Άννα Καρένινα
Στην πόλη μας δε φτάνει τρένο πια και συ προσμένεις.
Κόκκινη τσάντα έχεις αγκαλιά και περιμένεις.
Κοιτάς τα ξεχασμένα τα παλιά τα ξύλινα βαγόνια,
τους μαντεμένιους τους τροχούς, τις αλυσίδες τα μπουλόνια.
Αχ, που σκούριασαν τα χρόνια Άννα Καρένινα.
Όλα για σένα είναι μια φορά πάνω στις ράγες.
όλα για σένα είναι όπως παλιά καπνοί και ράγες,
Άννα Καρένινα.
Μέσα σε κύματα απ’ ατμό είδα μια νύχτα στο σταθμό να μπαίνει
καινούργια ατμομηχανή με οδηγό και θερμαστή και να σε παίρνει.
Κι από τότε τα τρένα σφυρίζουν μόνο για σένα,
Άννα Καρένινα.
Με καπνούς και με ήχους Άννα Καρένινα
Βράχους σε στίχους Άννα Καρένινα
`
*
Στο Καστριτσιάνικο ποτάμι
Στο Καστριτσιάνικο ποτάμι
όποιος μεσάνυχτα λουστεί
από του έρωτα την πλάνη
έχει για πάντα γιατρευτεί.
Όμως στου ποταμού τις δίνες
και στα ασημένια τα νερά
κοιμούνται χρόνια οι σειρήνες
κι αλίμονο όποιος τις ξυπνά.
Στο μαγεμένο τους τραγούδι
και στης Λιγείας τη φωνή
σπάνε κατάρτια κι αλυσίδες
λιώνει στο χέρι το κερί.
`
*
Οι γυναίκες οι παλιές
Αχ πώς πίνουν τον καφέ τους
οι γυναίκες οι παλιές
ας ρουφούν από τις πίκρες,
βγαίνουν μέσα απ’ τις χαρές.
Αχ πώς πίνουν τον καφέ τους
οι γυναίκες οι παλιές.
Τρεις ημέρες και τρεις νύχτες
ετοιμάζουν τη φωτιά
για να δούνε στο φλιτζάνι
ό, τι κρύβει η καρδιά.
Αχ πώς πίνουν τον καφέ τους
οι γυναίκες οι παλιές
και πώς δένουνε τους δρόμους
με τραγούδια και ευχές.
Αχ πώς πίνουν τον καφέ τους
οι γυναίκες οι παλιές.
Τρεις ημέρες και τρεις νύχτες
ετοιμάζουν τη φωτιά
για να δούνε στο φλιτζάνι
ό, τι κρύβει η καρδιά.
`
*
Ακρωτήριο Ταίναρο
Στο Σούνιο στο Ταίναρο
στο φως και στο σκοτάδι
Με χτυποκάρδι κόκκινο
καίω πρωί και βράδυ
Βράχος μαντήλι του γιαλού
φανάρι και σινιάλο
Ολόγυμνη στα κύματα
τον έρωτα θα ψάλλω
Φρέσκο κατράμι στάζουνε
τα ολόξανθα μαλλιά του
ξυλάρμενος και για κουπί
έχει τα κρίματά του
Βράχος …
`
*
Αυτός που φεύγει
Αυτός που φεύγει δεν το λέει
ούτε και το φοβάται
ξυπνάει, πίνει ένα καφέ
και πια δεν το θυμάται
Αυτός που φεύγει που και πού
κρυφά χαμογελάει
το χωρισμό στα χείλη του
έχει και τραγουδάει
Αυτός που φεύγει μια φορά
το ξέρει το μαθαίνει
ό,τι γεννιέται το πρωί
το βράδυ θα πεθαίνει
Αυτός που φεύγει δεν το λέει
και πίσω δεν κοιτάζει
στο πέτο το λουλούδι του
φως και γλυκοχαράζει
*
Με μέλι
Γλυκιά φωνίτσα γρήγορη
παιδί αντρειωμένο
με ρόδα και τριαντάφυλλα
μοσχοαναθρεμμένο.
