Υπήρξε φανατικη οπαδος της λεπτομέρειας!
«Σχόλια στον Καβάφη» ονομάζεται το βιβλίο της Μάρης Θεοδοσοπούλου που εκδόθηκε μετα τον θάνατό-της
Η Μάρη Θεοδοσοπούλου, στο σχετικα σύντομο αλλα αρκετα φωτεινο πέρασμά-της απο αυτο τον κόσμο, έχει δώσει πιστεύω σημαντικο έργο. Έργο πλούσιο και στέρεο, που θα εξακολουθήσει για πολλα χρόνια να προκαλει αίσθηση ανάμεσα στο φιλότεχνο κοινο, κυρίως τους συγγραφεις και μελετητες της ελληνικης λογοτεχνίας. Γιατι, η Μάρη, όπως είναι γνωστο, έχει γράψει αξιόλογα βιβλία, όπως φυσικα και εκατοντάδες άρθρα και μελέτες γύρω απο θέματα της ελληνικης λογοτεχνίας, μέσα απο τα οποία αναδεικνύεται η ευρυμάθεια και ο πλούτος των γνώσεών-της, ο διεισδυτικος και αναλυτικος τρόπος της σκέψης-της, η ικανότητά-της να κρίνει και να συγκρίνει λογοτεχνικα έργα καθως και η μεγάλη αγάπη που έτρεφε για το αντικείμενό-της, εννοω τη λογοτεχνία γενικα.
Οι μεγάλοι «λογοτεχνικοι έρωτές»-της όμως, υπήρξαν ο Κωνσταντίνος Καβάφης και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, των οποίων το έργο γνώριζε αρκετα καλα! Παράλληλα όμως, ήταν σε θέση να γνωρίζει εξίσου καλα, στις λεπτομέρειές-του, και ό,τι έχει γραφτει και κωδικοποιηθει απο άλλους σε άρθρα, μελέτες ή βιβλία γι’ αυτους τους μεγάλους λογοτέχνες.
Δυστυχως, ο θάνατος, κατα τον Άγγλο ποιητη John Ashbery, «ακυρώνει όλα τα ραντεβου» και καταργει, θα συμπλήρωνα εγω, όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Έτσι έγινε και με την Μάρη της οποίας «ο αδόκητος θάνατος το καλοκαίρι του 2016», όπως έγραψε ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, «στέρησε τη σύγχρονη λογοτεχνικη κριτικογραφία-μας απο μία γνήσια φωνη» που με «εφόδιο την αγάπη-της για τη λογοτεχνία, με προσήλωση σχεδον ασκητικη στην παρακολούθηση της τρέχουσας βιβλιοπαραγωγης, ανέπτυξε έναν προσωπικο κριτικο λόγο που απέκλινε απο τα ανάλογα συνήθη κείμενα περιοδικων και εφημερίδων».
Η αξέχαστη κριτικος πρόλαβε και είδε μόνο τρία βιβλία-της εκδομένα. Το πρώτο, που τιτλοφορείται «Εποχικα», κυκλοφόρησε απο τις εκδόσεις «Νεφέλη», το 1999, και είναι μία επιλογη κριτικων κειμένων-της απο την εφημερίδα «Εποχη» για νεότερους Έλληνες πεζογράφους. Τ’ άλλα δύο είναι αφιερωμένα στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Το πρώτο, με τίτλο «Μετ’ έρωτος και στοργης, Κείμενα για τον Παπαδιαμάντη», εκδόθηκε το 2001, επίσης απο τις εκδόσεις «Νεφέλη». Το δεύτερο (τρίτο στη σειρα), με τίτλο «Παπαδιαμαντικα», εκδόθηκε το 2013, και «προήλθε ιδιωτικως, σχεδον πειρατικα, απο τον ανύπαρκτο εκδοτικο οίκο Τέττιξ».
Μεταθανάτια, συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο 2018, κυκλοφόρησε απο τις εκδόσεις «Πόλις», στην Αθήνα, ένας μεγάλος (310 σελίδες) και αρκετα καλαίσθητος τόμος που περιλαμβάνει μία επιλογη απο 18 άρθρα και μελέτες-της για τον Καβάφη και το έργο-του, που διακρίνονται για τη συνοχη και την ομοιογένειά-τους. Η παραγωγη-της όμως εδω, όπως γνωρίζω, είναι αρκετα πιο μεγάλη, αν υπολογίσουμε πως τα κείμενα που έγραψε και δημοσίευσε για τον Αλεξανδρινο είναι πολυ περισσότερα των 18 που φιλοξενούνται στον εν λόγω τόμο.
Το βιβλίο τιτλοφορείται «Σχόλια στον Καβάφη» και εντυπωσιάζει, όπως ήδη έχω αναφέρει, το φιλότεχνο κοινο με την κομψότητά-του και γενικα την τυπογραφικη αρτιότητά-του. Επιπλέον, κοσμείται με ωραία σκίτσα του Καβάφη ή σχέδια εμπνευσμένα απο το έργο-του, που έγιναν απο διάσημους ζωγράφους. Η έκδοση πραγματοποιήθηκε χάρη στην πρωτοβολία και την φροντίδα του συντρόφου της Μάρης, του Κωστη Λιόντη, και «με την άμεση, πρόθυμη ανταπόκριση του Νίκου Γκιώνη των εκδόσεων Πόλις». Το βιβλίο επιμελήθηκε ο εμβριθης λόγιος Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ο οποίος προτάσσει και μία εμπεριστατωμένη εισαγωγη-του. Προσωπικα, θεωρω την εισαγωγη του Δασκαλόπουλου ως μία ενδελεχη φιλολογικη μελέτη για τον βίο και το έργο της Μάρης Θεοδοσοπούλου! Η πρώτη ίσως που έχει γραφτει γι’ αυτη την πολυσχιδη προσωπικότητα.
