ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΜΑ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΜΥΘΟΣ
Είναι κρίμα να γίνουμε μύθος τόσο νωρίς
Είναι κρίμα να γίνουμε μύθος
Να μη ζήσουμε ως κατ’ εξοχή θνητοί
Είναι κρίμα να γίνουν οι μικρές μας χαρές
ξένες χαρές
Είναι κρίμα οι λύπες μας
να αποκτήσουν διαστάσεις εξωπραγματικές
Είναι κρίμα να μην παραμείνει κάτι
καθαρά προσωπικό
Να μην κρατήσουμε μια μας ήττα
εμπιστευτική
ένα μας όραμα υπερρεαλιστικό.
Είναι κρίμα να γίνουμε μύθος
ερήμην της δικής μας ψυχής
ΜΕ ΤΡΟΜΑΞΕΣ ΧΡΟΝΕ
Δεν γράφω για να μείνω
Γράφω για να φύγω
μαζί με τους λίγους
Γράφω για να μην περάσω
στους απλούς αποδέκτες
της συντομίας σου, ζωή.
Γράφω για να ’χει το φευγιό μου
μια σημασία άνευ σημασίας
Για να ’χει το φευγιό μου
μια σημασία μαγική.
ΓΙΑΤΙ ΣΒΗΝΕΙΣ ΑΓΡΙΕΜΕΝΟ
Σ’ έγραψα, σε ξανάγραψα
σε δούλεψα
κι όταν κατάλαβες
ότι σε προόριζα για ποίημα
έγινες έξαλλο.
Δεν ντρέπεσαι μου ’πες
Τόση δουλειά
για να μείνω αδιάβαστο
Πες με στιχούργημα
Δώσε μου μέτρο
Να ’χω ελπίδα τραγουδηθώ
αλλιώς σ’ εγκαταλείπω
Δάκρυσα
Δεν είμαι προϊόν ευαισθησίας
είπες αμείλικτα
πριν σβήσεις αγριεμένο.
ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Η μάνα μου είχε παράπονο
πως δεν εντρυφούσα
Δεν έζησε πολύ
για να με δει να εντρυφώ στις λέξεις
να ξενιτεύομαι
σε τόπους μαγικούς
σε τόπους ξένους
Η μάνα μου χαίρεται πολύ
που δεν της έμοιασα
Είχε μια φλέβα και την έφραξε
Εγώ γεννήθηκα με δυο φωνές
Από μικρός έχανα το δρόμο
έπειτα ξεχνούσα τα κλειδιά
Η μάνα μου κρατούσε το κλειδί
στο σπίτι και στο ποίημα.
ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΑΚΡΟΒΑΤΗ
Θα συντάξω βιβλίο σχολικό
χωρίς φασαρίες
Κηπουρό θα προσλάβω
να ψεκάζει τη μνήμη
σαν την ψώρα την άνοιξη
Χαριτωμένα θα συνοψίζω
αιματηρά γεγονότα
σε βωμούς κινουμένων σχεδίων
Υπόσχομαι να ταυτίσω τις δάφνες
με τους Βeat ποιητές
Να συστήνω ασκήσεις ισορροπίας
το σούρουπο
Να περνώ την ιστορία
δυο φορές από το μηχάνημα
κοπής του κιμά
Να φαίνομαι πολίτης του κόσμου
Ποιου κόσμου δε θα ρωτήσω
Διατάξτε κύριε!
ΧΡΩΜΑ
Το μαύρο
κρύβει μέσα του όλα τα χρώματα
το μισούν οι κολορίστες
το φορούν οι τεθλιμμένοι
Κλασικό και ροκ αν θέλεις
πάρε κάρβουνο
και γράψε νύχτα.
(από τη συλλογή: Τα στοιχειώδη )
*
Αποψιλώνεις
το νόημα και μένουν
ήχοι, το κορμί
*
Τα υγρά μάτια
κάτι θέλουν να πούνε
Γιατί διστάζεις;
*
Τοξεύει μόνος
βαμβάκι μεσάνυχτα
Μνήμες αιώνων
(από τη συλλογή: Κλαράκι σπάζει)
ΔΙΑΙΡΕΣΗ
Για τη διαίρεση
από μικρός κουβαλώ τον φόβο
Όταν την έμαθα στην Δευτέρα τάξη
τον τόπο μου διαίρεσαν
σε δύο πράξεις
Τώρα που την μαθαίνω
στο δικό μου το παιδί
Φοβάμαι
Το πηλίκο θα επικυρωθεί.
