Silence
My father used to say,
“Superior people never make long visits,
have to be shown Longfellow’s grave
or the glass flowers at Harvard.
Self-reliant like the cat—
that takes its prey to privacy,
the mouse’s limp tail hanging like a shoelace from its mouth—
they sometimes enjoy solitude,
and can be robbed of speech
by speech which has delighted them.
The deepest feeling always shows itself in silence;
not in silence, but restraint.”
Nor was he insincere in saying, “Make my house your inn.”
Inns are not residences.
Σιωπή
Ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει,
«Οι ανώτεροι άνθρωποι δε χρονοτριβούν στις επισκέψεις,
χρειάζεται να εμφανισθούν στον τάφο του Λονγκφέλοου
ή στην έκθεση των γυάλινων ανθών του Χάρβαρντ.
Με την αυτοπεποίθηση μιας γάτας –
που σέρνει τη λεία της μακριά απ’ τα βλέμματα,
η λεπτή ουρά του ποντικιού να κρέμεται απ’ το στόμα της
σαν κορδόνι –
έτσι κι αυτοί μερικές φορές προτιμούν την απομόνωση,
και θα μπορούσες να τους κλέψεις μια κουβέντα ή δυο
με λόγια που βαθιά θα τους ευχαριστούσαν.
Το γνησιότερο των συναισθημάτων φανερώνεται πάντοτε μες στη σιωπή•
όχι σιωπηλό, μα ελεγχόμενο.»
Ούτε υπήρξε ανειλικρινής όταν έλεγε, «Νιώσε το σπίτι μου άνετο σαν ξενώνα.»
Οι ξενώνες δε θεωρούνται κατοικία.
∞
The Steeple Jack
Dürer would have seen a reason for living
in a town like this, with eight stranded whales
to look at; with the sweet sea air coming into your house
on a fine day, from water etched
with waves as formal as the scales
on a fish.
One by one in two’s and three’s, the seagulls keep
flying back and forth over the town clock,
or sailing around the lighthouse without moving their wings —
rising steadily with a slight
quiver of the body — or flock
mewing where
a sea the purple of the peacock’s neck is
paled to greenish azure as Dürer changed
the pine green of the Tyrol to peacock blue and guinea
gray. You can see a twenty-five-
pound lobster; and fish nets arranged
to dry. The
whirlwind fife-and-drum of the storm bends the salt
marsh grass, disturbs stars in the sky and the
star on the steeple; it is a privilege to see so
much confusion. Disguised by what
might seem the opposite, the sea-
side flowers and
trees are favored by the fog so that you have
the tropics first hand: the trumpet-vine,
fox-glove, giant snap-dragon, a salpiglossis that has
spots and stripes; morning-glories, gourds,
or moon-vines trained on fishing-twine
at the back door;
cat-tails, flags, blueberries and spiderwort,
striped grass, lichens, sunflowers, asters, daisies —
yellow and crab-claw ragged sailors with green bracts — toad-plant,
petunias, ferns; pink lilies, blue
ones, tigers; poppies; black sweet-peas.
The climate
is not right for the banyan, frangipani, or
jack-fruit trees; or for exotic serpent
life. Ring lizard and snake-skin for the foot, if you see fit;
but here they’ve cats, not cobras, to
keep down the rats. The diffident
little newt
with white pin-dots on black horizontal spaced-
out bands lives here; yet there is nothing that
ambition can buy or take away. The college student
named Ambrose sits on the hillside
with his not-native books and hat
and sees boats
at sea progress white and rigid as if in
a groove. Liking an elegance of which
the source is not bravado, he knows by heart the antique
sugar-bowl shaped summer-house of
interlacing slats, and the pitch
of the church
spire, not true, from which a man in scarlet lets
down a rope as a spider spins a thread;
he might be part of a novel, but on the sidewalk a
sign says C. J. Poole, Steeple Jack,
in black and white; and one in red
and white says
Danger. The church portico has four fluted
columns, each a single piece of stone, made
modester by white-wash. This would be a fit haven for
waifs, children, animals, prisoners,
and presidents who have repaid
sin-driven
senators by not thinking about them. The
place has a school-house, a post-office in a
store, fish-houses, hen-houses, a three-masted schooner on
the stocks. The hero, the student,
the steeple-jack, each in his way,
is at home.
It could not be dangerous to be living
in a town like this, of simple people,
who have a steeple-jack placing danger signs by the church
while he is gilding the solid-
pointed star, which on a steeple
stands for hope.
Ο Συντηρητής Καμπαναριών
Ο Ντύρερ θα έβλεπε έναν λόγο για να ζει
σε μια πόλη σαν κι αυτή• με οκτώ φάλαινες που εξόκειλαν
σε ανοιχτή θέα• με το γλυκό θαλασσινό αεράκι που μπαίνει μες στο σπίτι σου
μια ηλιόλουστη μέρα• από το νερό που σημαδεύτηκε
με κύματα τόσο αυστηρά όπως τα λέπια
πάνω στο ψάρι.
