[βύρωνας]
κοιτώντας την προχτές
μου φάνηκε πως άγιασε
η μάνα μου
έλαμπε στο πρόσωπο
το γέλιο της
τη φώτιζε πλαγίως
καθώς με τύλιγε με το κασκόλ
να μην κρυώσω
έξω απ’ τη σιδερένια πόρτα
του σπιτιού
που μάγκωνα τα χέρια μου
να κλείσει
κερδίζοντας
τα μελανά μου δάχτυλα
[familyoutlet]
στο τέλος της μέρας
ήταν δύσκολα στο σπίτι
όταν περνούσε το τρένο
και προσπαθούσε να ισορροπήσει
στις πρόχειρες ράγες
που είχαμε στήσει στο πάτωμα
έκανε φασαρία δαιμονισμένη
εμείς το κοιτάζαμε νωχελικά απ’ τον καναπέ
συνήθως δεν το προλαβαίναμε
μισοκοιμόμασταν εκείνη την ώρα
[lullaby]
-λυπάμαι όσους μένουν άυπνοι
παρατηρώ τα δαχτυλίδια
των ματιών τους-
σε θυμάμαι κάποτε
πάνε είκοσι χρόνια
να λες με βεβαιότητα
οι μαύροι κύκλοι δεν είναι κληρονομικοί
η αϋπνία τους προκαλεί
ν’ απλώνεις τρυφερά δυο ψέματα
ένα μπροστά από κάθε μάτι
να τα λικνίζεις ρυθμικά
και να μ’ αποκοιμίζεις
[παραμύθι]
το κοίμισα για λίγο στην αγκαλιά μου
ώσπου να ξυπνήσει πάλι πεινασμένο
και τι να το ταΐσω
γάλαδεν κατεβάζω πια
μια φορά κι έναν καιρό
μαύρη αχλή το σκέπασε
να φυλάγεσαι απ’ τα ρεύματα
κι εκείνη την πληγή
να την φροντίζεις