Η Αμερικανίδα ποιήτρια Emily Dickinson (1830-1886) δεν θεωρείται πλέον μία άγνωστη για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Ακόμα κι όσοι δεν την έχουνε διαβάσει, γνωρίζουν ότι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της κλεισμένη σε ένα δωμάτιο, γράφοντας ποιήματα που δεν εξέδωσε εν ζωή. Η αλήθεια είναι ότι η ιστορία που ακολούθησε για τηνέκδοσης του έργου της, αποδεικνύεται ενίοτε τόσο συναρπαστική όσο και τα ίδια της τα γραπτά. Χρειάστηκε να ξεπεραστούν πολλές αλλοιώσεις και παρερμηνείες ώστε να μπορούμε σήμερα να έχουμε μία πιο ξεκάθαρη εικόνα του τι πραγματικά έγραψε.
Στην Ελλάδα, η πρώτη ανθολογία 54 επιλεγμένων ποιημάτων της παρουσιάστηκε από τη Μελισσάνθη το 1980. Έκτοτε αρκετοί ακολούθησαν, έντεκα τον αριθμό, με τελευταίο τον Γιώργο Πρίμπα το 2020. Εξετάζοντας αποκλειστικά τον αριθμό των μεταφραστών, θα μπορούσαμε εύλογα να υποθέσουμε ότι πρόκειται για μία εκτενώς μεταφρασμένη ποιήτρια όπου το μεγαλύτερο μέρος του έργου της έχει προσεγγιστεί. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πιο σύνθετη.
Η Emily Dickinson έγραψε περίπου 1800 ποιήματα. Το φως της δημοσιότητας είδαν σε κάποια περιοδικά, ανώνυμα, ελάχιστα από αυτά. Η μόνη επιμέλεια που δέχτηκε αυτός ο μεγάλος όγκος των ποιημάτων ήταν από την ποιήτρια που τα δούλευε ξανά και ξανά μέσα στα χρόνια. Αν και μοιράστηκε πολλά από αυτά μέσω επιστολών με φίλους ή συγγραφείς που θαύμαζε, σπάνια έκανε κάποια αλλαγή με βάση τις υποδείξεις τους. Μέσα σε αυτά τα 1800 ποιήματα ξεδίπλωσε τις αμέτρητες πτυχές της προσωπικότητάς της, υιοθετώντας προσωπεία, σχολιάζοντας τον κόσμο, τη φύση, τον θάνατο και το Θεό. Αυτό που πρέπει μονίμως να κρατάμε κατα νου είναι ότι της άρεσε ιδιαίτερα να φάσκει και να αντιφάσκει. Σε ένα ποίημα ήταν η Αυτοκράτειρα του Γολγοθά, η Βασίλισσα με το χρυσό Διάδημα και στο επόμενο το ταπεινό λουλούδι που κάθεται στα πόδια του αγαπημένου της και παρακαλάει για την ελάχιστη προσοχή του. Στη μία περίπτωση αμφισβητούσε την ύπαρξη του Παραδείσου, ακόμα και του ίδιου του Θεού, ενώ στην επόμενη δήλωνε ότι γνωρίζει πως αυτό υπάρχει. Πολλές οι εξηγήσεις για τη συγκεκριμένη τάση. Το πιο πιθανό είναι ότι ακριβώς λόγω της απουσίας κάποιας έκδοσης, επιμέλειας και κριτικής, της επιτράπηκε να επιστρέφει ξανά και ξανά στα θέματα που την απασχολούσαν, να στοχάζεται πάνω σε αυτά και να διατυπώνει κάθε φορά τις σκέψεις της, όσο αντιφατικές κι αν ήταν.