Με μέλι το αλείψανε
οι μοίρες και με στάχτη
να `χει νερά, να `χει δροσιά
και θάρρος καταρράχτη.
Κυλάει τρέχει το νερό
στη θάλασσα στη στέρνα
φίδι το κύμα το χτυπά
και το κεντά στη φτέρνα.
“
*
ο μικρός μου αδελφός
Ένας άνθρωπος κλειστός
σαν παρατημένο σπίτι
ούτε φως, ούτε καπνός,
ούτε τζάμι στο φεγγίτη
ο μικρός μου αδελφός
ένας άνθρωπος κλειστός
σαν παρατημένο σπίτι.
Γράφει λόγια στο νερό
στα πηγάδια ρίχνει πέτρες
στου θεού το φιλιατρό
με σχοινιά τραβά δραπέτες
τους τραβά έξω στο φως
κι ύστερα φεύγει σκυφτός
στα βουνά στις μαύρες πέτρες.
`
*
Νέρων
Εσύ που πρώτος σκέφτηκες να κόψεις τον Ισθμό
να ενώσεις δυο θάλασσες σε έναν ουρανό
τα σχολικά βιβλία μου σε γράφανε τρελό
πως γίνεται αυτό
εγώ σ’ ευγνωμονώ.
Εσύ που την πατρίδα μου φαντάστηκες νησί
τα παιδικά τετράδια τριγύρω θαλασσί
της Αγριππίνας όνειρο, μονάκριβο παιδί
γιατί τόση χολή
για σένανε χολή;
Για σένα μόνο ο Τάκιτος έχει λόγο καλό
γράφει για κάποιο νόμο σου, νόμο συγκλητικό
Νέρωνα, αυτοκράτορα, σου τρέφω θαυμασμό
γι’ αυτό και τον Ισθμό
διπλά σε αγαπώ.
Τις Δέσποινες τις σεβαστές της Ρώμης τις παλιές
με νόμο υποχρέωνες να ζούνε σαν κοινές…
`
*
Ο Αρίσκος ο Κιαμήλης
Ο κορυδαλλός του Νέστου ετραγούδησε,
είπε λόγια, είπε λέξεις, εσιγομουρμούρηοε,
βρήκε θηλυκό βλαστάρι, πήγε στάθηκε,
ο Αρίσκος ο Κιαμήλης, ετρελάθηκε.
Στου Λουλεβουργάζ το ρέμα, στο γεφύρι του,
σκότωοαν τον αδελφό του, το βεζύρη του,
σκότωοαν τον αδελφό του, το βεζύρη του,
στου Λουλεβουργάζ το ρέμα, στο γεφύρι του.
Στου Παράδεισου τους κήπους, στους μπαξέδες του,
πίνει μοναχός αφιόνι, στους τεκέδες του,
με της Παναγιάς το κρίνο και το δάκρυ του,
του καρά σεβντά τ’ αγκάθι στο κρεβάτι του.
Στου Λουλεβουργάζ το ρέμα, στο γεφύρι του,
σκότωοαν τον αδελφό του, το βεζύρη του,
σκότωοαν τον αδελφό του, το βεζύρη του,
στου Λουλεβουργάζ το ρέμα, στο γεφύρι του.
`
*
Η Ρουθ, η Μωαβίτισσα
Η Ρουθ, η Μωαβίτισσα
και η γλυκιά μου η μάνα
σε μαύρο κάμπο και χρυσό
μαζεύουνε το μάννα.
Της Πάρου οι ανεμόμυλοι,
τις βλέπουν και δακρύζουν
παρακαλούν τον άνεμο
κι αρχίζουν να γυρίζουν.
Του κόσμου όλα τα πουλιά,
φέρνουν σπυρί το στάρι,
ζεστό ψωμί στον ύπνο μας,
κάτω απ’ το μαξιλάρι.
Η Ρουθ, η Μωαβίτισσα
και η γλυκιά μου η μάνα
σε μαύρο κάμπο και χρυσό
μαζεύουνε το μάννα.
The post Θοδωρής Γκόνης, Δέκα Στίχοι appeared first on Ποιείν.