Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Χρήστος Αναγνωστόπουλος, «ΑΡΓΙΑ», εκδ. Πλανόδιον, 2010 (γράφει ο Σπύρος Γεωργίου)

$
0
0

 
Το βιβλίο του Χρήστου Αναγνωστόπουλου είναι ένα ποιητικό βιβλίο που με την πρώτη κιόλας ανάγνωσή του καταλαβαίνεις ότι τα ποιήματα που περιέχονται στις σελίδες του είναι γραμμένα όχι από συγγραφική φιλοδοξία αλλά από θέληση επιτακτικής διακρίσεως. Τα ποιήματα αυτά έχουν γραφτεί την ώρα που έχοντας η ζωή διαγράψει μια ικανή τροχιά, είναι σε θέση πλέον να αποτιμηθεί. Βρισκόμαστε στη στιγμή που ο ήλιος δύει, και παρ’ όλο που το σούρουπο που απλώνεται εξαυλώνει τους όγκους, το βλέμμα οξύνεται για να ξεχωρίσει πράγματα που βρίσκονται, χρονικά, πολύ μακριά. Και όχι μόνο καταφέρνει να τα πλησιάσει, αλλά σχεδόν και να τα θωπεύσει.
Η δεινότητα αυτής της όρασης είναι αποτέλεσμα μιας αγχώδους προσπάθειας, που όμως αποκρύβει επιμελώς το άγχος της. Αν και όπως είπα τα πράγματα εδώ θεωρούνται κατά το χρονικό διάστημα πριν τη δύση του ηλίου, όπου είναι φυσικό κανείς να αγωνίζεται να πετύχει να δει ότι μπορεί περισσότερο πριν τα σχήματα τα καταπιεί το σκοτάδι, την ίδια στιγμή εμείς έχουμε την αίσθηση μιας αχρονικότητας, σαν τα πάντα να έχουν μαρμαρώσει σε έναν αιώνιο χρόνο. Έχω την εντύπωση πως χάρη σ’ αυτήν την αίσθηση μπορώ και να δικαιολογήσω τον τίτλο του βιβλίου. Αργία, όταν δηλαδή αργεί ο χρόνος, όταν δεν τον βάζεις σε κίνηση με πράξεις. Το βιβλίο είναι γραμμένο κάτω από αυτή την λογική. Είναι παραδομένο στην γλυκιά, αλλά, ταυτόχρονα, επώδυνη αναπόληση, όπου κανένας εξωτερικός περισπασμός δεν σπρώχνει, δεν σκουντά, δεν εξαναγκάζει στη δουλεία της καθημερινότητας. Πρόκειται πράγματι για γιορτή. Ένα διάστημα έξω απ’ την κανονικότητα της εργασίας και της παραγωγικότητας, αφιερωμένο σε ό,τι ευχαριστεί, έστω κι αν σ’ αυτό εμπεριέχεται η γνώση της χρονικής πραγματικότητας των άλλων. Ένα μέρος όπου, όπως μας λέει κάποιο ποίημα: «σαν σε πανηγύρι λαϊκό περιπλανιέται και αργά ξοδεύει το χρήμα της η δύση».
Αναπόληση. Χρησιμοποίησα αυτή τη λέξη, όχι με την έννοια της απλής περιδιάβασης στο παρελθόν, αλλά με την έννοια της συσσώρευσης παρελθόντος χρόνου σε ένα χρόνο τωρινό, που έχει βαθύνει. Που έχει βαθύνει απ’ το αισθανόμενο πλησίασμα του αναμενόμενου τέλους: «Σαλπάρισε το κρουαζιερόπλοιο και πάει…κι εσένα θα σ’ αποχαιρετήσει. Και θα φανεί ο χειμώνας, στο μαύρο μάτι του δρυμού». Το μέλλον, λοιπόν, είναι ο χειμώνας. Κι αυτό το μέλλον είναι σαν να μην υπάρχει, σαν να πρόκειται για έναν χρόνο ακυρωμένο. Σε ένα ποίημα γίνεται λόγος για την «πολυτέλεια της ακμής, όπου τα ‘χασες όλα: Την ηλικία, τον πλούτο που είναι ο μέλλοντας» και σε ένα άλλο: «πίσω κοιτάς, αφού για σένα πια δεν θα αντηχήσουν της Κυριακής οι επάργυροι ουρανοί». Ό,τι σημαντικό έγινε, έγινε νωρίς, και τώρα, χωρίς μέλλον, το παρελθόν αποκτά ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις, τέτοιες που σχεδόν συμπεριλαμβάνουν όλο το χρόνο. Όλα είναι παρελθόν, θα έλεγε κανείς.