Ταυτόχρονα ο τρόπος καταγραφής των ποιημάτων της υπήρξε ιδιαίτερα άναρχος. Ένα μέρος του βρίσκεται σε βιβλιαράκια που έφτιαχνε η ίδια, ένα άλλο σε τομίδια και ένα ακόμα μεγαλύτερο σε σκόρπια φύλλα που κουβαλούσε πάνω της όλη τη μέρα. Ένα ποίημα ουσιαστικά δεν τελείωνε ποτέ, μιας και αρνείτο να επιλέξει ανάμεσα στις διαφορετικές εκδοχές του, από το επίπεδο της λέξης μέχρι και το επίπεδο ολόκληρης στροφής. Εκτός αυτού, είχε την τάση να αλλάζει τα ποιήματά της ανάλογα με τα πρόσωπο που τα ταχυδρομούσε. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να αφήσει πίσω της μία χίμαιρα από χαρτιά και ποιήματα. Οι πρώτοι επιμελητές και εκδότες, μέλη της οικογένειάς της με τις δίκες τους κόντρες και πάθη, δυστυχώς στάθηκαν κατώτεροι των προκλήσεων που έθεσε το έργο της. Παρουσίασαν για πολλά χρόνια, μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο περίπου, ένα έργο κατακερματισμένο και αλλοιωμένο, εξαλείφοντας όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που αναδείκνυαν τη φρεσκάδα και την πρωτοτυπία του. Από την έκδοση του Johnson (The Complete Poems of Emily Dickinson, edited by Thomas H. Johnson, Boston: Little, 1960) και στη συνέχεια του Franklin (The Poems of Emily Dickinson, 3 volumes, edited by R.W. Franklin, Cambridge, MA, The Belknap P of Harvard UP, 1998) έχουμε μια πιο καθαρή εικόνα για το πώς πραγματικά έγραφε η Dickinson, διατηρώντας πάντοτε στην άκρη του μυαλού μας ότι η παρέμβαση και οι επιλογές του εκάστοτε επιμελητή ήταν σε κάθε περίπτωση αναγκαίες. Σήμερα, ωστόσο, με τη βοήθεια του διαδικτύου, μπορεί ο καθένας να έχει πρόσβαση στα χειρόγραφά της και να διαπιστώσει από μόνος του πόσο μεγάλη πρόκληση είναι να οριστεί ένα ποίημα της Dickinson ως τέτοιο.
Όλες αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές ώστε να προετοιμάσουν τον Έλληνα αναγνώστη για την επαφή του με μια ελληνική έκδοση των ποιημάτων της Dickinson. Οφείλουμε να είμαστε υποψιασμένοι. Πρώτη και σημαντικότερη μέριμνα, είναι να εντοπίσουμε την πηγή του μεταφραστή, την έκδοση δηλαδή στην οποία αυτός στηρίχτηκε και να προσαρμόζουμε τις προσδοκίες μας ανάλογα με αυτήν. Αν χρησιμοποιήθηκε κάποια έκδοση πριν από εκείνη του Johnson, τότε πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν θα είναι τόσο αντιπροσωπευτική, κυρίως όσον αφορά στη μορφή των ποιημάτων και σε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που την καθιστούν πρόδρομο του μοντέρνου. Υπάρχει, όμως, ένα εξίσου σημαντικό ζήτημα που πρέπει να έχουμε κατά νου. Αυτό έχει να κάνει με το πόσα και ποια ποιήματα επιλέγει ο εκάστοτε μεταφραστής να μας παρουσιάσει. Η επιλογή 30 ή 40 ποιημάτων ή ακόμα και 100 από τα 1800 εν τέλει, μπορεί να μας αποκαλύψει περισσότερα για τον ίδιο το μεταφραστή και τις προθέσεις του απ’ ότι για την ίδια την ποιήτρια.
Σκοπός της παρούσας εργασίας, είναι να παρουσιάσει στο κοινό τις ελληνικές μεταφράσεις της Emily Dickinson σταδιακά από το 1980 μέχρι και σήμερα. Αφενός επιδιώκεται η δημιουργία ενός αναγνωστικού οδηγού, ώστε ένα ποίημα να μπορεί να εντοπιστεί και να διαβαστεί σε διαφορετικές μεταφράσεις κι εκδοχές και με τον τρόπο αυτό να φωτίζονται οι διάφορες πτυχές του. Αφετέρου, υπάρχει η επιθυμία να ξεκαθαριστεί το τι υπάρχει μέχρι τώρα και το τι υπολείπεται ακόμα για να γίνει. Προς ποια κατεύθυνση χρειάζεται να προσανατολιστεί η νέα μεταφραστική απόπειρα ώστε να αποκαλυφθεί μεγαλύτερο τμήμα, και γιατί όχι κάποτε το σύνολο, αυτού του μοναδικού έργου.
Emily Dickinson και Μελισσάνθη, Η πρώτη μετάφραση
Όπως προαναφέρθηκε, η Μελισσάνθη, με την έκδοση της Μικρής Εγνατίας το 1980, είναι η πρώτη μεταφράστρια που παρουσιάζει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μια αυτοτελή έκδοση ορισμένων ποιημάτων της Emily Dickinson. Ωστόσο, οι μεταφραστικές της απόπειρες είχαν ξεκινήσει από πολύ νωρίτερα. Ήδη από τις σελίδες της Παγκόσμιας Ποιητικής Ανθολογίας του ζεύγους Παππά το 1953 και τις σελίδες του περιοδικού της Νέας Εστίας το 1958 (τεύχος 732).