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΨΑΧΝΕΙ ΝΑ ΒΡΕΙ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ
Σήμερα που τα ποιήματα
κυκλοφορούνε συστημένα
πρέπει να βρω κι ’γω προξενητή
κι ας τον καλοπληρώσω
αλλιώς θα πρέπει ν’ αρκεστώ
σε δύο ή τρεις ομότεχνους μου
Αν κι αυτοί με απαξιώσουν
το δυσοίωνο μέλλον σου τέχνη
με σκεύος ποιητικής δεν θα επιβαρύνω
Τρόμαξα σαν άκουσα τα πουλιά να κρώζουν.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ
Εξαρτάσαι από το φως
Ρουφάς όλα τα χρώματα των ενδυμάτων
και ντυμένος στα μαύρα
προχωράς πέρα από τη λογική
Τρεμουλιάζεις στα νερά της λίμνης
ως είδωλο
Κάποτε μικραίνεις
κι άλλοτε φαίνεσαι παράφορα κοντός
ή μένεις κρυμμένος στο βυθό.
Θέλω το νούφαρο στη θέση της καρδιάς
Με ακούς πυκνωμένο σκοτάδι της ύπαρξης
Θέλω ν’ ανθίσω.
(από τη συλλογή: Σε ώρα αιχμής )
ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΟ ΓΙΕΤΕΜΠΟΡΙ
Ημέρα της Ανάστασης
να περπατάς στο Γιετεμπόρι
Έτσι τη λεν την πόλη λιμάνι στο βορρά οι ντόπιοι.
Έτσι θέλω και ’γω να τη γνωρίζω
με το αληθινό της όνομα
και όχι αγγλιστί
όπως τους ολιγοήμερους επισκέπτες
με τις προσχεδιασμένες μνήμες.
Γιατί γυναίκα μεγαλωμένη στην πόλη αυτή αγάπησα
που κουβαλά τη νοσταλγία των μεταναστών του ‘60
Κι όταν παραπονιέμαι πως στη δική μου πόλη
οι έμποροι δεν ανταπέδωσαν την ευεργεσία
αφήνει με το βλέμμα της να νοηθεί
πως κάθε ευεργεσία
έχει το τίμημα της.
ΤΟ ΚΑΦΕ ΣΑΚΑΚΙ
Στο μουντό Λονδίνο
τον έδιωξαν από τη δουλειά
γιατί φορούσε καφέ σακάκι.
Χρώμα αντιεπαγγελματικό
όπως του εξήγησαν
Δείλιασε να τους πει
ότι καφέ είναι οι κορμοί των δέντρων
καφέ είναι και η γη που κατοικούμε
Φόρεσε γκρι κουστούμι κι επέστρεψε
επαγγελματίας στη δουλειά
Στη μέσα τσέπη είχε
τα ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη.
ΠΡΟΣ ΚΥΠΡΙΟ ΠΟΙΗΤΗ
Ως πότε θα στήνεις καρτέρι
στα τραγικά συμβάντα
με απώτερο σκοπό ιδία οφέλη
Ένα ποίημα να έγραφες
για τον αγνοούμενο αρκούσε
Με μια ολόκληρη όμως συλλογή
βεβήλωσες εντέλει τον πόνο
της δικής του αγαπημένης.
(από τη συλλογή: Κινητά Μνημεία 2002)
ΔΙΠΛΟΠΡΟΣΩΠΙΑ
Κι άντε να πείσεις τα παιδιά
πως το φεγγάρι
δεν είναι το νυχτερινό
πρόσωπο του ήλιου
όταν αυτά σου εξηγούν
πως απόψε δε χάθηκε το φεγγάρι
έγειρε μοναχά να κοιμηθεί
μες τ’ άλλο πρόσωπο του.
ΤΟ ΝΤΡΟΠΑΛΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΤΟΥ ΤΕΙΧΟΥΣ
Θέλω ν’ αφεθώ στην επικράτεια
ενός λουλουδιού
που τ’ ονόμασες ντροπαλό
κι όμως βρήκε τη δύναμη
ν’ ανοίξει τα πέταλα του στο τείχος
σφηνωμένο σε μια χαραμάδα
της ιστορίας σου Λευκωσία
Υποβάλλοντας ένσταση
μες την άπνοια μιας εποχής
που ανασύρει τις αξίες της
από τον σκουπιδοτενεκέ.
(από την συλλογή: Χειροποίητα Μηχανής 1999 )
Βιογραφικό Σημείωμα
Ο Βάκης Λοϊζίδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1965. Σπούδασε οικονομικά. Εξέδωσε τις συλλογές: Ποίηση και Κολάζ - 1995, Χειροποίητα Μηχανής - 1999, Κινητά Μνημεία- 2002, Σε ώρα Αιχμής εκδ. Γαβριηλίδης 2005, Κλαράκι σπάζει εκδ. Γαβριηλίδης 2007 και Τα στοιχειώδη εκδ. Γαβριηλίδης 2009. Ασχολείται με τη ζωγραφική. Παρουσίασε τις εικαστικές του δημιουργίες σε δύο ατομικές εκθέσεις στη Λευκωσία.