Συγκεκριμένα, δύο απο τα κείμενα του βιβλίου είναι εκτενεις κριτικες για εκδόσεις έργων του Καβάφη (αλληλογραφία-του με τον Ε. Μ. Φόρστερ, λεξικο παραθεμάτων του Αλεξανδρινου), και άλλα δύο κρίνουν καβαφικου ενδιαφέροντος βιβλία τρίτων, του Δημήτρη Παπανικολάου και της Έρσης Σωτηροπούλου, αντιστοίχως. Τρία άλλα κείμενα σχολιάζουν τα του «Έτους Καβάφη» (2013), ενω τα λοιπα συνιστουν εμπεριστατωμένα και διεισδυτικα μελετήματα για τις σχέσεις του Αλεξανδρινου με τον Ξενόπουλο, τον Παλαμα, τον Σεφέρη, τον Παπαδιαμάντη. Σε όλα όμως, όπως διαπιστώνει ο Δημ. Δασκαλόπουλος, «διακρίνεται το κάποτε πολυ αιχμηρο ειρωνικο χιούμορ της Μάρης και η βαθια γνώση-της των λογοτεχνικων θεμάτων».
Η Μάρη Θεοδοσοπούλου είχε όντως καυστικο χιούμορ, δεν ήταν όμως χολερικο και εξοντωτικο το χιουμορ-της. Επιπλέον, ήταν άτομο φιλομαθες και πολυμαθες. Εννοω πως διάβαζε και ενημερωνόταν συνεχως. Οι γνώσεις-της, ειδικα για τα θέματα που τη συγκινούσαν, ήταν τόσο πλατιες και βαθιες, που δεν της ξέφευγαν, όπως ανάφερα, ούτε και οι λεπτομέρειές-τους! Ήταν πραγματικα φανατικη οπαδος των λεπτομερειων, θα έλεγα πως έκτιζε «κάστρα» πάνω-τους, τις οποίες αναδείκνυε συστηματικα μέσα στα κείμενά-της με αποτέλεσμα να επιφέρουν μεγάλο προβληματισμο και συζητήσεις. Εξάλλου, όπως επισημαίνει ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, «η φιλολογία έχει ιδιαίτερη κλίση προς τις λεπτομέρειες, απ’ όπου μπορει να εξαχθουν πολλα και ενδιαφέροντα συμπεράσματα».
Ακόμη, η ευρυμάθειά-της της έδινε, αυθωρει και παραχρήμα, το δικαίωμα να κρίνει αλάνθαστα αλλα και να επικρίνει αυστηρα, πάντοτε όμως καλόπιστα, τον πνευματικο μόχθο άλλων ανθρώπων. Δεν είναι λίγες οι φορες, λοιπον, που η γραφίδα-της έφερε στην επιφάνεια παραλήψεις ή σοβαρα λάθη που υπέπεσαν άλλοι μελετητες, τα οποία εντόπισε η Μάρη. Αλλα, δεν είναι και λιγες οι φορες που ανασκεύασε ή αναθεώρησε θέσεις ή απόψεις άλλων συγγραφέων γύρω απο λογοτεχνικα θέματα, στηριζόμενοι πάντοτε στα δικα-της συμπεράσματα. Δηλαδη δεν αποδεχόταν «ασυζητητι τα καθιερωμένα και δεν επαναπαύετ(ο)αι στις όποιες παγιωμένες απόψεις».
«Στις σχετικες μελέτες-της», όπως πολυ σωστα σημειώνει ο Δασκαλόπουλος, «που δημοσιεύονται στον παρόντα τόμο η Μάρη ξαναπιάνει το νήμα απο την αρχη και ξετυλίγει τις σκέψεις-της με επαγωγικο, λεπτομερειακο, σχεδον αστυνομικης υφης τρόπο, και επαναξετάζει τις σχέσεις προσώπων και κειμένων, αμφισβητώντας τις έως τώρα απόψεις που θεωρούνται τελεσίδικες».
Θα ολοκληρώσω αυτο το κείμενό-μου μ’ ένα απόσπασμα απο το άρθρο-της «Ο Καβάφης του Ξενόπουλου ΙΙΙ», χαρακτηριστικο δείγμα της κριτικης-της, μέσα απο τις γραμμες του οποίου φανερώνεται ξεκάθαρα η αιρετικη άποψη της Μάρης για τον Ξενόπουλο ως κριτικο του καβαφικου έργου. Γράφει:
«Ένα πρόχειρο συμπέρασμα θα ήταν πως ο Ξενόπουλος ως κριτικος του Καβάφη δείχνει ανεπαρκης. Ένα δεύτερο, πιο ενδιαφέρον για εμας σήμερα, είναι πως η γνωριμία συγγραφέα και κριτικου καθιστα αδύνατη την ανασύνθεση της σχέσης-τους με βάση τα κριτικα κείμενα».
(σημ, ποιείν: ακολουθείται το τονικό σύστημα του συγγραφέα)