Η Μελισσάνθη επέλεξε 54 από τα πιο αντιπροσωπευτικά και κατεξοχήν ανθολογημένα ποιήματα που καλύπτουν όλο το φάσμα της συγγραφικής ζωής της Dickinson, από το 1858 μέχρι και τον θάνατό της. Στη σύντομη αλλά περιεκτική εισαγωγή θίγει ορισμένα από τα πιο βασικά σημεία της βιογραφίας της καθώς και της πορείας που ακολούθησε το έργο της. Η εισαγωγή αυτή είναι σημαντική για τον μετέπειτα μελετητή για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, μας πληροφορεί ότι η Μελισσάνθη δεν παρασύρθηκε από τον μύθο της ημίτρελης γυναίκας που απαρνήθηκε τη ζωή για χάρη ενός απαγορευμένου έρωτα και προτίμησε την απομόνωση για να παλέψει με τα δαιμόνια του πάθους και της ποίησης. Ο μύθος αυτός, τον οποίο μάλλον γνώριζε και η ίδια η Dickinson όσο ήταν εν ζωή, καλλιεργήθηκε από τους συντοπίτες της και στη συνέχεια ενισχύθηκε από τους μετέπειτα εκδότες της ώστε να κεντρίσει το ενδιαφέρον για το έργο της. Η Μελισσάνθη, πιθανόν διαβάζοντας εκείνη την εποχή τις νέες εκδόσεις ή μελέτες, κατάφερε να απαγκιστρωθεί από μία θεωρία που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό οποιαδήποτε προσέγγιση και οπτική των ποιημάτων.
Δεύτερον, διαβάζοντας την εισαγωγή συνειδητοποιούμε ότι η Μελισσάνθη πιθανώς να γνώριζε την ύπαρξη της έκδοσης του Johnson. Αναφέρει ότι “Εντελώς αναπάντεχα κι ενώ έχουν περάσει περισσότερο από δέκα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο τα Άπαντα της ποιήτριας, συγκεντρωμένα σ’ έναν τόμο, γνωρίζουν για πρώτη φορά εξαιρετική κυκλοφορία στην Αμερική και την Αγγλία…” (Μελισσάνθη 1980, σελ. 8). Πράγματι, το 1955 κυκλοφορεί η τρίτομη συλλογική έκδοση (The Poems of Emily Dickinson, 3 volumes, edited by Thomas H. Johnson, Cambridge) και το 1960 η αναγνωστική έκδοση του ενός τόμου (The Complete Poems of Emily Dickinson, edited by Thomas H. Johnson, Boston: Little). Ταυτόχρονα, η Μελισσάνθη, αναφέρει παρακάτω χαρακτηριστικά της “Ντικινσονιανής” γραφής όπως “… η ελλειπτική φράση, η πυκνή συντομία των στίχων, η απροσδόκητη εκλογή της λέξης, η σύζευξη του συγκεκριμένου με το αφηρημένο, μια επαναστατική γενικά αντίληψη για την εποχή της του ποιητικού λόγου” (στο ίδιο) φωτογραφίζοντας τη συγκεκριμένη έκδοση. Ωστόσο, όταν περνάμε στην ανάγνωση των μεταφράσεων, η εικόνα που αντικρίζουμε είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που έχουν τα ποιήματα στην έκδοση του Johnson, αρχίζοντας από τα πιο οφθαλμοφανή, την απουσία της χαρακτηριστικής στίξης, των Κεφαλαίων, ακόμα και ορισμένων στίχων και περνώντας σε επιμέρους έπειτα λεπτομέρειες. Για το ποια τελικά έκδοση χρησιμοποίησε μπορούμε να κάνουμε μόνο υποθέσεις, εφόσον η ίδια δεν το δηλώνει ρητά. Μετά την αντιπαράθεση των μεταφράσεων με κάποιες παλαιότερες εκδόσεις, καταλήγουμε στο ότι μάλλον βασίστηκε σε μία από τις εκδόσεις της ανιψιάς της ποιήτριας, Martha Dickinson Bianchi. Αυτό για το οποίο μπορούμε να είμαστε βέβαιοι είναι ότι η εικόνα των μεταφράσεων που μας παραθέτει η Μελισσάνθη δεν είναι, με την έννοια που το αντιλαμβανόμαστε σήμερα, αντιπροσωπευτική της Dickinson. Απουσιάζει η ιδιαίτερη στίξη, το ανατρεπτικό σπάσιμο του στίχου, η ελλειπτική έκφραση, η πρωτότυπη αξιοποίηση της ρίμας, χαρακτηριστικά που και η ίδια αναφέρει στην εισαγωγή της. Παρά τις αποκλίσεις όμως, η Μελισσάνθη, εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να είναι μία από τις καλύτερες μεταφράστριες της Emily Dickinson που αξίζει να διαβαστεί.