Αυτή η αίσθηση είναι που κάνει τον ΧΑ να αισθάνεται στον τωρινό κόσμο ως εκπατρισμένος, ως κάποιος που ανήκει αλλού. «Σε ξένη γη αυλίζεται η καρδιά μας», λέει σε κάποιο ποίημα. Ως εκπατρισμένοι ωστόσο παίρνουμε προσκλητήριο για τον γνήσιο επαναπατρισμό. Ο Χρήστος Αναγνωστόπουλος με το προσκλητήριο ανά χείρας προσπαθεί να πατήσει τα χώματα της πατρίδας του, που είναι η παιδική και νεανική του ηλικία.
Ο κόσμος κάποτε είχε ένα όνομα, που όμως ξεχάστηκε. Η επανεύρεση αυτού του ονόματος είναι πλέον θέμα της μνήμης. Ο κόσμος είχε ταυτιστεί με το αρχικό του όνομα, που το χρησιμοποίησε η παιδική ηλικία για να τον ορίσει. Τώρα αυτή που θα γεφυρώσει το χάσμα, που εγκαλείται να το καλύψει, διανύοντας την απόσταση, είναι η μνήμη. Κάνοντας το ταξίδι προς την παιδική ηλικία προσδοκούμε να ψελλίσουμε το όνομα του κόσμου. Στην προσπάθεια αυτή για την ανάδυση αποσυρμένων περιοχών προσωπικής ζωής, ανακαλύπτουμε τα ελάχιστα που έχουν απομείνει από αυτόν στην επιφάνεια. Είναι ωστόσο οδοδείκτες που μας βεβαιώνουν και για το μέγεθος της απώλειας, αλλά κυρίως για τον σωστό δρόμο που ακολουθούμε. Στο διάβα του αυτό ο Χρήστος Αναγνωστόπουλος χρησιμοποιεί διάφορα σύμβολα που τον διευκολύνουν να μιλήσει, χωρίς να προσκομίζει λεπτομέρειες ιδιωτικών στιγμών. Τη βροχή, τη θάλασσα, τα τρένα, το δέντρο, τους ήσκιους κ.α. Το θέμα του δεν είναι η συγκέντρωση αποδείξεων μιας καλής μνήμης. Κάτι τέτοιο δεν τον ενδιαφέρει τόσο. Για τον Χρήστο Αναγνωστόπουλο το ενδιαφέρον εστιάζεται αλλού: στην διττή λειτουργία της. Σ’ αυτήν που κάνει κάποιον να θυμάται κάτι που υπήρχε και την ίδια στιγμή να αποκτά επώδυνη γνώση, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, της οριστικής απώλειάς του. Η μνήμη στην ποίησή του μας εισάγει στο παρελθόν βεβαιώνοντας μας πρώτα γι’ αυτό που χάθηκε. Κι αυτό το κάνει εστιάζοντας το βλέμμα του στην περίοδο κατά την οποία άνοιξε το χάσμα ανάμεσα στους δυο τόπους. Δηλαδή ανάμεσα στη γη της νεότητας, που έχει οριστικά απομακρυνθεί, και στη γη που πατά τώρα. Ένα χάσμα βέβαια που μπορεί να διακρίνει μόνο κάποιος που κατοικεί σε ένα παρόν κρίσιμο και καθόλου αναβλητικό, που αναλαμβάνει τώρα κι όχι αύριο, μ’ όλο το βάρος που αναλογεί σε μια τέτοια προσπάθεια, να χειριστεί μιαν αποτίμηση του χρόνου του και του κόσμου.
