Κάμπια
Κουκουλωμένος μες στη θαλπωρή σου κάποτε,
σερνόσουν χαμερπής δειλά
ξάφνου επέταξες ψηλά και μακριά
κάποιοι σε είπαν πεταλούδα·
‒και πήραν τις απόχες τους να σε κυνηγήσουν.
Έκρηξη
Ξυπνάς απότομα από έναν κρότο
‒Τι έγινε;
‒Tίποτα, μόλις ένα φύλλο άγγιξε το χώμα, ξανακοιμήσου…
Χρόνου ρήσεις
Πάντα έλεγες είναι ακόμη νωρίς
πάντα έλεγα είναι πολύ αργά
μα ξεχάσαμε κι οι δυο το τώρα.
fractal
Προσπάθησα να εμβαθύνω, αλλά πάλι εσένα βλέπω
πήγα παραπέρα, αλλά ήρθες ξανά κοντά μου
δεν μου είχες πει ότι ήσουν fractal…
μπορεί να έστρωνα σατέν σεντόνια να σε υποδεχτώ
κι όχι να σε σκεπάσω με χειμωνιάτικες κουβέρτες·
και να μου φύγεις απ᾽ την τόση ζεστασιά…
Επίκεντρο
Σε βρήκα στο πάτωμα ζαλισμένη πάλι.
Τον τελευταίο καιρό ζαλιζόσουν συνέχεια.
Ίσως επειδή ήθελες να είσαι το επίκεντρο πάντων.
Να νιώθεις ότι όλα γυρίζουν γύρω από σένα…
Χρόνος
Μια ζωή ζούσα με κόκκους άμμου να κυλάνε γοργά
τώρα φαντάζουν όλα τόσο στατικά, τρομακτικά ακίνητα,
ανακάθομαι στο κρεβάτι και ψηλαφίζω στο κομοδίνο
κάπου εδώ ξέχασα μία κλεψύδρα, πρέπει να τη βρω
και να τη γυρίσω…
Σινεμά
αχνό ένα φως διαγράφει το σκοτάδι
έρωτες παράνομοι δειλοί
καθισμένοι σ΄ αναπαυτικές καρέκλες
στο πανί παίζει μια γνώριμη ταινία
τη θυμάσαι απέξω καρέ-καρέ
…την έβλεπες μια ζωή άλλωστε.
Την πραμάτεια σου από συνήθεια πουλάς
ένα γλυκό, παγωτό, πασατέμπο ή αφέψημα
μα η καρδιά σου είναι αλλού, πίσω από την εικόνα
πίσω από εικόνες λάγνες εφήμερων εραστών
ξέρεις ότι σε λίγο η αυλαία θα πέσει ξανά
τα φιλήδονα χάδια, τα τρυφερά λόγια, όλα
όλα αυτά του σκοταδιού, ξέρεις καλά
ότι θα τα σκοτώσει η ξενέρωτη λάμψη του προβολέα
με τους τίτλους να πέφτουν στο πανί
με ανθρώπους με κατεβασμένα κεφάλια
να στρέφονται στην έξοδο, δειλά σε χαιρετίζουν κάποιοι
χάριζες πάντα ένα πλατύ ζωγραφιστό χαμόγελο,
μα γω μέσα στα μάτια σου ‒ταξιθέτρια γλυκιά‒ διέκρινα ένα δάκρυ.
Ονείρωξη
ανάσες υπόκωφες ηδονικές και λάγνες
ταλανίζουν το μικρό κατασκότεινο δωμάτιο
δυο κορμιά αλληλοσπαράσσονται
ποιο θα εισχωρήσει πιο βαθιά στο άλλο.
Ιδρωμένος κι αφυδατωμένος, ξυπνάς…
Ονείρωξη.
Στη σοφίτα
Eρμητικά κλειστός σε μια σοφίτα
έχω τέσσερεις γωνιές να καθηλώνομαι
όχι, όχι, υπάρχει πλέον και το ταβάνι
άλλες τέσσερεις προσθέστε, ναι, σύνολο οκτώ, εκεί πλέον κατοικώ…
σε μια γωνιά, τι ωραίοι οι ιστοί, τόσο συμμετρικοί κι άψεγοι
…τους αγγίζω, τους καταστρέφω, γιατί;
μπας και μεταλάβω τη στιγμή της επαναδημιουγίας τους
σκέψεις, εικόνες, φώτα παντού· και ήχοι, και μελωδίες
από παντού…λες και είμαι ο μοναδικός τους αποδέκτης εγώ
γιατί εγώ; γιατί σε μένα; ξανά;
Αυτό είναι το καίριο επίρρημα, το ξανά
ανακούρκουδα αρχίζω και γελώ δυνατά
πιο δυνατά, αρρωστημένα και ψυχωτικά πλέον
και, ναι, τώρα ακούω μόνο την ηχώ ενός γέλιου παιδικού
ή μήπως είναι οδυρμός;
Σπουργίτης
σε ηλεκτροφόρα αναπαύεσαι σύρματα
ανέγνοιος κι αλαργινός, σ᾽ αιθέρες δεν ξανοίγεσαι
μόνο για λίγα ψίχουλα στο δρόμο χάμω ψάχνεις σύθαμπα,
μικρέ μου σπουργίτη…
Deja Vu
αραχνιασμένο παλιό άλμπουμ ξεφυλλίζεις
κιτρινιασμένες ρακένδυτες φωτογραφίες σέπια
γνώριμα πρόσωπα κάτι παλιά σού θύμιζαν, ποιος ξέρει
νευρώνες νεκρωμένοι πια δεν στέλνουν σήματα,
αναλαμπές αμυδρές, μόνο ήχους διάσπαρτους ακούς
…και μια αλαργινή φωνή που όλο πλησιάζει και σιγοψιθυρίζει:
«Δεύρο έξω»
Επιτύμβιον
όταν τα κατακάθια σιχαθείς, και βγεις στον αέρα για φυσαλίδες, ούτε καν θέλω να σ᾽ ακούσω, ούτε καν να σε δω να αναπνέεις… θα είμαι νεκρός για σένα πλέον…
Επιμύθιον
«Έλξη»…
ένας αναγραμματισμός για μια «λέξη»
ή καλύτερα για το «λήξε»