Η εξήγηση αυτού του παράδοξου φαινομένου θα πρέπει να αναζητηθεί στη βαθύτερη συγγένεια που μοιράζονται οι δύο ποιήτριες, παρά τις μεγάλες τους αποκλίσεις. Ο λόγος της Dickinson όσο απρόσμενος και ανατρεπτικός, παραμένει σε όλα της τα ποιήματα βαθιά λυρικός. Πρόκειται για ένα τραγούδι, το ίδιο τραγούδι του κοινού μέτρου της υμνωδίας, που η ποιήτρια μας αφηγείται σε άπειρες παραλλαγές, επιβεβαιώνοντας κάθε φορά ή καταρρίπτοντας τις προσδοκίες μας. Η Dickinson αγαπούσε τη μουσική. Δεν είναι λίγες οι φορές που μέσα στα ποιήματά της μεταμορφώνεται σε πουλί που το τραγούδι του είτε φτάνει είτε όχι στα αυτιά των ανθρώπων. Αυτός ο ρυθμός, εσωτερικός κι εξωτερικός, των ποιημάτων είναι ο συνδετικός κρίκος όχι μόνο ολόκληρου του χιμαιρικού της έργου , αλλά και όλων των διαφορετικών του εκδοχών. Η Μελισσάνθη, ως γνήσια λυρική, καταφέρνει και διασώζει σε πολλά από τα ποιήματα που μεταφράζει αυτό το τραγούδι. Επίτευγμα που αρκετοί από τους μελλοντικούς μεταφραστές αδυνατούν να καταφέρουν. Πέραν αυτού, μοιράζεται με την Αμερικανίδα ποιήτρια την αγάπη για τη φύση και την τάση στη βιβλική θεματολογία. Όπως και η Dickinson, έτσι και η Μελισσάνθη χρησιμοποιεί και εμπνέεται στην ποίησή της από τη Βίβλο. Έτσι είναι εφοδιασμένη με το απαραίτητο λεξιλόγιο για να προσεγγίσει το αγγλικό πρωτότυπο.
Στη συνέχεια παρατίθεται ένας αναλυτικός πίνακας των ποιημάτων που περιέχει η έκδοση της Μικρής Εγνατίας σύμφωνα με την αρίθμηση του Franklin. Ως σειρά ακολουθείται εκείνη του βιβλίου, παράλληλα με την ακριβή ημερομηνία που γράφτηκε το κάθε ποίημα.
Αρίθμηση Franklin |
Τίτλος | Σελίδα | Έτος |
519 | This is my letter to the World | 9 | 1863 |
571 | Two Butterflies went out at Noon | 10 | 1863 |
32 | The morns are meeker than they were – | 11 | 1858 |
207 | I taste a liquor never brewed – | 12 | 1861 |
983 | Bee! I’m expecting you! | 13-14 | 1865 |
1491 | To see the Summer Sky | 15 | 1879 |
1355 | His Mansion in the Pool | 16 | 1875 |
1320 | Dear March – Come in – | 17 | 1874 |
1779 | To make a prairie it takes a clover and one bee, | 18 | undated |
999 | Spring comes on the World – | 19 | 1865 |
7 | Summer for thee, grant I may be | 20 | 1858 |
213 | The Skies cant keep their secret! | 21 | 1861 |
598 | The Brain – is wider than the Sky – | 22 | 1863 |
148 | Will there really be a “morning”? | 23 | 1860 |
379 | The Grass so little has to do, | 24 | 1862 |
260 | I’m Nobody! Who are you? | 25 | 1861 |
403 | I reason, Earth is short – | 26 | 1862 |
689 | It was too late for Man – | 27 | 1863 |
1246 | The Clouds their Backs together laid | 28 | 1872 |
373 | This World is not conclusion. | 29 | 1862 |
1149 | After a hundred years | 30 | 1868 |
124 | Safe in their Alabaster Chambers – | 31 | 1859 |
1696 | There is a solitude of space | 32 | undated |
1698 | Lightly stepped a yellow star | 33 | undated |
800 | I never saw a Moor. | 34 | 1864 |
545 | They dropped like Flakes – | 35 | 1863 |
108 | In lands I never saw – they say | 36 | 1859 |
116 | Our share of night to bear – | 37 | 1859 |
982 | If I can stop one Heart from breaking | 38 | 1865 |
448 | I died for Beauty – but was scarce | 39 | 1862 |
210 | If I should’nt be alive | 40 | 1861 |
466 | I dwell in Possibility – | 41 | 1862 |
720 | As if the Sea should part | 42 | 1863 |
156 | Surgeons must be very careful | 43 | 1860 |
1647 | Not knowing when the Dawn will come, | 43 | 1884 |