Γι’ αυτό, από την άλλη, η γη που πατά τώρα, η καμένη, όπως την αποκαλεί σε ένα ποίημά του, αυτή που δεν αποδέχεται τον έρωτα της βροχής ώστε να καρπίσει, επειδή γνωρίζει ίσως ότι δεν πρόκειται να υπάρξει άλλη άνοιξη, θα λέγαμε ότι είναι κι αυτή που κατά βάθος του προσφέρεται, που του δίνει τη δυνατότητα να γράφει ποίηση. Εκείνη που θα ήθελε να βρίσκεται, δηλαδή η γη των παιδικών τοπίων, δεν θα είχε ποτέ καμία τέτοια ανάγκη και δεν θα του παραχωρούσε ποτέ μια ανάλογη δυνατότητα. Η καμένη γη είναι αυτή που υποδέχεται και αναθρέφει τον ποιητικό του λόγο, δυναμώνοντας τους χυμούς του, παρέχοντας του το χώρο της για να αρθρώσει εν τέλει (όχι ακριβώς το ίδιο με κείνο το παλιό) ένα όνομα του κόσμου.
Πως όμως γράφεις ποίηση; Για τον Χρήστο Αναγνωστόπουλο σηκώνοντας το πέπλο της επιφανειακής φωνής για να φανεί το πρόσωπο, που μιλά με τη δική του, αλάνθαστη γλώσσα. Σε ένα ποιήμά του γράφει: «Όμως, καλυτέρα θα ήταν να σηκώσω της οργισμένης σου φωνής το πέπλο κι απ’ του προσώπου σου να μάθω το μονόλογο». Το πρόσωπο φέρει πάνω του τις αποδείξεις του πολύτιμου της πρώιμης ζωής, αλλά και τα μερίδια τα σκιερά της μετέπειτα λύπης. Ο Χρήστος Αναγνωστόπουλος αφήνει τον απαραίτητο χώρο ώστε να αναπνεύσουν και τα δύο, αλλά περισσότερο η λύπη του. Αυτή θα έλεγε κανείς πως είναι και το πιο διακριτό χαρακτηριστικό του προσώπου του. Κι αυτό το βλέπουμε σ’ αυτά τα ποιήματα. Την ποτίζει η νοσταλγία για το χαμένο τοπίο της παιδικής ηλικίας, η γνώση του τέλους των ωραίων πραγμάτων, που, ως φυσική νομοτέλεια, συμβαίνει πάντα: Σ’ ένα του ποίημα ακούμε πως: «Πάντοτε έτσι γίνεται. Με τον καιρό να εξαφανίζεται του θέρους το ψηφιδωτό. Τα ζωηρά του χρώματα να θάβονται στην άμμο». Όμως, σ’ αυτή τη λύπη, δεν παύει να ελλοχεύει μια βαθιά τρυφερότητα, έστω και λαβωμένη, που της χαρίζει μια σπάνια χρωματική θερμότητα, μετατρέποντάς τη σε μελαγχολία φιλόξενη. Για τον Χρήστο Αναγνωστόπουλο φαντάζομαι ότι το να κάνεις ποίηση, από άποψη τεχνικής, είναι κάπως σαν κι αυτό: ζωηρόχρωμες, παρηγορητικές πινελιές πάνω στη μονοχρωμία της λύπης, ώστε αυτή να ξανοίξει και να μας δεξιωθεί.
