Απ’ την αρχή
Σ’ αυτό το ταξίδι η γη
δε θα έχει μνήμες.
Οι σκιές των δένδρων
θα είναι απείραχτες
από στρατοκόπους.
Ο αέρας θα φυσάει παρθένους
καημούς, και το χάδι του
πρώτη φορά θ’ αγγίζει
ανθρώπινες λέξεις.
Οι σιωπές θα τορνεύουν λαμπρά
τους αθώρητους βράχους
σκαλίζοντας στους αιώνες
τη λήθη του χρόνου.
Σ αυτό το ταξίδι η γη
δε θα έχει μνήμες και φωνές.
Ούτε δάκρυα
από αλλότρια συναισθήματα.
Το χώμα ολόφρεσκο
θα χαμογελά
και τα πόδια μας θα χορεύουν πάνω του
ρυθμούς ασχημάτιστους.
Σε αυτή τη γη,
καθώς θα χαράζει άλλος καιρός,
θα φυτέψουμε νέους θεούς
και θα ριζώσουμε άφατες προφητείες,
παραχαράσσοντας την ιστορική αφήγηση
που θέλει μνήμες για να ζει,
βήματα για να στέκει.
Ακόμα και ο έρωτας θέλει
καινούργια γέννα.
Έρχεται κάποτε η στιγμή που ο θάνατος σε έλκει
κι ο έρωτας καραδοκεί να πιάσει τη στιγμή
και ν’ ανθοφορήσει.
Σπέρμα και μήτρα για να ζει
ο θάνατος του πλέκει.
Σ αυτό το ταξίδι η γη δε θα έχει μνήμες. . .
Άρωμα
Άλλαξα επιτέλους άρωμα!
Μετά από χρόνους μονότονης προσδοκίας
Επανήλθα στην ευωδιά της παιδικής μου σάρκας
Άλλαξα επιτέλους άρωμα
Κάτι σαν αυτοθέλητη αλλαγή του δέρματος
Χρονοβόρα εκδορά της απώλειας
Άλλαξα το πιστό μου άρωμα
Όσφρηση αλλότρια ο προσανατολισμός
Μοιραία έπαψα να Σε φορώ!
Με την Αφή
Έτσι θυμάμαι τα πράγματα.
Με την αφή.
Του μυαλού, της γλώσσας, των ματιών.
Και με την αφή του χεριού, δε λέω-
Άδειες -γεμάτες αγκαλιές έχουν κοινό
παρονομαστή: Ως πότε;
Είναι η αφή ωδίνουσα μνήμη.
Ένα βιβλίο, ένα μάγουλο. . .
Ένα φιλί σε διψασμένο σώμα. . .
Έχει και ο πόθος την αφή
πικρής λάβας.
Έτσι θυμάμαι και έτσι προσδοκώ.
Με την αφή.
Έτσι θυμάμαι τον τραχύ ήχο της άρνησης
Έτσι προσδοκώ το αλμυρό κάλεσμα
ενός καινούργιου σφάχτη.
Ανθρώπινη υπόθεση η αφή.
Είναι η χωμάτινη αλήθεια του χρόνου
Είναι ο δρόμος της Ποίησης!
Περιστροφή
Σε κάποια περιστροφή του κύκλου,
δεν μπορεί,
θα σκοτεινιάσει ο έρωτας.
Οι λέξεις γίνονται καρφιά
τέλια αγκαθωτά,
ως την περίμετρο.
Μα ως τότε,
ως τη στιγμή του ναυαγίου
και της ολικής άρνησης,
κάθε ακτίνα λαμπερή
θα την περπατήσουμε.
Στα ακροδάχτυλα πατώντας
και πίνοντας όλο το φως της νύχτας
( νύχτα ασέληνη ο έρωτας),
μονορούφι.
Ίσως παίζοντας και λίγο κότταβο
με τον δήμιο έρωτα:
«Στην υγειά του απροσκάλεστου»!
Διανύοντας έτσι αιμόφυρτες διαμέτρους
εθελούσιας αυτοανάλωσης.
Η κρίση
Έρχονται οι εποχές
και θα μας κρίνουν.
Ήμασταν τόσο απασχολημένοι
με τα προσωπικά μας!
Κι η μαργαρίτα στο περβάζι
μαράθηκε για πάντα
γράφοντας, πίσω της, τη δική της εποχή
γεμάτη μέλισσες και ήλιους μετανάστες.