487 | Presentiment – is that long shadow – on the Lawn – | 43 | 1862 |
966 | A Death blow is a Life blow to Some | 43 | 1865 |
980 | Love – is anterior to Life – | 43 | 1865 |
973 | Death is a Dialogue between | 44 | 1865 |
1590 | Elysium is as far as to | 45 | 1882 |
409 | The Soul selects her own Society – | 46 | 1862 |
1773 | My life closed twice before it’s close; | 47 | undated |
39 | I never lost as much but twice – | 48 | 1858 |
215 | I shall know why – when time is over – | 49 | 1861 |
1117 | Let down the Bars, Oh Death – | 50 | 1865 |
339 | I like a look of Agony, | 51 | 1862 |
748 | God gave a Loaf to every Bird – | 52 | 1863 |
100 | What Inn is this | 53 | 1859 |
340 | I felt a Funeral, in my Brain, | 54 | 1862 |
1100 | The last Night that She lived | 55 | 1865 |
591 | I heard a Fly buzz – when I died – | 56 | 1863 |
320 | There’s a certain Slant of light, | 57 | 1862 |
355 | It was not Death, for I stood up, | 58 | 1862 |
338 | Tie the strings to my Life, My Lord, | 59 |
1861 |
Με μια πρώτη ματιά διαπιστώνουμε ότι η Μελισσάνθη δεν παρουσιάζει τα ποιήματα με τη χρονολογική σειρά που γράφτηκαν. Μέσα στο βιβλίο το κάθε ποίημα φέρει ένα αστεράκι στην κορυφή της σελίδας για να το διακρίνει από τα υπόλοιπα χωρίς κάποια άλλη αρίθμηση. Αυτό καθιστά αρκετά δύσκολο το να εντοπίσουμε ποιο είναι το πρωτότυπο του εκάστοτε ποιήματος.
Ένα εξαιρετικό παράδειγμα της σημασίας που έχει να γνωρίζουμε την πηγή του κάθε μεταφραστή είναι το ποίημα στη σελίδα 10, Δύο πεταλούδες βγήκαν μες στο μεσημέρι, ένα ποίημα που έχει διχάσει και το αγγλόφωνο αναγνωστικό κοινό ως προς τις διαφορετικές εκδοχές του. Ας δούμε, αρχικά την ελληνική μετάφραση:
Δύο πεταλούδες βγήκαν μες στο μεσημέρι
και στριφογύρισαν πάνω απ’ τ’ αυλάκι
ξαπόστασαν σε μιαν αχτίδα και μετά
φύγαν μαζί πάνω από μια θάλασσα ολόλαμπρη
Μ’ όλο που ως σήμερα, σε κανένα λιμάνι
δεν αναφέρθηκε η άφιξή τους
Αν χαιρετίστηκαν μ’ ένα ξένο πουλί
αν διασταυρώθηκαν με πλοίο ή φρεγάτα
Κανείς ως τώρα, δε μούστειλε μήνυμα.
• Στην έκδοση που επιμελήθηκαν οι Mabel Loomis Todd και T.W. Higginson, Poems by Emily Dickinson, Second Series, 1891
Two Voyagers.
Two butterflies went out at noon
And waltzed above a stream,
Then stepped straight through the firmament
And rested on a beam;
And then together bore away
Upon a shining sea, –
Though never yet, in any port,
Their coming mentioned be.
If spoken by the distant bird,
If met in ether sea
By frigate or by merchantman,
Report was not to me.
• Στην έκδοση που επιμελήθηκαν ο Alfred Leete Hampson και η ανιψιά της Martha Dickinson Bianchi, The Poems of Emily Dickinson,1930
XVIII
Two butterflies went out at noon
And waltzed above a stream,
Then stepped straight through the firmament
And rested on a beam;
And then together bore away
Upon a shining sea, –
Though never yet, in any port,
Their coming mentioned be.
If spoken by the distant bird,
If met in ether sea
By frigate or by merchantman
Report was not to me.
• Στην έκδοση που επιμελήθηκε η Mabel Loomis Todd μαζί με την κόρη της Millicent Todd Bingham, Bolts of Melody: New Poems of Emily Dickinson,1945
131
Two butterflies went out at noon
And waltzed upon a farm,
And then espied circumference
And caught a ride with him;
Then lost themselves and found themselves
In eddies of the sun,
Till rapture missed her footing
And both were wrecked in noon.
To all surviving butterflies
Be this biography
Example, and monition
To entomology.
