50 χρόνων από τα γεγονότα του Stonewall.
Και νόμισες πως ήταν τα τριζόνια
Και νόμισες πως ήταν μονάχα τα τριζόνια
που θρυμάτιζαν την γυάλινη σιωπή καθώς
ανάμεσα κάθησε στα χείλη,
εκείνη την νύχτα, που κι αγέρας δίχως πνοή
δεν τόλμησε να κουνήσει τα φύλλα των ματιών σου.
Δεν άκουσες τον λυγμό των αστεριών
που με φωνή μοναχικού αηδονιού
τον αυγερινό καλούσαν την γενέθλια νύχτα
παρά αφέθηκες να ακούς νανούρισμα
τους δυσταχτικούς της καρδιάς μου χτύπους.
Γυάλινη σιωπή που έσπασε
από το βάρος του ανέφικτου,
στις μετρημένες ματιές και τα γλυκόφιλα,
στις μετρημένες στιγμές που ξανά δεν θα ‘ρθουν.
Δεν άκουσες το δάκρυ που ράγισε το πρόσωπό μου
μονάχα τα χείλη μου βρήκες αλμυρά
σαν την θάλασσα που πνίγει τους καρπούς
μακρυνών ονείρων
και χαμογέλασες με θλίψη
Αποστάτης χορεύει ο έρωτας
στις καλοτεντομένες χορδές μιας λύρας
που δίχως φωνή τραγουδά τον καημό μας
και εγώ στην αγκαλιά σου στερνή φορα
αφήνομαι
ως ότου να μας βρει ο ήλιος.
Νύχτα πάλι
Νυχτα πάλι και το φεγγάρι σημαίνει
απουσία που λυγίζει τα κλαδιά του ουρανού μου
των ματιών σου την λάμψη στων Πλειάδων το μνήμα
ψάχνω
οσο μένει πριν τα σύννεφα σβήσουν
Νύχτα πάλι και το φεγγάρι σημαίνει
κενές ώρες που γυρνάνε σαν κύμα
κενές ώρες που παγώνουν το δέρμα
όσο μακρινή του ζεστού άγγιγμά σου η μνήμη
Νύχτα πάλι και στα ερείπια ψάχνω
του μυαλού μου,
τι έχει μείνει απ’ το νερό το γλυκό των χειλιών σου,
μια μνήμη
απ’ την προσδοκία των φιλιών σου
το ρίγος
το χαμόγελό σου, ένα χάδι;
Τι έχει μείνει;
Κυμματισμοί, μονάχα, ένας κύκνου
που κολυμπάει στου Ιβίκου το ποτάμι
και ας τα νερά του θρέφουν ακόμη
τις κυδωνιές και τις αμπέλους
στον άβατο κήπο των νυμφών.
Πρώτο φιλί
Φεύγει ο συρμός και ήδη είναι μνήμη
Των χειλιών το βαρύ το άγγιγμα σου
Ένα φιλί που στέκει ακόμα ατόφιο
πίσω απ’ το αφελές μειδίαμα
στων χειλιών μου τις γραμμές
Μου είπες γλύπτης είσαι χαμογέλων
και ονείρων – και φαντάστηκα,
πως πλάθεις μέλος με το μελος
αγκαλιές και φιλιά, απο πηλό και χώμα.
Και ακόμη μένει έτσι γλυκιά επίγευση
της χοϊκής πνοής σου
Πνοή ζωντανή που ενεφύσισες
στα δειλά μου χειλη,
με την βεβαιότητα πλέον του ανολοκλήρωτου,
τον ατέλευτο καημό της επαφής.
Ζέφυρος
Ήταν απόγευμα καλοκαιριού όταν γλυκό
αγέρι χάιδευες το πρόσωπό του
και γω έκλεβα ματιές και βλέμματα
από τον υπέργηρο ήλιο πυρομένα,
ματιές που σμιλεύτηκαν στα κύμματα
της ατάραχης νύχτας
υδύπνοο αεράκι δυτικό που γεύτηκα
κάθε φορά στα χείλη τα δικά του
όταν έναν έναν λήστευε τους χτύπους
της άστατης καρδιας μου
και ξανά φωχός, έγινα ,επαίτης
αγέρας δυτικός που εφθόνησα
ξεχνώντας πως ήταν η πνοή σου
καθως δεν δίστασες αγριολούλουδα να γεμίσεις
και ανεμώνες τα θνητά μας στήθη
όπως και τότε που γέννησες στης Αριάδνης τον κόρφο
πόθο σαν τους δροσερούς καρπούς
στου Αλκίνοου τους κήπους,
λησμονώντας πως πάλι εσύ
σαν τα πανιά γοργά φυσώντας του Θησεά
στην Νάξο της Αριαδνης θέρισες τον πόθο.
Πνοή γλυκια η πνοή σου Ζέφυρε
γλυκιά πνοή πικρή
που και του Φοίβου τα μάτια
που δάκρυα ποτέ δεν γνώρισαν
τα θάμπωσες με πόνο
σαν το χώμα πότησες, αλύπητα, νωπό
του Υακίνθου χύνοντας το αίμα.
Αλλά δεν τα θυμήθηκα τότε αυτά.
Ήταν άλλωστε ένα απόγευμα καλοκαιριού.
Εσύ γλυκό αγέρι χάιδευες το πρόσωπό του
και γώ αφεθηκα φτωχός
τους χτύπους της καρδιας μου έναν έναν
να ληστεύει.
The post Θανάσης Αλεξανδρής, Ποιήματα appeared first on Ποιείν.