Το ποίημα βασίζεται σε πραγματικό περιστατικό, την επίσημη επίσκεψη του ποιητή με την ιδιότητα του γερουσιαστή της Ιρλανδικής Πολιτείας σε μοντεσσοριανό σχολείο κορασίδων το 1926. Η Λήδα της δεύτερης στροφής είναι βέβαια η Μωντ Γκον, η αιώνια Μούσα του Γέητς. Το “μέλι της σάρκας” είναι αναφορά στον Πορφύριο, και στο σύγγραμμά του για το Άντρο των Μουσών στην ομηρική Οδύσσεια. Ο Γέητς δίνει στη φράση το νόημα του (απατηλού) ερωτικού θελγήτρου που οδηγεί στην τεκνοποιία, άρα και στην πτώση της ψυχής από τη σφαίρα της ἀϋλης αθανασίας στον επώδυνο ενθαδικό βίο.
Όλο το ποίημα είναι μελέτη γήρατος και θανάτου. Ο Γέητς έχει κλείσει τα εξήντα όταν το γράφει και τα δεκατρία χρόνια που του υπολείπονται ώς το 1939 που θα πεθάνει, θα είναι οδυνηρά, σημαδεμένα από απώλειες και ασθένειες. Η ζωή στο γέρμα της, μας λέει, είναι κοιλάς δακρύων. Όλοι, η πρώτη καλλονή, οι μέγιστοι φιλόσοφοι, ο ίδιος ο γράφων, καταντούν σκιές, γέρικα σκιάχτρα. Καμιά μητέρα βλέποντας το παιδί της στην κατάπτωση της ηλικίας δεν θα ‘λεγε ότι οι ωδίνες και οι θυσίες της ανταμείφθηκαν. Μόνο οι αιώνιες Παρουσίες των ιδεών και της τέχνης, αυτές που φέρουν τη γαλήνη του μάρμαρου ή του χαλκού, δεν γερνούν — και χλευάζουν τα ανθρώπινα δημιουργήματα.
Στο νεοπλατωνικό όραμα του Γέητς, όπως η ψυχή δεν χρειάζεται τα δεσμευτικά κατηγορήματα του τόπου και του χρόνου, που τη δένουν στη φθορά, έτσι και το μέγιστο έργο δεν (θα ‘πρεπε να) εξαρτάται από τον κόπο και τις θυσίες που το τρέφουν. Ο δημιουργός δεν θα ‘πρεπε να είναι αναλώσιμος, μέσο απλώς διά του οποίου έρχεται στο φως το έργο. Όλα είναι αυτογενή, τμήματα οργανικά του ίδιου δέντρου. Χορευτής και χορός είναι ένα.
Το ποίημα είναι από τη συλλογή The Tower (1928).
**************************************************
`
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Ι
Για ώρα πλανήθηκα στις αίθουσες ρωτώντας·
μια μοναχή γερόντισσα απαντούσε ευγενικά·
εδώ διδάσκουμε ιστορία, εδώ ωδική,
εδώ μαθαίνουν να διαβάζουν τα παιδιά,
να κόβουν και να ράβουν, να μιλούν σωστά,
με τις μεθόδους που η σύγχρονη ζωή απαιτεί –
τα μάτια τους κοιτούσαν απορώντας
τον εξηντάρη επίσημο να τους χαμογελά.
II
Αναπολώ μια Λήδα, με κορμί γερμένο
επάνω στη μισόσβηστη φωτιά να μου ιστορεί
πώς μια επίπληξη άγρια, συμβάν συνηθισμένο,
την έζησε μαθήτρια σαν τραγωδία σωστή –
να μου ιστορεί κι οι φύσεις μας οι δύο λίγο λίγο
να σμίγουν λες στην σφαίρα ενός νεαρού καημού
ή, παραφράζοντας του Πλάτωνα τον μύθο,
στον κρόκο και τ’ ασπράδι του ίδιου αυγού.
III
Και με τη σκέψη μου σ’ αυτό αναρωτιόμουν
ενώ τριγύρω τα παιδιά περιεργαζόμουν,
τάχα τους έμοιαζε μικρή –γιατί ακόμα
κι οι θυγατέρες ενός κύκνου έχουν κοινά
με της κοινής της πάπιας την κληρονομιά–,
τέτοιό ’χαν τα μαλλιά, τα μάγουλά της χρώμα;
Ώσπου η καρδιά μου χτύπησε σάμπως τρελή:
κι εμπρός μου στάθηκε έξαφνα, παιδί.
IV
Πώς μοιάζει τώρα αναλογίστηκα μετά –
του Quattrocento άραγε έπλασε ένα χέρι
τα μάγουλά της τα φρυγμένα, κρύο αγέρι
μπέρδεψε ετούτες τις σκιές στο πρόσωπό της;
Κι ο ίδιος, που δεν ήμουν δα κι Αυτού ωραιότης,
κάποτε είχα κόμη εβένου – μα αρκετά,
να τους χαμογελάς σαν σου χαμογελούν,
πως είσαι σκιάχτρο απ’ τα καλόβολα να δουν.
V
Ποια νέα μητέρα προδομένη από το μέλι
της σάρκας, τούτη τη μορφή που στην ποδιά της
όλο παλεύει για ύπνο, κλάμα και φυγή
όπως η ανάμνηση ή η νάρκωση το θέλει,
θά ’λεγε τώρα βλέποντας μπροστά της
τον γυιο της ξάφνου που ’χει εξηνταρίσει,
πως του αγώνα της για να τον αναστήσει
και των ωδίνων της αυτή ’ναι η ανταμοιβή;
VI
Ο Πλάτων έβλεπε τη φύση σαν αφρό
πάνω στο πρότυπο το άυλο των πραγμάτων·
ο Σταγειρίτης, πιο αυστηρός, στον πισινό
ξυλιές μετρούσε ενός μεγάλου βασιλιά·
ο Πυθαγόρας ο χρυσόμηρος σε μια χορδή
ή ένα δοξάρι πάνω γύρεψε να βρει
τι τραγουδούν τ’ αστέρια στων Μουσών τ’ αυτιά:
όλοι τους σκιάχτρα που τρομάζουν τα πουλιά.
VII
Κι η μοναχή κι η μάνα είδωλα λατρεύουν,
μα τα εικονίσματα της μιας δεν συγγενεύουν
με της μητέρας τα όνειρα ή τις οπτασίες,
έχουν του μπρούντζου, του μαρμάρου τη γαλήνη.
Κι όμως κι αυτά ραγίζουνε καρδιές –ω Παρουσίες,
ό,τι τη δόξα την ουράνια συμβολίζει,
πάθος, κατάνυξη ή στοργή, Εσάς γνωρίζει–
ω αυτογέννητοι του ανθρώπου χλευαστές·
VIII
ανθός γίνεται το έργο και χορός μόνον εκεί
όπου το σώμα δεν πονά για να χαρεί η ψυχή,
ούτε την ομορφιά γεννά η ίδια η απόγνωσή της
ή τη σοφία του λύχνου ο νυσταλέος καπνός.
Ω καστανιά, δέντρο βαθύρριζο που ανθίζεις,
είσαι το φύλλο, είσαι τ’ άνθη, είσ’ o κορμός;
Ω σώμα σείσμα στον ρυθμό, βλέμμα στιλπνό,
ο χορευτής πώς ξεχωρίζει απ’ τον χορό;
Among School Children, 1926
The post William Butler Yeats, «Ανάμεσα στα παιδιά» (προλόγισμα-μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης) appeared first on Ποιείν.