• Στην έκδοση του Thomas H. Johnson, The Complete Poems of Emily Dickinson,1960
533
Two Butterflies went out at Noon –
And waltzed upon a Farm –
Then stepped straight through the Firmament
And rested, on a Deam –
And then – together bore away
Upon a shining Sea –
Though never yet, in any Port –
Their coming, mentioned – be –
If spoken by the distant Bird –
If met in Ether Sea
By Frigate, or by Merchantman –
No notice – was – to me –
• Και τέλος στην έκδοση που επιμελήθηκε ο R.W. Franklin, The Poems of Emily Dickinson: Reading Edition, 1999
571
Two Butterflies went out at Noon
And waltzed opon a Farm
And then espied Circumference
And caught a ride with him –
Then lost themselves and found themselves
In eddies of the sun
Till Gravitation missed them –
And Both were wrecked in Noon –
To all surviving Butterflies
Be this Fatuity
Example – and monition
To entomology –
Με μια πρόχειρη ματιά διαπιστώνουμε τις μεγάλες αποκλίσεις που υπάρχουν μεταξύ των διαφορετικών εκδόσεων. Υπάρχουν περιπτώσεις που μετά τους δύο πρώτους στίχους μιλάμε για εντελώς διαφορετικά ποιήματα. Η μετάφραση της Μελισσάνθης από άποψη μορφής, και μόνο, ακολουθεί την έκδοση του Franklin. Πέρα όμως από την απουσία της στίξης και των Κεφαλαίων το νόημα είναι εντελώς διαφορετικό. Ουσιαστικά ακολουθεί εκείνη της Todd – Higginson είτε της Bianchi, χωρίς πάλι να συμβαδίζει με τον δικό τους διαχωρισμό των στροφών.
Παραδείγματα τέτοιων μεγάλων αποκλίσεων προκύπτουν και άλλα από το βιβλίο, η ανάλυση των οποίων όμως ξεφεύγει από τα πλαίσια της παρούσας εργασίας. Για παράδειγμα :
Τα πρωινά σιγά-σιγά μαλάκωσαν (σελ. 11), όπου έχουμε μία στροφή αντί για δύο.
Αγαπητή μου μέλισσα (σελ. 13-14), όπου το ένα ποίημα σπάει σε δύο διαφορετικά.
Δεν είναι ένας επίλογος αυτός ο κόσμος (σελ. 29), όπου λείπει η τελευταία στροφή.
Ωστόσο, πέρα από τις αποκλίσεις, υπάρχουν μεταφράσεις που κυριολεκτικά λάμπουν και διασώζουν κάτι από την ψυχή της Αμερικανίδας ποιήτριας. Ακολουθούν ορισμένες που κατά την άποψή μου αξίζει να διαβαστούν.
Τα πρωινά σιγά – σιγά μαλάκωσαν
άρχισαν να σκουραίνουν τα καρύδια
Το μάγουλο της ρώγας στρογγυλεύει
Το τριαντάφυλλο κάνει εκδρομή
Φόρεσε χτυπητό μαντήλι το σφεντάμνι
Το λιβάδι ντύθηκε στα κόκκινα
Για να μην είμαι περασμένης μόδας
Θα βάλω κι εγώ ένα κόσμημα.
(σελ. 11)
*
Πέρασε μέσα, αγαπημένε Μάρτη
Πόσο είμαι χαρούμενη!
Σε περίμενα.
Βγάλε το καπέλο σου –
Θα πρέπει να περπάτησες πολύ
Πόσο έχεις λαχανιάσει!
Πώς είσαι, αγαπημένε Μάρτη
Κι οι άλλοι;
Άφησες τη φύση στην υγεία της;
Ω! Μάρτη, ανέβα γρήγορα μαζί μου
Πόσα έχω να σου πω!
Πήρα το γράμμα σου. Και τα πουλιά;..
Ούτε που βάλαν με το νου τους τα σφεντάμνια
πως ήσουνα μεσοδρομίς. Στ’ ορκίζομαι
κατακοκκίνησαν. Αλλά,
συγχώρεσέ με, Μάρτη
μ’ όλους αυτούς τους λόφους
που μ’ άφηκες να χρωματίσω
Δεν είχα αρκετό κόκκινο
το πήρες όλο μαζί σου.
Ποιος χτύπησε; ω, αυτός ο Απρίλης.
Κλείσε την πόρτα! Δε μ’ αρέσει
να με παίρνουν καταπόδι.
Έλειπε όλο το χρόνο. Τώρα,
που βρίσκομαι απασχολημένη
δίνει το παρόν. Αλλά οι μικρότητες
φαίνονται τόσο τιποτένιες
τώρα, που γύρισες.
Κι είναι καλόδεχτη κι η κατηγόρια
όσο και το παίνεμα
Που ‘ναι το παίνεμα καλοπροαίρετο
όσο κι η κατηγόρια.
