Σε κατάνυξη
Δεν κοινώνησα Μέλι
εκείνο το Σαββατόβραδο.
Μου είπαν πως είναι πολλοί οι εχθροί
πίσω απ’ τους λόφους
και είναι αμαρτία να προσεύχομαι
Θανάτους.
Στάθηκα μόνο κάτω απ’ το φως
των Κεριών
να μου θυμίσουν πως είναι Νύχτα
Ακόμη.
Στην προβλήτα – πέρα μακριά –
άκουγα το ψιθύρισμα της θάλασσας
παράπονο αγιασμένο αναμονή…
-Η Ελευθερία πηγάζει απ’ το Κύμα…
Πλήρωση
Τα κομμάτια σου κόσμε ασύστολες εμμονές
συντρίμμια λάφυρα χάρτινες αρπαγές
τρίματα μέτρων σαπισμένα.
Ήττα εστάθης σίγουρη των όψεων σου θύμα
και η λογική ολόκληρη στους ουρανούς να στέκει•
στο άμεμπτο γαλάζιο πρόσεχε μη χαθείς
καθώς ένα υπέρτατο κενό θα υπηρετείς
με μια λαμπάδα κόκκινη στα χείλη.
Όλοι οι λόγοι αινίγματα που λύθηκαν
μισά
σαν πια να μην χωρά τ’ ολόγιομο φεγγάρι
σ’ άρτιο αριθμό
φεύγοντας απ’ τα πλήθη
ω λήθη
που σα φουρτούνα έσβηνες τα κρίματα με μια
στην άμμο, στα βαθιά
τι πια θα μας ανήκει;
κι η εποχή που κάρπιζε τον ταπεινό καιρό
κι αγέρι που δεν χόρταινε σημάδια να τραχαίνει
όλα να βαίνουν πέρασμα σε άλλη κιβωτό
σαν μιας αγάπης πλήρωση σαν πνεύμα ιερό
που επιμένει…
Στα λιβάδια της Σιωπής
Από τα σκοτεινά λιβάδια της Σιωπής
Μες στον στεγνό μου Ύπνο
Βαθιά
Πιο πέρα από του λογισμού το αντίκρισμα
Φυλώ τις ερημιές που φύτρωσαν
Σε χώμα αειθαλές και νοτισμένο.
Συλλέγω το αποκύημα της χώρας
Που ξεπέρασε έστω λίγες φορές τον πληθυσμό της
Για να ξανάρθει κείνο το φως το αγέρωχο
Σε μια ζωή που χάνεται σε μαυρισμένους δρόμους.
Δεν είναι η ερημιά βασίλειο του νου
Μόνο εργάτης που χτυπάει τον πετρωμένο χώρο
Εκεί που κάποτε κελάρυζαν ρυάκια
Κι έπιναν τα παιδιά στις ανηφόρες
Να ξαναγίνει μέρος δροσιάς στα μέσα του καλοκαιριού
Και κλαδευτήρι των λόγων που μαράθηκαν στους κόπους.
Σε μια πλατεία μικρή και απόμερη
Που φοβήθηκαν μη στριμωχτούν οι ανέμοι
Απλώνω τα νυφικά σεντόνια μου τη μέρα να υποδεχτώ
Όταν θα έρθει ο χρόνος που ξέρει ν’ ακουμπά
Χωρίς να τσαλακώνει
Αν και το δάκρυ δεν πτοεί την κλίνη του Μαγιού μου.
Δεν με χωρά η ανάσα μου
Στιγμή-στιγμή μαζεύω τα βότσαλα των στεναγμών
Και των υπόγειων ποταμών τις σκούρες αναμνήσεις.
Στις μελανές και απάτητες πεδιάδες της σιωπής
Πριν ξημερώσει
δουλικά κι ανάξια επιστρέφω
ασθμαίνοντας καρτερικά,
υποτονικά μοιρολογώντας ώρες ανεργίας
και ψάλλοντας αιτήσεις της φυγής
σε άϋλους πλανήτες να ταξιδέψω
και τις παγίδες επιστρέφοντας να στρέψω
στους φθόγγους της παραλλαγής.