Ένα-ένα σε τριάδες και δυο-δυο, τα γλαρόπουλα εξακολουθούν
να πετούν πίσω και μπρος απ’ το ρολόι της πλατείας
ή να ταξιδεύουν γύρω απ’ τον φάρο δίχως να κουνούν τα φτερά –
κερδίζοντας σταθερά ύψος μ’ ένα ελαφρύ
τρέμουλο στο σώμα – ή να σμίγουν
νιαουρίζοντας εκεί
όπου η θάλασσα το μοβ από τον λαιμό του παγωνιού
ξεθωριάζει σ’ ένα πρασινωπό αζούρ όπως ο Ντύρερ άλλαξε
το πράσινο των πεύκων του Τιρόλ με το μπλε του παγωνιού
και το φραγκοκοτίσιο γκρι. Μπορείς να δεις είκοσι πέντε
λίβρες αστακό• και τα δίχτυα των ψαράδων αραγμένα
να στεγνώνουν. Το
θυελλώδες εμβατήριο της βροχής λυγίζει το αλμυρό
βαλτώδες χορτάρι, ενοχλεί στον ουρανό τ’ αστέρια και
το άστρο στο καμπαναριό• είναι προνόμιο να βλέπεις τόσο
μεγάλη σύγχυση. Μεταμφιεσμένα με κάτι που
ίσως να έμοιαζε το αντίθετο, τα λουλούδια
και τα δέντρα
της ακτής ευνοούνται από την ομίχλη ώστε να έχεις
τους τροπικούς από πρώτο χέρι: γιγάντια σκυλάκια,
βιγόνιες, ραβδωτές σαλπιγλώσσες και μοβ
δακτυλίδες• πρωινές δόξες, κολοκύθες
και φεγγαρολούλουδα κρέμονται πάνω στον ναυτικό σπάγκο
της πίσω πόρτας:
βούρλα, ίριδες, τηλέγραφοι και βατόμουρα,
ριγωτό γρασίδι, αστράκι, λειχήνες, μαργαρίτες, ηλιοτρόπια –
αναρριχητικά ραγκούν κίτρινα και καβουρόσχημα με τρυφερά βλαστάρια –
φτέρες, πετούνιες• κρίνα ροζ, μπλε
και τίγρινα• παπαρούνες, μαύρα μοσχομπίζελα.
Το κλίμα
δεν ευνοεί την ινδοσύκη, το φρατζιπάνι ή
τον αρτόκαρπο• ούτε την εξωτική ζωή
των ψυχρόαιμων. Δέρμα δράκου και φιδοτόμαρο για τα πόδια, αν το βρίσκεις ταιριαστό•
αλλά εδώ έχουν γάτες, όχι κόμπρες, για
να μειώνουν τα ποντίκια. Τα φοβισμένα
μικροσκοπικά αμφίβια
με τις λευκές βούλες πάνω στο μαύρο οριζόντιο σκόρπια
ανά ομάδες ζουν εδώ• κι ωστόσο δεν υπάρχει τίποτα
που να μπορεί η φιλοδοξία να πάρει ή να αγοράσει. Ο κολεγιακός φοιτητής
με το όνομα Αμβρόσιος κάθεται στην άκρη του λόφου,
με το «ξενικό» καπέλο και τα βιβλία του
και βλέπει τις βάρκες
λευκοντυμένες και καμαρωτές να απομακρύνονται στη θάλασσα σαν μια
χορογραφία. Θαυμάζοντας μια κομψότητα της οποίας
η πηγή δεν είναι κάλπικη, γνωρίζει απ’ έξω τα πλεγμένα σανίδια
του παλιού εξοχικού σε σχήμα
ζαχαριέρας, και την κορυφή
στο ύψος
του καμπαναριού, όχι αληθινό, όπου ένας άντρας στα κόκκινα
αμολάει το σχοινί του όπως η αράχνη κάνει στον ιστό της•
θα μπορούσε να είχε βγει από κάποιο μυθιστόρημα, αλλά η πινακίδα
στο πεζοδρόμιο γράφει Σ. Τζ. Πουλ, Συντηρητής Καμπαναριών –
με άσπρο και μαύρο χρώμα• και μια άλλη με κόκκινο
και άσπρο λέει
Κίνδυνος. Το προστώο του ναού έχει τέσσερις αυλακωτές
κολώνες, η καθεμιά κι ένα κομμάτι πέτρα, που έγινε
πιο ταπεινή με το ασβέστωμα. Αυτό θα ήταν ένα ταιριαστό άσυλο
για τα παιδιά, τα ορφανά, τους φυλακισμένους, τα ζώα
και τους προέδρους που ξεπλήρωσαν
τους αμαρτωλούς
γερουσιαστές με το να μην τους σκέφτονται. Το
μέρος έχει σχολείο, σε κάποιο μαγαζί
ταχυδρομείο, ψαράδικο, κοτέτσια και μια τρικάταρτη σκούνα στα
σκαριά. Ο φοιτητής, ο ήρωας
και ο συντηρητής, ο καθένας με τον τρόπο του,
βρίσκονται σπίτι.