(σελ.17)
*
Για να στήσεις ένα λιβάδι
χρειάζεται ένα τριφύλλι και μια μέλισσα
μια μέλισσα κι ένα τριφύλλι
κι ονειροπόλημα.
Αλλά και μόνο το ονειροπόλημα
μπορεί να φτάσει
– αν είναι λιγοστές οι μέλισσες –
(σελ. 18)
*
Είθε να ‘μουν για σε το καλοκαίρι
όταν οι μέρες του καλοκαιριού θα ‘χουν περάσει
κι η μουσική σου ακόμα όταν ο φλώρος
και το πετροχελίδονο θα ‘χουν σωπάσει.
Για να βγάλω λουλούδια για σε, θα δρασκελίσω
το μνήμα. Και θα σπείρω τ’ άνθη μου πάνω σ’ αυτό
Δρέψε με, τότε, σαν ανεμώνη
Λουλούδι σου παντοτεινό.
(σελ. 20)
*
Τι λίγα έχει να κάνει το χορτάρι
να πρασινίσει ένα κομμάτι γης απλό
να βγάλει απ’ το κουκούλι πεταλούδες
να διασκεδάσει μέλισσες.
Σε μουσικούς σκοπούς ν’ αργοσαλέψει
φερμένους απ’ αέρινη πνοή
τον ήλιο στην ποδιά του να κρατήσει
να υποκλιθεί μπροστά στο κάθε τι.
Να ράψει ολονυχτίς μαργαριτάρια
να φορεθεί τις στάλες τη δροσιά
που και μια δούκισσα θα ‘δειχνε ασήμαντη
μπροστά σε τέτοιο στόλισμα.
Κι όταν θα ξεψυχήσει θ’ αναδώσει
ευωδιασμένο ανασασμό
όπως τα ταπεινά αρωματικά σε νάρκη
είτε τα φυλαχτάρια από ελατόξυλο.
Στις αψηλές του σανού καμάρες
θ’ αναθυμάται τον που πέρασε καιρό
Τι λίγα έχει να κάνει το χορτάρι
Πόσο θα ‘θελα να ‘μουν χόρτο ξερό.
(σελ. 24)
*
Υπάρχει μια μοναξιά έκτασης
μια μοναξιά θάλασσας
μια μοναξιά θανάτου
Μα όλες αυτές οι μοναξιές
είναι συντροφικές
μπροστά σε κείνο το βαθύτερο χώρο
τον πολικό που η ψυχή
έχει παραδεχτεί για εαυτό της
το άπειρο Πεπερασμένο.
(σελ. 32)
*
Σε χώρες που δεν είδα εγώ, ποτέ μου
αιώνιες Άλπεις χαμηλοκοιτούνε
που αγγίζει το στερέωμα το σκουφί τους
στην πόλη τα σαντάλια τους πατούνε.
Στα αιωνόβια πόδια τους ήμερα παίζουν
χιλιάδες μαργαρίτες, – πέρα ως πέρα –
Ποιος είσαι, Κύριε, εσύ, κι εγώ, ποιος είμαι;
σ’ αυτή την αυγουστιάτικη ημέρα;
(σελ. 36)
*
Αν μπόραγα να σώσω μια καρδιά που σπάει
δε θα ‘χεν η ζωή μου στα χαμένα πάει
Αν μιας ζωής είχα αλαφρώσει τον καϋμό
Αν είχα κάποιον πόνο απαλύνει
Κι ένα σπουργίτι ξέψυχο αν είχα βοηθήσει
μες στη φωλιά του να ξαναγυρίσει
δε θα ‘χα τη ζωή μου στα χαμένα ζήσει.
(σελ. 38)
*
Σαν οι καλόγιαννοι θε να ΄ρθουν
κι εγώ δε θα ‘μαι ζωντανή
Δώσε ένα ψίχουλο για το μνημόνεμά μου
ς’ αυτόν με τη γραβάτα την πυρρή.
Κι αν όντας αποκοιμισμένη
δε θα μπορέσω να ς’ ευχαριστήσω, φίλη
Να ξέρεις ότι θα πασκίζω
με τα γρανίτινά μου χείλη.
(σελ. 40)
*
Θα μάθω το γιατί, η συντέλεια όταν θα ‘ρθει του χρόνου
και θα ‘χω πάψει ν’ απορώ γιατί
θα δώσει εξήγηση ο Χριστός του κάθε πόνου
στην τάξη τ’ ουρανού τη σχολική.
Για του Πέτρου την υπόσχεση θα μου ιστορήσει
κι εγώ απορώντας για τη συμφορά μου αυτή
Τη στάλα του καϋμού θ’ αποξεχάσω
όπου με καίει τώρα με καίει.