Δίπλα στο ποτάμι
Δίπλα στο ποτάμι μ’ ένα ρυθμό ρέγκε
Στο στομάχι αντιδρούν οι νόμοι,
κάποιος λειψά τους έντυσε και φθείρονται
Δίπλα στο ποτάμι δίχως χρόνο
Κάτι λιβελούλες κινούν βιαστικά τα φτερά τους
και η άνοιξη κρύβεται μέσα στο καλοκαίρι
Δίπλα στο ποτάμι η κίνηση που προσπέρασε
δεν έχει σημασία, δεν έχει καν όνομα
έτσι ο κισσός γελάει μ’ ευχαρίστηση
Δίπλα στη ζωή δεν είναι ποτέ ο θάνατος
Ο ήχος, ο ήλιος, ο αγέρας
μετουσιώνονται σε θλίψη σαν φόβος αιωνιότητας
Πληγή
Σε δόκανο ο πόθος αρπαγμένος
ληστρικά άφθονη φόρους η ζωή
στις αναμνήσεις μας ο χρόνος μας ριγμένος
κι όλο στοχάζεσαι τι άλλο θα συμβεί.
Στα μέσα του Ποτέ ήρθε το Πάντα
κι από το δρόμο μονοπάτι ορεινό
κι αν στου αμπελιού βαδίζαμε την πάντα
βουλιάξαμε στο χώμα το υγρό.
Με κόπους τότ’ εγείραμε το σώμα
χρόνους μας πήρε να πλενόμαστε πολλούς
παρά τη φρόντιση εχάθηκε το χρώμα
από τα φύλλα που θυμίζανε κισσούς.
Πάει ο λαγός, πάει το κρασί, το γέλιο μαύρο
σαν να ’χεις πια αφήσει την τριβή
σ’ ένα τραπέζι που δεν είχες το κουράγιο
να διορθώσεις κι έτσι θρέφεις την πληγή.
Πώς να λυπηθώ
Δεν ξέρω πώς να λυπηθώ
τις νύχτες μου αγιόκλημα μυρίζει
και ο αγέρας του με παίρνει
να βυθίζομαι σε ουράνια στρώματα.
Κοιτώ τις συννεφιές και τις ψιχάλες.
Τίποτα δεν αγγίζει την οντότητα
που κατοικεί εντός μου.
Αδειάζει ο καιρός οδύνες
κι όλες στα σπλάχνα σιγοκαίνε
μουρμουρίζοντας Αυγή.
Δεν ξέρω πώς να λυπηθώ
αυτή η ώρα μαγικό φίλτρο μου δίνει
κι όλο μ’ αφήνει μετέωρη
να επιζητώ ζωές που δεν έζησα.
Ένα χάσμα ανάμεσα απ’ τα κυπαρίσσια
περιμένει να με δει να οδεύω
το δρόμο του νυχτώματος.
Δεν ξέρω πώς να λυπηθώ
όμως λυπάμαι
όταν κανείς δεν βλέπει τις σφραγίδες μου.
Εις ανάμνησιν
Γι’ αλλού κινήσαμε
Η μέρα της ταχύτητας μας έσπρωχνε το χέρι
και αφαιρούσαμε το αύριο
Σβήναμε χρόνια με αποκωδικοποίηση συνείδησης
σ’ έναν ισόπεδο δρόμο όπου μόνοι απομείναμε
Μαζεύω πλέον φύλλα στων δέντρων το βωμό
Κυπαρίσσια στους πρώιμους θανάτους
Τόσα χέρια έταζαν θυσίες μ’ ένα εξοστράκισμα
μα ήταν αλήθεια η βολή του θανάτου
και ειλικρινώς στολίζει άνθη και κύματα
σ’ αγγέλων περγαμηνές
Αισθήματα νωθρά
Τοίχοι πνοών ξεθυμασμένων
καθώς διοχετεύουν μαρμάρινες ανάσες
στα μελλούμενα
ούτε βαμβάκι ούτε παιδί σώζει
την κόψη που απ’ την κούνια μάς θρέφει
Περνάει ο χρόνος
Γι’ αλλού κινήσαμε
Μ’ ένα ασυμβίβαστο μυαλό να μαρτυράει
ό,τι ποτέ δεν ζήσαμε:
Π ο τ έ δ ε ν ζ ή σ α μ ε