Η νοσταλγία παράγει ένα είδος ναρκισσιστικής αδράνειας. Όλα όμως τα ποιήματα της συλλογής αυτής που ασχολούνται με το νόστο – όπως θα εξηγήσω παρακάτω υπάρχουν και άλλα ποιήματα που αποκλίνουν από την ορθόδοξη μαθητεία σ’ αυτόν – καταφέρνουν και ξεφεύγουν απ’ τη μαγνητική της δύναμη, κι αυτό γιατί ο Χρήστος Αναγνωστόπουλος δεν νοσταλγεί απλώς. Στον Χρήστο Αναγνωστόπουλο η νοσταλγία είναι ενδεδυμένη το πένθος. Το βελούδο του πένθους απορροφά εδώ και τις τελευταίες αναλαμπές αθωότητας. Ακόμη κι όταν επιστρέφει στον αγαπημένο τόπο και ξαναβρίσκει τις σημαντικές στιγμές του παρελθόντος, φέρει μέσα του επώδυνα την απόσταση που τον χωρίζει την ίδια στιγμή από αυτό που σχεδόν το ακουμπά. Γράφει λοιπόν με συνείδηση του ανεπανόρθωτου. Εισέρχεται στην ποιητική γραφή με διαμορφωμένη αντίληψη για τα πράγματα. Γενικότερα γνωρίζει πάνω κάτω τι θέλει να πει, έχει από πριν αποφασίσει για το θέμα, δεν περιμένει να το συναντήσει στην πορεία. Έτσι οδηγείται σε ποιήματα ολιγόστιχα και στέρεα, ποιήματα ωριμότητας, πολύχρονης αποστάξεως, στα οποία η επιφάνειά τους, παρ’ όλη την εσωτερική ένταση, διατηρείται ήρεμη.
Το βλέμμα του Χρήστου Αναγνωστόπουλου αντικρίζει λοιπόν τα πράγματα κουβαλώντας την εμπειρία της αναδρομής στον περασμένο χρόνο. Κι ενώ αυτό προσδίδει στο βιβλίο του έναν τόνο συγκρατημένου πένθους, υπάρχουν ποιήματα στα οποία εμφανίζεται αιφνίδια μια διάθεση ευχαριστιακή απέναντί τους, που μας ελαφρώνει. Σαν να περισσεύει το βάρος και το βλέμμα αλλάζοντας κατεύθυνση, ακουμπώντας πλέον σε ένα «τώρα» χωρίς άμεση σχέση με το «πριν», αφήνει να περάσει ένα φως που διαλύει τα πυκνά νέφη. Η ζωή γίνεται τόσο ευχάριστη «όπως αν βύθιζα το χέρι μου στο μαλακό σιτάρι» όπως λέει σε κάποιο ποίημα, ή «και χαίρεσαι, καθώς που παίρνεις μες στα χέρια σου ένα γράμμα». Αυτή η διαφορετική οπτική, αγκαλιάζοντας την παράδοση, δίνει αποτελέσματα εξαιρετικά. ‘Όταν π.χ. ακυρώνει ακόμη και το θέαμα των ερειπίων που αφήνει πίσω το ανελέητο πέρασμα του χρόνου. Τότε τα χαλάσματα «μοιάζουν στους αμνούς που κάθε δείλι πάνω απ’ τ’ ακρογιάλι βόσκουν, στην ησυχία που ο γιορτινός μας κόσμος έχει ορίσει». Ή όταν έχει απέναντί της την ελιά. Η καθαρότητα με την οποία αντικρίζει το δέντρο, μας χαρίζει στίχους ιδιαίτερα ωφέλιμους στις κρίσιμες μέρες που ζούμε, αφού μας μαθαίνει: «Για το πολύ που ευδοκιμεί στα μέρη μας η γέρικη μορφή, για την ξενόγλωσση ζωή μας που περνάμε, και, για την κρύα μας καρδιά, πόσο φτηνά πουλιέται η ύλη που ζητάμε».
Συνέχεια αυτής της οπτικής, δίνοντας μια συνολικότερη απάντηση στο ερώτημα περί της φύσης του χρόνου και των συνεπειών του, που είναι και στην ουσία το θέμα των ποιημάτων αυτού του βιβλίου, είναι και το ποίημα «Η γραμμή». Ποίημα που, κατά τη γνώμη μου, καταφέρνει, επειδή αντιδιαστέλλεται μαζί τους, να βρεθεί πίσω από αρκετά άλλα ποιήματα της συλλογής (εννοώ αυτά κυρίως που μιλούν περισσότερο για τη φθοροποιό πλευρά του χρόνου) χρωματίζοντας κι εν γένει το βιβλίο με την αύρα του. Αφού το διαβάσω θα κλείσω με έναν μικρό σχολιασμό του.