(σελ. 49)
*
Το βόμβο κάποιας μύγας άκουσα όταν πέθανα
Γύρω απ’ το σχήμα μου η ακινησία
ήταν καθώς μέσα απ’ της θύελλας τα ψηλώματα
είναι του αέρα η ακινησία.
Στο πλάι στεγνά τα μάτια είχαν στραγγίξει
κι οι ανάσες είχαν μαζευτεί σαν μία
για τη στερνή την έφοδο που ο Χάρος
δίνει της δύναμής του μαρτυρία.
Τα μικροενθύμιά μου έκανα διαθήκη
υπόγραψα. Μα ποιο ‘χω μερτικό για να
τ’ αφήκω σ’ άλλους κληρονόμους
Τότε, μπήκε μια μύγα, ξαφνικά.
Σε μένα και στο φως ανάμεσα
μ’ ένα γαλάζιο βόμβο σκουντουφλό
Και τότε, τα παράθυρα όλα λείψαν
και πια δεν έβλεπα να δω.
(σελ. 56)
*
Δεν ήταν θάνατος γιατί ήμουν όρθια πάνω
και κάτω κείτονταν όλοι οι νεκροί
Νύχτα δεν ήταν, τι οι καμπάνες για το γιόμα
βγάζανε τα γλωσσίδια όλες μαζί.
Δεν ήταν παγωνιά, γιατί ένιωθα ο σιρρόκος
να έρπει στη σάρκα μου. Μήτε πύρρα, γιατί
τα πόδια μου τα μαρμαρένια
κρατούσαν ψυχρό ένα ιερό.
Κι όμως τη γεύση όλων αυτών σαν να ‘χαν
κι οι μορφές που ‘χα γύρω μου όλες δει
τους δικούς μου νεκρούς μου αναθύμιζαν
παραταγμένους στη σειρά για την ταφή.
Σα να ‘ταν η ζωή μου κομμένη κι αρμοσμένη
στα μέτρα μιας κάσα και δίχως κλειδί
να μη μπορούσε ανασασμό να πάρει
κι ήτανε λίγο σα να ‘ταν μεσάνυχτα.
Όταν ο κάθε χτύπος σταματά κι η έκταση
γύρω ατενίζει. Ή όταν άγριος παγετός
πρώιμων πρωινών φθινοπωριάτικων
νεκρώνει τους παλμούς επάνω στο έδαφος.
Μα πιο πολύ σαν να ‘ταν χάος – κρύο απρόσκοφτο –
χωρίς μια συντυχιά, ένα σωσίβιο, είτε μία
αναφορά από κάποια γη
να δικαιώνει την απελπισία.
(σελ. 58)
Βιβλιογραφία
Bingham Millicent T. (1945) Bolts of Melody: New Poems of Emily Dickinson, edited by Mabel Loomis Todd and Millicent Todd Bingham. Harper and Brothers
Franklin R. W. (1998) The Poems of Emily Dickinson, 3 volumes. Cambridge, MA: The Belknap P of Harvard UP
Franklin R.W. (1999) The Poems of Emily Dickinson: Reading Edition. Belknap P of Harvard UP
Hampson Leete A. (1930) The Poems of Emily Dickinson: Centenary Edition, edited by Martha Dickinson Bianchi and Alfred Leete Hampson. Little, Brown and Company of Boston
Higginson T. W. (1891) Poems, Second Series, edited by T. W. Higginson and Mabel Loomis Todd. Boston: Roberts Brothers
Johnson Thomas H. (1955).The Poems of Emily Dickinson, 3 volumes. Cambridge. MA: The Belknap P of Harvard UP
Johnson Thomas H. (1960) The Complete Poems of Emily Dickinson. Boston: Little
Μελισσάνθη (1958) Έμιλυ Ντίκινσον: Σαν οι καλόγιαννοι… Νέα Εστία, Τεύχος 732, Σελίδα 33
Μελισσάνθη (1980) Ντίκινσον, επιλογή από το έργο της. Θεσαλλονίκη: Η Μικρή Εγνατία
Μπούμη Παπά, Ρ. (1953) παγκόσμιος ανθολογία ποιήσεως (τόμος Α’). Αθήνα: Εκδόσεις ΣΙΨΑ-ΣΙΑΜΑΝΤΑ
Μπούμη Παπά, Ρ. (1975) Νέα παγκόσμια ποιητική Ανθολογία (τόμος Γ’). Αθήνα: Διόσκουροι
The post Emily Dickinson και Μελισσάνθη, Η πρώτη μετάφραση (γράφει η Αλεξάνδρα Σωτηράκογλου) appeared first on Ποιείν.