Πάσχα του 1952
[Pasqua 1952]
Κρύες είν΄οι βραδιές του Απρίλη και στενάχωρες
εδώ κάτω, στις μεγάλες κάμαρες του σπιτιού μου.
Ο πατέρας μόλις που κινείται, ανάμεσα στο τζάκι
και το μπάνιο. Τον πάμε σηκωτό, τον γδύνουμε,
του λύνουμε τα κορδόνια και τονε βάζουμε για ύπνο.
Λευκές είν’ ακόμα απ’ το χιόνι οι πλαγιές του Σερίνο.
Μαντρωμένους στα δωμάτιά μας, μόλις που
μας φτάνουν από την πλατεία οι καμπανιές του ρολογιού.
Ο καπνός μάς κοκκινίζει τα μάτια,
υγρά είν’ ακόμα τα φρεσκοκομμένα ξύλα απ’ το δάσος.
Ο Χριστός θ’ αναστηθεί μεσ’ απ’ της ίριδας τον τάφο:
το ’παν οι αγγέλοι, χτυπώντας τα θυρόφυλλα.
Οι μικρούληδες βοσκοί μάς φέρνουμε τα πρώτα
σπαράγγια από τους αγκαθότοπους, ξυπόλυτο το κορίτσι
του κήπου μπαίνει μ’ ένα καλάθι ανθούς από γογγύλια.
Τριάντα χρόνια περίμενα ένα Πάσχα
πλάι στα χαντάκια, τα μούσκλια πάνω στις πέτρες,
βιολέτες ανάμεσα στα κεραμίδια. Μα οι νεκροί
κοιμούνται στις κάσες από ξύλο καστανιάς,
στα δοκάρια πάνω από τους στάβλους και τα χοιροστάσια,
στην κορφή της στέγης πάνω απ’ τα κελάρια και τα κοτέτσια.
Δύσκολο τους είναι ν’ αποχωριστούνε για πάντα
τις καρέκλες μας, τα κρεβάτια μας
όπου ζήσανε τόσα χρόνια αργής αγωνίας.
Στους δρόμους πιο σιωπηρά τα μαύρα
κουρέλια από τα ρούχα.
Μια παρέα καίει με σίδερο το μολυσμένο
το θρόμβο μες στο στόμα του γαϊδάρου.
Ξεκίνησα το ταξίδι για το Πάσχα
με άνθη, να συναντήσω το Χριστό τον πορφυρό
καθώς σήκωνε το κάλυμμα από στάρι λευκό
που ’χε φυτρώσει μέσα στις σπηλιές.
Όλα τούτα που γνωρίζω δεν μου είναι αρκετά
για να σβήσω όλα κείνα που ’χω δει.
Φυσάνε τα παιδιά πάνω στα κάρβουνα
για να βγει μέσ’ απ’ το μολύβι
ενός ρόδου το σχήμα.
Πάνε κι έρχονται μέσα στο σπίτι οι επισκέπτριες
να μας φέρουνε τις κληματσίδες για την πυροστιά,
τα καλάθια με τ’ αυγά, τα λόγια τα παρήγορα.
Γεμάτα πάντα τα δωμάτια με μνήμες
από ’να πρόσφατο πένθος ή από το στεναγμό
ενός άρρωστου γέροντα.
Βαρύ ’ναι του πατέρα μου το αίμα:
τον πονά η αδυναμία του να κινηθεί.
Θα τονε πάνε στους ώμους τ’ ανίψια μου
και μια μέρα, μια μέρα χλιαρή κι όχι μακρινή πολύ,
θα τον πάνε στ’ αμπέλι. Θα τον πάνε
ως τη μέση της πλαγιάς, σε κείνη την πολυθρόνα
με τα πλεγμένα τα μπράτσα.
Μας έφτασε κείνη η κοιλάδα, κείνη την κοιλάδα
διαλέξαμε για να επιστρέψουμε και να πεθάνουμε.
Εκεί που ο Ιησούς θ’ αναστηθεί με μόχθο βαρύ
εμείς φλεγόμαστε απ’ την ελπίδα να συνεχίσουμε να ζούμε
μες στις καρδιές των δικών μας και των συντρόφων,
μες στη μνήμη των γειτόνων μας στο σπίτι και στον κάμπο.
Πώς τιτιβίζουνε τα χελιδόνια
ολόγυρα στην εκκλησιά του Αγίου Δομήνικου
καθώς βραδιάζει Μεγάλη Πέμπτη ζοφερή!
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ο Leonardo Sinisgalli (1908-1981) είναι ένας από τους νεότερους ποιητές που εμφανίστηκαν στη σκηνή του ιταλικού μεσοπολεμικού μοντερνισμού. Η ποιητική του δραστηριότητα συνεχίζεται αμείωτη στη μεταπολεμική εποχή, μέχρι τα τελευταία έτη της ζωής του.
Έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια σε αγροτική περιοχή του ιταλικού Νότου. Ύστερα εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου σπούδασε μηχανικός. Εργάστηκε ως αρχιτέκτονας και σχεδιαστής στο Μιλάνο.
Στο έργο του Σινισγκάλλι είναι εμφανής ο διχασμός ανάμεσα στο επαρχιακό περιβάλλον της νεότητάς του και στο αστικό, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των ώριμων χρόνων του. Οι νοσταλγικές, όσο και συχνά μελαγχολικές, μνήμες από την ύπαιθρο αποτυπώνονται συνειρμικά, με μια ελεγχόμενη συναισθηματική φόρτιση. Το ώριμο έργο του όλο και πιο συχνά εστιάζει στον «κλειστό» αστικό χώρο. Αντίστοιχα, η οπτική του γίνεται πιο ψυχρή, κάποτε ειρωνική, καθώς στοχεύει σε μια ποιητική έκφραση ολοένα πιο λιτή, απογυμνωμένη από οτιδήποτε περιττό.