Η Γραμμή

Θυμήσου, την έναστρη ώρα του παράπονου
μην αφεθείς και μιλήσεις με άδικα χείλη.
Πιο τρυφερή δεν υπάρχει παράσταση
από το σταμνί που ξοδεύεται στο ποτήρι
απ’ του γεμάτου καρπούς κλωναριού που
λυγίζει.
Ούτε γραμμή ποτέ γράφτηκε
πιο ευγενική από την καμπύλη.

Μίλησα για την επώδυνη γνώση που εμπεριέχει η λειτουργία της μνήμης. Του να εννοείς την απουσία κάποιου πράγματος, μόλις το θυμάσαι. Αυτό είναι το αποτέλεσμα ενός χρόνου που περνάει φθίνοντας. Όμως υπάρχει και ο άλλος χρόνος, αυτός που μετατρέπει τον κόσμο σε καινούργιο δημιουργώντας νέες μορφές. Όταν το βλέμμα καταφέρνει να αποτραβηχτεί από το διχασμό ανάμεσα σε παρόν και παρελθόν και να στραφεί προς αυτόν, υποδέχεται την ανανεωτική δυνατότητα του χρόνου.
Η εικόνα του ποτηριού που γεμίζει με το ξόδεμα του νερού απ’ το σταμνί, καθώς και του κλωναριού που λυγίζει απ’ τους καρπούς, είναι εικόνες που υποδέχονται ευφρόσυνα το χρόνο, γιατί τις στρέφει προς την μελλοντική ή παροντική ολοκλήρωσή τους. Κι ακόμη περισσότερο αυτές οι εικόνες μας μαθαίνουν πως, μέσα στον χρόνο που κυλά (το ποτήρι που γεμίζει) ενυπάρχει ως δυναμική αυτός που πέρασε (το σταμνί που αδειάζει). Είναι μάλιστα αυτός, ο χρόνος του παρελθόντος, που ενεργοποιεί και δίνει μορφή στην έλευση του νέου, και γι’ αυτό στην ουσία δεν χάνεται. Παρελθόν και μέλλον, καθώς τείνουν να ολοκληρώσουν μια μορφή, μας αποκαλύπτουν κάποια στιγμή τη μεταξύ τους στενή σχέση. Αυτή η σχέση παράγει τη συγκεκριμένη γραμμή στην τρίτη εικόνα, που δίνει και τον τίτλο του ποιήματος. Είναι μια γραμμή που διαγράφει την πορεία από την αρχή μέχρι και το τέλος. Πρόκειται για ευγενική καμπύλη, σωστή γέφυρα, που μπορεί να μας περνάει από το ένα άκρο στο άλλο. Το ξεκίνημά της ζωής, μας λέει το ποίημα, είναι η γέννηση, έπειτα έρχεται η ακμή, το υψηλότερο σημείο της, απ’ όπου και ξεκινά αμέσως η πτώση, μέχρι το τελείωμά της, ένα σημείο απέναντι από την αρχή. Αρχή και τέλος, ανατολή και δύση, τώρα αντίκρυ, να αναγνωρίζονται, χωρίς να ενώνονται.
Στο βιβλίο του Χρήστου Αναγνωστόπουλου, όπως έλεγα ξεκινώντας αυτή την ομιλία, αν τελικά η δύση αργεί, αν το βράδυ διαρκώς αναβάλλεται, αν το φως δεν λέει να αποβάλλει τη θερμότητά του, είναι ίσως γιατί ο δειλινός δίσκος παίρνει παράταση από τον αυγινό απέναντι.

(Το κείμενο αυτό διαβάστηκε με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του Χρήστου Αναγνωστόπουλου ΑΡΓΙΑ εκδ. Πλανόδιον, 2010, στις 11 Φεβρουαρίου 2011, στην Αίθουσα της Ελληνικής Εταιρίας στην Πλάκα)


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles