Ιανουάριος 1939. Καθώς η Ευρώπη ετοιμάζεται να βυθιστεί στη δίνη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ένας καταδικασμένος έρωτας έρχεται στο φως, γεννημένος από την ερμηνεία των «Βρανδεμβούργιων κονσέρτων» του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Υπό την αδιάκοπη απειλή της Γκεστάπο, δυο άνθρωποι προσπαθούν να επιβιώσουν κατά την πιο αιμοβόρα περίοδο της Ιστορίας. Ακόμη όμως και μέσα στο σκοτάδι η μαγεία της μουσικής δε σταματά. Το υπέρτατο νόημα της δημιουργίας του μεγάλου κάντορα της Λειψίας αποκαλύπτεται στην πιο απρόσμενη στιγμή, χρωματίζοντας ανεξίτηλα την προσωπική ιστορία των πρωταγωνιστών. Από το Φράιμπουργκ και τις πλαγιές του Μέλανος Δρυμού ως τις ακτές της Νορμανδίας και το Λονδίνο, το ιστορικό μυθιστόρημα «Το τέλος του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ», του Χρήστου Παπαδημητρίου, παρακολουθεί με ακρίβεια τις πολεμικές εξελίξεις και πέρα από μια συναρπαστική ερωτική ιστορία προσφέρει μια αναπάντεχη ερμηνεία στο ημιτελές τελευταίο έργο και στο θάνατο του μεγαλύτερου ίσως μουσικού που έζησε ποτέ, του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ.
`
ΦΡΑΪΜΠΟΥΡΓΚ ΣΤΟ ΜΠΡΑΪΣΓΚΑΟΥ, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1939 (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ]
Ο ιδρώτας άρχισε και πάλι να τρέχει από το μέτωπό του. Η αίθουσα είχε γεμίσει ασφυκτικά και η ατμόσφαιρα τον έπνιγε. Οι πολυέλαιοι έκαιγαν σαν φωτιά. Σηκώθηκε απότομα, καθώς ανέβηκε στη σκηνή ο διευθυντής της ορχήστρας. Με αριστοτεχνική δεξιότητα κατάφερε να γλιστρήσει το μαντίλι του ανάμεσα στα δάχτυλά του και το βιολί, σκουπίζοντας τις σταγόνες του ιδρώτα. Ήταν ήδη πέντε μήνες που έπαιζε στη Φιλαρμονική της Ζυρίχης και ακόμη δεν είχε ξεπεράσει το στρες. Εκδηλωνόταν με κύματα ιδρώτα πριν την έναρξη της συναυλίας. Δεν τον ενοχλούσαν οι σταγόνες στο πρόσωπό του, αλλά εκείνες που φαίνονταν να τυλίγουν τις άκρες των δακτύλων και να ακουμπούν στις χορδές. Είχε μια ανεξήγητη φοβία πως οι νότες αλλοιώνονταν τόσο από την υγρασία, που του φαινόταν πως έπαιζε λάθος δίεση. Ο μαέστρος Έρικ Ρόμπερτς έκανε μία από τις παροιμιώδεις του βαθιές θεατρικές υποκλίσεις και περίμενε να σιγήσει το αφηνιασμένο χειροκρότημα του κοινού. Το πρόγραμμα ήταν όπως πάντα προσωπική του επιλογή και ανακοινώθηκε μόλις την παραμονή της πολυαναμενόμενης συναυλίας. Δεν ήταν Βάγκνερ (Wagner), όπως πολλοί περίμεναν και απαιτούσαν. Τον αγαπούσε βέβαια πολύ, αλλά απεχθανόταν τη λατρεία των ναζί στο πρόσωπό του. Είχε παρακολουθήσει ο ίδιος πρόσφατα τη Φιλαρμονική του Βερολίνου να παίζει τον «Τριστάνο» και είχε την ατυχία εκείνη τη βραδιά να παρευρίσκεται εκεί ο καγκελάριος Χίτλερ. Καθόταν μάλιστα λίγα καθίσματα δεξιά του, μαζί με την κουστωδία του. Όταν η συναυλία τελείωσε, ο καγκελάριος ξέσπασε σε επευφημίες και χειροκροτήματα, και το κοινό, αφού για λίγο χειροκρότησε τόσο δυνατά που ο μαέστρος φοβήθηκε ότι θα σπάσουν τα κρύσταλλα των παραθύρων από το θόρυβο, αμέσως άρχισε να ουρλιάζει: «Χάιλ Χίτλερ!». Ήταν η χειρότερη εμπειρία της ζωής του. Η βεβήλωση της Μουσικής από την πολιτική, η στυγνή εκμετάλλευση της τέχνης από το ναζιστικό καθεστώς.