Κι εγώ που είμαι συλλέκτης εποχών
και που οι καιροί
συνάζονται σμήνη στη στέγη μου,
κι εγώ που ξέρω όταν πονούν
οι μαργαρίτες,
ή όταν ο αγέρας καυτερός
μαδάει της αντρειοσύνης τα πέταλα,
κι εγώ που ξέρω από καιρούς,
αδίστακτους κριτές
μιας τέτοιας ανομίας,
ξέρω πόσος θάνατος αναλογεί
σε εμάς τους Ποιητές,
όταν φυλλομετρούσαμε στα άνθη της
ποιήματα- κελύφη ματαιότητας –
για μιας ημέρας δόξα. . .
Ξέρω πόσος θάνατος μας αναλογεί
τώρα που οι καιροί,
έτσι συναγμένοι,
μπορούν ν’ αγγίξουν
μ ’ένα φύσημα τον κεραυνό.
(Και μην ελπίζεις θέση στην κιβωτό.
Οι ποιητές . . . οιονεί εξόριστοι)
Συμβουλή σ’ έναν Ποιητή
Πού πας έτσι ξυπόλητος
χωρίς μία μουσική, μία ιαχή, μια μελωδία
να πατάς. . .
Σε αυτήν τη μακρινή έρημο την καυτερή
πού πας;
Πάρε τουλάχιστον μια ωδική αποσκευή,
έναν άνεμο εξαγριωτικό
ή ένα περιδέραιο από ηχηρά κοχύλια.
Δέσε στον αστράγαλό σου έναν διθύραμβο
και χόρευε ασταμάτητα. . .
Μέχρι την άκρη που δε φτάνω
να σε δω.
(Τί να τις κάνεις λέξεις ορφανές, όταν πρόκειται για Ποίηση!)
Το ζύγι
Τι παραπάνω μπορείς να είσαι,
πέρα από δύο τρία πράγματα
που σε σημάδεψαν.
Ένα παιχνίδι επιρρημάτων ο χρόνος:
Τώρα.
Έως εδώ.
Ποτέ!
(Στο ζύγι πάντα βαραίνει το Ποτέ!)
Ριζικό
Τσιγγάνα πένα, ατίθαση μνήμη
Μεγάλα όνειρα σμιλεύεις τα μεσάνυχτα
Άγρια πέλαγα δαμάζεις με την επιμονή σου
Στην περιπλάνηση
Ήμουν κι εγώ σε μια φωλιά που κάηκε
Σε μαύρες εποχές με φτωχές ανάσες
Και είδα τον ήλιο σκοτεινό να προαναγγέλλει
Νέα καιρικά φαινόμενα
Τσιγγάνικο αίμα κουβαλάς, μου είπε
Δύσκολη η αιμοληψία από λέξεις χίμαιρες
Οι ρίζες σου βαθιές αλλά για λίγο, και η μοίρα σου
άστεγη πατρίδα, ασύνορη πολυτεκνία
Επιμονή
Πάλι στην ίδια θάλασσα
Πάλι στην ίδια την πληγή . . .
Μνήμη αμετανόητη 4-8 -2019
Αιέν
Έβαλα τον βασιλικό
απέναντι απ’ το φεγγάρι.
Αντικριστά.
Άσπονδοι αντίπαλοι
στο κάλλος.
Στην αιωνιότητα!
Ιούλιος 2017
Γαλάζιο
(Με αφορμή μια φωτογραφία σε χρόνο άκαιρο)
Μες το γαλάζιο το πουκάμισο
είσαι αέρας δροσερός,
παιδί στα δεκαπέντε σου,
άβγαλτο, αμούστακο και άσπορο.
Μαζέψαμε απ’ την πηγή μαζί
φωτιά τρεχούμενη
και γάργαρη σιωπή αμάραντη
μιας θεϊκής συναύγειας.
Όσο και να μεγάλωσες
μες στον γαλάζιο αιθέρα σου,
θα είσαι ο προθήβης άνακτας,
μόλις δεκαπέντε.
Η Άνοιξη, ακόμα, ολάνθιστη
στα μέλη σου που τα θωρώ παντού:
Στου Δία, στου Ερμή, στου Απόλλωνα
τα σώματα τα λατρευτά.
Κι είσαι παντού:
Στην Ολυμπία, στους Δελφούς, στης Νάξος
το αφρογιάλι.
Είσαι παντού.
Και στο Σταυρό ψηλά να γέρνεις
Είσαι.
Δάκρυ και πόνος άκλαυτος!
Δεκαπεντάχρονος καημός της θλίψης, Είσαι.
Απεργία
Σχεδόν όλα
Τα ποιήματά μου
Για σένα
Και ποτέ
Κανένα
Δεν έλαβες
Ευτυχώς
Που τα ταχυδρομεία
Απεργούν
Στην ώρα τους
The post Ειρήνη Μπόμπολη, Ποιήματα appeared first on Ποιείν.