑνὸς ἀγουροξυπνημένου
ἢ μεταγγίζω στὶς φλέβες μου
τὴν Ἁγιότητα τῆς νύχτας
γιὰ νὰ ὑπάρξω ἀνύπαρκτη
ἀδιαφορώντας γιὰ ὅλους ἐκείνους
ποὺ σχίζουν τὸ σεντόνι
τῆς μέρας γιὰ νὰ περάσει τὸ φῶς
ἀδιαφορώντας ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ περιστέρια
ποὺ φέρνουν τὴ ζωὴ στὰ μέτρα τους
φτερουγίζοντας σ’ ἕνα ἁπαλὸ μενεξελὶ
ἀπόγευμα ὀνείρου
Ἐπιστρέφοντας ἀργὰ στὸ σπίτι μου
κάνω νὰ χαϊδέψω τὴ γάτα μου
μὰ ἐκείνη ἀπομακρύνει τὸ κεφάλι της
γιατὶ ξέρει πὼς ἡ ἀγάπη
ποὺ κοχλάζει μέσα μου λέγεται δίψα
γιατὶ ξέρει πὼς τὸ φῶς
ποὺ κάθε πρωὶ σιγοκαίει
τινάζει δυνατὰ τὴ χαίτη του
χωρίζοντας στὰ δυὸ τὸ σῶμα μου τὰ βράδια
Δείχνω ἤρεμη
ὅμως ἡ χαρὰ τοῦ γυρισμοῦ
τρέχει μέσα στὴν κοιλιά μου
κι ἐλπίζοντας ἀκόμη στὴν ὀξύτητα
τῶν λουλουδιῶν τῆς ἄνοιξης
ἀφήνω πάντα τὸ παράθυρό μου ἀνοιχτὸ
γιὰ νὰ περάσει ἡ ἀμεριμνησία
καὶ νὰ μὲ βρεῖ ξαπλωμένη
Λοιπόν, τώρα σιωπή:
Βγαίνω ἔξω γιὰ νὰ καθαρίσω
τὴν πηγὴ στὸ βοσκοτόπι•
θὰ σταματήσω μόνο γιὰ νὰ ἀπομακρύνω
τὰ φύλλα…