Όχι, λοιπόν, δε θα εκτελούσε ποτέ ξανά έργα του Βάγκνερ, τουλάχιστον όσο ζούσε αυτός ο μισητός Αυστριακός εθνικοσοσιαλιστής ηγέτης. Σήμερα όμως το πρόγραμμα δε θα περιελάμβανε ούτε και τη θεία μουσική του αγγελικού Μότσαρτ (Mozart). Η μουσική του ήταν τόσο λεπτή και όμορφη που δεν ταίριαζε πια με τη Γερμανία. Όχι, απόψε η ορχήστρα του θα ερμήνευε το αποκαλούμενο άτυπα ως «έκτο Βρανδεμβούργιο κονσέρτο» του μεγάλου κάντορα της Λειψίας (Leipsig) Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ . Αν και τα πέντε κονσέρτα για ορχήστρα του Μπαχ δεν είχαν παιχτεί ποτέ ενώπιον του Μεγάλου Δούκα του Βρανδεμβούργου, είχε επικρατήσει ιστορικά να αποκαλούνται έτσι. Το κονσέρτο αυτό είχε όλη τη μεγαλοπρέπεια και δυναμική, που το γερμανικό κοινό είχε μάθει όχι μόνο να εκτιμά αλλά και να απαιτεί, αλλά ταυτόχρονα ήταν ένας βαθύς θρήνος κάτω από τις γραμμές, μία πανδαισία χρωμάτων, μία ατελείωτη εναλλαγή και ένας ύμνος. Ο κάντορας, όπως είχε εξομολογηθεί ο Ρόμπερτς στους μουσικούς του εκείνη τη ζεστή αυγουστιάτικη νύχτα, που συνέπεσε να είναι η πρώτη συμμετοχή του Πωλ στην ορχήστρα και η πρώτη πρόβα του κονσέρτου ΒWV 1029, ήθελε φαίνεται με το κονσέρτο αυτό να ολοκληρώσει τη θεσπέσια σύνθεσή του των πέντε «Βρανδεμβούργιων κονσέρτων» με ένα μελαγχολικό και έντονο ύμνο στο Θεό του που τόσο αγαπούσε.
Με το χαρακτηριστικό νευρώδες νεύμα του η συναυλία ξεκίνησε. Το κοινό, άριστα εκπαιδευμένο από την παράδοση τεσσάρων αιώνων στην κλασική συμφωνική μουσική, ησύχασε απόλυτα και η σιγή πλημμύρισε με τους ήχους της ορχήστρας. Ξέχασε οριστικά τον ιδρώτα του μόλις ξεκίνησε με το δοξάρι του να χαϊδεύει τις χορδές. Ο Μπαχ ήταν ο αγαπημένος του συνθέτης. Ακόμη θυμόταν την πρώτη του μέρα στο Ωδείο των Βρυξελλών. Δε θα ήταν ούτε πέντε χρονών, όταν ο πατέρας του τον πήγε στο φίλο του καθηγητή του πιάνου Μορίς Ζενέ για να μυήσει τον ορφανό από μητέρα γιο του στη μαγεία της μουσικής. Στο πρώτο μάθημα απλώς του ζήτησε να καθίσει ακριβώς δίπλα του στο πιάνο. Τον είδε έπειτα με δέος να αγγίζει τα ασπρόμαυρα πλήκτρα. Όταν εκείνα άρχισαν να χορεύουν, άκουγε για πρώτη φορά το πιο θεσπέσιο νανούρισμα ολάκερης της ζωής του, που πολύ αργότερα συνειδητοποίησε πως δεν ήταν τίποτε άλλο από το Αve Maria του Μπαχ, σε μεταγραφή του Σαρλ Γκουνό. […]
`
**************************************
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ιστορία που εκτυλίσσεται στο βιβλίο αυτό είναι φανταστική. Το ίδιο και τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών. Για το σκοπό αυτό έχουν τροποποιηθεί σκόπιμα ορισμένα τοπωνύμια και ονόματα οδών, τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν σύγχυση στον αναγνώστη με πραγματικά περιστατικά. Όλα τα ιστορικά στοιχεία που παρατίθενται όμως είναι εξακριβωμένα και τεκμηριωμένα, όπως και οι πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (Johann Sebastian Bach). Μόνον η ερμηνεία των μουσικών συνθέσεών του αποτελεί ελεύθερη εικασία του συγγραφέα. Τα ονόματα και οι περιγραφές στρατιωτικών μονάδων, βομβαρδισμών, καταστροφών και πολεμικών επιχειρήσεων είναι απόλυτα ακριβείς. Οι ημερομηνίες και οι εξελίξεις στα θέατρα του πολέμου όπου εκτυλίσσεται η πλοκή είναι πραγματικές. Τα στοιχεία για τις διώξεις, τις εκτελέσεις και τις μεταφορές σε στρατόπεδα συγκέντρωσης των Εβραίων στη χιτλερική Γερμανία καταρχάς, και εν συνεχεία στην υπόλοιπη υπό ναζιστική κατοχή Ευρώπη είναι εξακριβωμένα, όπως και οι πληροφορίες που παρατίθενται στο βιβλίο για την τύχη των Γερμανών προσφύγων στη Μεγάλη Βρετανία. Μολονότι η ακριβής ιστορία αυτή δεν έλαβε ποτέ χώρα, χιλιάδες παρόμοιες εκτυλίχθηκαν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Είναι άλλωστε αυτές οι περιπέτειες και τα μαρτύρια των απλών ανθρώπων, που συνιστούν την καταστροφικότερη συνέπεια ενός πολέμου. Κι αν ο θάνατος ενός εκατομμυρίου ανθρώπων είναι για ηγέτες όπως ο Στάλιν και ο Χίτλερ απλή στατιστική, ο θάνατος ενός ανθρώπου είναι πάντοτε τραγωδία. Το βιβλίο αυτό αφιερώνεται σε όλους εκείνους, που θυσιάστηκαν στη διάρκεια της πιο αιμοβόρας περιόδου της ανθρώπινης ιστορίας, χωρίς ποτέ να έχουν την τύχη να καταγραφούν στα ιστορικά βιβλία, παρά μόνον ως αριθμοί.
Χ.Θ.Π.
The post Χρήστος Θ. Παπαδημητρίου, «Το τέλος του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ – Απόδραση από τη ναζιστική Γερμανία», εκδ. Ιωλκός, 2008 appeared first on Ποιείν.