ΒΑΡΑΒΒΑΣ: ΜΙΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Και όμως, συνέβη την ίδια ώρα, όταν ο Υιός του Ανθρώπου πορευόταν στον Γολγοθά, εκεί όπου εκτελούνται οι ληστές και οι φονιάδες.
Συνέβη την ίδια έσχατη και φλογισμένη ώρα, όταν ολοκλήρωνε το έργο Του.
Συνέβη την ίδια ώρα, όταν πλήθος κόσμου διέσχιζε τους δρόμους της Ιερουσαλήμ κάνοντας σαματά – και ανάμεσά τους βάδιζε ο Βαραββάς, ο δολοφόνος, κρατώντας ψηλά το κεφάλι με πείσμα.
Και τον περιστοίχιζαν καλοντυμένες πόρνες, με κόκκινα χείλη και φτιασιδωμένα πρόσωπα, και γαντζώνονταν από πάνω του. Και είχε γύρω του άντρες, με μάτια μεθυσμένα από κρασί και λαγνεία. Και η αμαρτία της σάρκας παραμόνευε σε κάθε τους κουβέντα, και η ασέλγεια των χεριών φανέρωνε τις σκέψεις τους.
Και πολλοί, συναντώντας τη μεθυσμένη αυτή πομπή, ακολουθούσαν και φώναζαν: «Ζήτω ο Βαραββάς!» Και κραύγαζαν όλοι: «Ζήτω!» Και κάποιος φώναξε «Ωσαννά!» Μα αυτόν τον ράπισαν – γιατί μόλις πριν από λίγες μέρες είχαν φωνάξει «Ωσαννά» για Εκείνον που μπήκε στην πόλη ως Βασιλιάς και Του έστρωσαν τον δρόμο με φρεσκοκομμένα βάγια. Μα σήμερα έραιναν με κόκκινα ρόδα και ζητωκραύγαζαν «Βαραββάς!»
Και όπως περνούσαν μπροστά από ένα μέγαρο, άκουσαν κάποιο έγχορδο καθώς και γέλια και φασαρία από μεγάλο γλέντι. Και βγήκε από το κτίριο ένας νεαρός με επίσημη περιβολή. Και γυάλιζαν τα μαλλιά του από τα μύρα και το κορμί του ευωδίαζε με τα ακριβότερα αιθέρια έλαια της Αραβίας. Έλαμπε το βλέμμα του από τις χαρές του γλεντιού και το στόμα του χαμογελούσε λάγνα από τα φιλιά της ερωμένης του.
Μόλις ο νεαρός αναγνώρισε τον Βαραββά, τον πλησίασε και είπε:
— Έλα στο σπίτι μου, Βαραββά, έλα να αναπαυθείς στα πιο απαλά μαξιλάρια· έλα, Βαραββά, και οι υπηρέτριές μου θα σου αλείψουν το σώμα με το ακριβότερο βάλσαμο. Στα πόδια σου μία κοπέλα θα παίζει την πιο γλυκιά μελωδία στο λαούτο της και από τα ακριβότερα κύπελλά μου θα σου προσφέρω το πιο δυνατό κρασί. Και στο κρασί θα ρίξω το εξαίσιο μαργαριτάρι μου. Ω, Βαραββά, δέξου να σε φιλοξενήσω σήμερα – και η ερωμένη μου, που είναι πιο όμορφη και από της άνοιξης την κόκκινη αυγή, για σήμερα θα ανήκει στον καλεσμένο μου. Πέρνα μέσα, Βαραββά, στεφάνωσε με ρόδα το κεφάλι σου, γλέντα τη μέρα αυτή, γιατί πεθαίνει Εκείνος που Του πέρασαν ακάνθινο στεφάνι.
Και μόλις είπε αυτά ο νεαρός, το πλήθος ζητωκραύγασε και ο Βαραββάς ανέβηκε σαν νικητής στη μαρμάρινη σκάλα. Και έβγαλε ο νεαρός τα ρόδα που τύλιγαν το κεφάλι του και τα πέρασε γύρω από τους κροτάφους του δολοφόνου Βαραββά.
Και έπειτα μπήκε στο κτίριο μαζί του, ενώ το πλήθος στον δρόμο επευφημούσε.
Και αναπαύθηκε σε απαλά μαξιλάρια ο Βαραββάς· και οι υπηρέτριες άλειψαν το σώμα του με το ακριβότερο βάλσαμο και στα πόδια του έπαιζε γλυκά μία κοπέλα το έγχορδό της και κάθισε στα γόνατά του η ερωμένη του νεαρού, που ήταν πιο όμορφη και από της άνοιξης την κόκκινη αυγή. Και ακούγονταν γέλια – και οι καλεσμένοι είχαν μεθύσει με ξεδιάντροπες απολαύσεις, γιατί όλοι –Φαρισαίοι και υποτακτικοί των ιερέων– εχθρεύονταν και καταφρονούσαν τον Μοναδικό.
Και μόλις ήρθε η ώρα, ο νεαρός πρόσταξε σιωπή, και έπαψε κάθε θόρυβος.
Και έπειτα, γέμισε το χρυσό του κύπελλο με το ακριβότερο κρασί, και στο δοχείο γυάλισε το κρασί σαν αίμα. Και έριξε μέσα ένα μαργαριτάρι και πρόσφερε το κύπελλο στον Βαραββά. Και πήρε κρυστάλλινο κύπελλο και το ύψωσε προς τον Βαραββά:
— Ο Ναζωραίος πέθανε! Ζήτω ο Βαραββάς!
Και όλοι στην αίθουσα ζητωκραύγασαν:
— Ο Ναζωραίος πέθανε! Ζήτω ο Βαραββάς!
Και το πλήθος στον δρόμο κραύγασε:
— Ο Ναζωραίος πέθανε! Ζήτω ο Βαραββάς!
Μα ξάφνου ο ήλιος έσβησε, σείστηκε η γη εκ θεμελίων και απίστευτη φρίκη κυρίευσε τον κόσμο. Και τα πλάσματα ανατρίχιασαν.
Την ίδια ώρα, η λύτρωση είχε εκπληρωθεί!
*************************************************************************************************************
Επίμετρο
Από το παραβολικό διήγημα Βαραββάς και τον θεατρικό διάλογο Μαρία Μαγδαληνή μέχρι τα ποιήματα σε πεζή μορφή όπως η Μεταμόρφωση του Κακού και η Εγκατάλειψη, η πρόζα του Τρακλ αποκαλύπτει τον σκοτεινό ψυχισμό και τη συγγραφική ιδιοφυία μιας μοναδικής περίπτωσης στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία.
Τα πεζά κείμενα του Τρακλ είναι το σημείο μέγιστης ενέργειας της διάνοιάς του και ο θεμελιώδης βαθμός ελευθερίας στο γλωσσικό του σύστημα.
Όπως ο ίδιος περιέγραψε αυτή την ελευθερία: «Αισθάνθηκα, οσμίστηκα και άγγιξα τις πιο τρομερές δυνατότητες εντός μου, και άκουσα τους δαίμονες να ουρλιάζουν μες στο αίμα μου, χιλιάδες δαίμονες με τα καρφιά τους που τρέλαναν τη σάρκα μου. Τι φριχτός εφιάλτης! Μα πέρασε. Και τώρα ακούω μαγεμένος τις μελωδίες από μέσα μου, και το βλέμμα μου, συνεπαρμένο, επινοεί δικές του εικόνες – καλύτερα, παρά οτιδήποτε πραγματικό! Ο δικός μου όμορφος κόσμος κατακλύζεται από απίστευτη αρμονία».
The post Γκέοργκ Τρακλ, «Βαραββάς», (μετάφραση – επίμετρο: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος), εκδ Κοβάλτιο, 2018 appeared first on Ποιείν.