Δε θα μπορούσε να είναι επικίνδυνη η ζωή
σε μια τέτοια πόλη, απλών ανθρώπων,
που έχουν έναν συντηρητή να βάζει πινακίδες κινδύνου δίπλα από την εκκλησία
καθώς γυαλίζει το συμπαγές-
μυτερό αστέρι, που πάνω στο καμπαναριό
στέκεται για την ελπίδα.
∞
A Graveyard
Man, looking into the sea—
taking the view from those who have as much right to it as you have it to yourself—
it is human nature to stand in the middle of a thing
but you cannot stand in the middle of this:
the sea has nothing to give but a well excavated grave.
The firs stand in a procession—each with an emerald turkey-foot at the top—
reserved as their contours, saying nothing;
repression, however, is not the most obvious characteristic of the sea;
the sea is a collector, quick to return a rapacious look.
There are others besides you who have worn that look—
whose expression is no longer a protest; the fish no longer investigate them
for their bones have not lasted;
men lower nets, unconscious of the fact that they are desecrating a grave,
and row quickly away—the blades of the oars
moving together like the feet of water-spiders as if there were no such thing as death.
The wrinkles progress upon themselves in a phalanx—beautiful under networks of foam,
and fade breathlessly while the sea rustles in and out of the seaweed;
the birds swim through the air at top speed, emitting cat-calls as heretofore—
the tortoise-shell scourges about the feet of the cliffs, in motion beneath them
and the ocean, under the pulsation of light-houses and noise of bell-buoys,
advances as usual, looking as if it were not that ocean in which dropped things are bound to sink—
in which if they turn and twist, it is neither with volition nor consciousness.
Το Νεκροταφείο
Άνθρωπε, που κοιτάζεις μέσα στη θάλασσα –
στερώντας τη θέα από εκείνους που έχουν πάνω της το ίδιο δικαίωμα όσο έχεις κι εσύ για τον εαυτό σου –
είναι φύσει ανθρώπινο να σταθείς στη μέση ενός πράγματος,
αλλά δε γίνεται να σταθείς εν μέσω αυτής:
η θάλασσα δεν έχει τίποτα να σου προσφέρει παρά έναν καλοσκαμμένο τάφο.
Τα έλατα στέκονται σε πομπή – έκαστο με ένα σμαραγδένιο τρίγωνο στην άκρη – εσωστρεφή όπως τα περιγράμματά τους – λέγοντας τίποτα·
η απώθηση, ωστόσο, δεν είναι το πιο εξόφθαλμο χαρακτηριστικό της θαλάσσης·
η θάλασσα είναι ένας συλλέκτης, ταχύς στο να επιστρέψει το αδηφάγο βλέμμα.
Υπάρχουν κι άλλοι πέρα από εσένα οι οποίοι ενδύθηκαν αυτό το βλέμμα –
η έκφραση των οποίων έπαψε να είναι μία διαμαρτυρία –
τα κόκκαλα των οποίων έπαψαν να είναι το αντικείμενο της έρευνας για τα ψάρια
εφόσον δεν έχουνε αντέξει·
άντρες ρίχνουν τα δίχτυα, δίχως επίγνωση πώς βεβηλώνουν έναν τάφο,
και κωπηλατούν γρήγορα μακριά· όμοια με τα πόδια της αράχνης στην επιφάνεια
κινούν συγχρονισμένα τα πτερύγια λες και δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα
όπως ο θάνατος.
Οι κυματισμοί αναδιπλώνονται εις εαυτόν σε μία φάλαγγα – υπέροχοι κάτω από ένα αφρώδες δίκτυο,
και καταλήγουν ξέπνοα ενώ η θάλασσα θροΐζει μέσα κι έξω από τα φύκια·
τα πουλιά βουτούν στον αέρα με τη μέγιστη ταχύτητα, γιουχάροντας κατά το σύνηθες–
τις ρίζες των βράχων γδέρνει το καύκαλο μιας χελώνας, ανάμεσά τους εν κινήσει κι ο ωκεανός, κάτω από τον παλμό των φάρων και τον ήχο των σημαδούρων,
όπως πάντα προελαύνει, δείχνοντας λες και δεν είναι αυτός ο ίδιος ωκεανός
μες στον οποίο όλα τα πεταμένα πράγματα δεσμεύονται να βουλιάξουν –
μες στον οποίο το αν αναδεύονται ή αν θα στροβιλιστούν, δεν θα ‘ναι
από δική τους βούληση ή συνείδηση.
The post Marianne Moore, Ποιήματα (μετάφραση: Αλεξάνδρα Σωτηράκογλου) appeared first on Ποιείν.