ΜΙΑ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΝΝΗΣΟΥ
Η γεωγραφία συνδιασμένη με τον χρόνο
ισοδυναμεί με τό πεπρωμένο
ΠΟΤΕ ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ;
Και το αρχαίο είχε την αρχαιότητά του
πότε όμως;
Σε ποια αρχαιότατα πρωινά
διαλύθηκαν οι αέρινες μορφές
όταν οι ελαφρές κόρες
μπήκαν στο σπίτι
φέροντας προσφορές και χορεύοντας
στο μαύρο φόντο;
Ήριννα, Τελέσιλλα, Πράξιλλα
πού ακουμπήσατε
τα μελένια γλυκά,
πού τo αμυγδαλόγαλα
πού το φλουρί στα γλυκά με το ρύζι;
Σε ποια παραλία συναντηθήκαμε
Μύρτιδα, Νοσσίδα, Κόριννα;
Πού ήσαστε
όταν βρήκα την ανθρωπόμορφη λάρνακα
και την έπιασα από τα χερούλια
όμως, ήταν βραχίονες, και τα μάτια
με κάρφωσαν, με την αλογοκεφαλή
και ο κρατήρας είχε αίγες
μαύρες, προσηλωμένες να βοσκούν αγαύες
και τα κύπελλα είχαν αντιλόπες
και στάθηκα, μπροστά στην στήλη
του τελευταίου χαιρετισμού;
Ο Φοίβος δεν μένει πια εδώ
χαμένη είναι η μπρούτζινη πόρπη
και τα συναισθήματα πού έχουν τοποθετηθεί
σε τεφροδόχα δοχεία αφηγούνται
«με τα πόδια και όχι έφιπποι
μπαίνουμε για την μεταθάνατον ζωήν».
Ο ΦΟΙΒΟΣ ΔΕΝ ΜΕΝΕΙ ΠΙΑ ΕΔΩ
μην αφήνεις την χαρά σου να χαθεί
όσο έχεις ζωή
(Πίνδαρος, αποσ. 512, c)
Τα συναισθήματα τρελαίνονται
σαν μιά ελαφριά συμφορά,
συναισθήματα καταπατημένα
αποτεφρωμένοι έρωτες
αδυναμία πόθων
και πάλι η συμφορά
θα είναι ελαφριά, αδελφές
της Ανθηδώνας, της Τανάγρας
του Άργους και της Λέσβου.
Μόνο την άνοιξη θα μαζέψουμε κυδώνια
ο Φοίβος δεν μένει πια εδώ
θα έλθουν υγροί χειμώνες
με ομίχλη, προδότες
μα σε ένα αρχαιότατο πρωινό
θα δούμε ακόμα
το άκαμπτο μεγαλείο των όσων δεν συνέβησαν,
θα γεννηθεί το φως από τους βράχους και την θάλασσα
και ο αρχαίος ποιητής θα καλέσει
τα κορίτσια στον χορό:
«μήν αφήνεις την χαρά σου να χαθεί
όσο έχεις ζωή».
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΡΟΔΟΝ
Γιατὶ τὰ σπάσαμε τ’ἀγάλματὰ των,
γιατὶ τοὺς διώξαμε άπ’τοὺς ναοὺς των,
διόλου δὲν πέθαναν γι’αὐτὸ οἱ θεοί.
(Καβάφης, ἸΩΝΙΚΌΝ)
Η ομορφιά γεννιέται στα νησιά
σαν την Αφροδίτη
και δεν είναι περιορισμός, αλλά
σύνορα ανοιχτά και ύπουλα
προς την θάλασσα, μεταβολή
συμπαγούς ρευστότητας, σαν το νερό.
Ούτε θάλασσα, ούτε στεριά
η ψυχή, όπου τρυπώνει
η μονοτονία
όχι του κύμματος, αλλά της φαντασίας.
Φως του ήλιου
σκιά της γης,
ανάμεσα στην γη και την σελήνη
φυτρώνουν ασφόδελοι
στάχυα λευκών λουλουδιών
όπως στα Ηλύσια πεδία.
Ποιοι ήταν οι Κνίδιοι;
Γιατί αγόρασαν
την γυμνή αλήθεια και όχι την καλυμμένη;
Και όταν το αγόρι ερωτεύθηκε το άγαλμα;
Ρόδα λευκά, τρελλό πάθος
να ζευγαρωθεί με το μάρμαρο
μάραθος, κριθάρι, μαρούλι.
Πηγαίνουμε προς τον Κολοσσό του Ηλίου
και φέρουμε τάματα
ρόδα λευκά, σπλήνα
μάραθος, κριθάρι, μαρούλι.
Σελήνη, ημισέληνος, καθρέπτης
τα μάτια καθρεφτίζουν
την ακινησία του έρωτα.
Σεληνιακές φάσεις δείχνουν
κωνικές σκιές προϊόν της νύχτας
περιφέρεια των ημερών.
Δώδεκα οι πανσέληνοι
εννέα οι σύνδεσμοι
χωρίς την νέα σελήνη,
τριάντα οι μέρες και ο Ήλιος δεν δύει ποτέ.
Αλλά υπάρχει αληθηνά
η σεληνιακή διαμονή
των ψυχών, όπως έγραφε
ο Κάστορας ο Ρόδιος;
Κοντά στην σελήνη
του Άδη τα λειβάδια
λειτουργούν σαν καθαρτήριο,
καταδίκη ή εξιλέωση;
Kατεβαίνουν μέσα μας με σφρίγος
σαν της Ίσιδας τα μαλλιά
οι κοραλλένιες καρδιές,
οι δάφνες και οι εληές
και δεν φοβούνται την ξηρασία
αλλά τους χειμώνες, τις βροχές
την ομίχλη, τους σκοτεινούς ουρανούς,
κωνικές σκιές
ανάμεσα σε απόγειο και περίγειο
ιχνογραφώντας μία
ελάχιστη γεωγραφία
προς την Δωδεκάννησο.
(4 – 22 Αυγούστου 2008)
ΣΤΗΝ ΚΑΡΠΑΘΟ
Στην Κάρπαθο, Τετράπολις
οι άνεμοι αλλάζουν γρήγορα
μεταβαλλόμενη είναι η τύχη των ανθρώπων
μάθαμε από τον Πίνδαρο.
Πριν να γεννηθεί από την θάλασσα
και η Ρόδος δημιουργήθηκε
από λάθη και ενοχές, φόνους
σαν του Τληπόλεμου γιου του Ηρακλή,
της Ελένης που απαγχωνίστηκε από την Πολυξώ,
και του Σαρπηδόνα.
Αλλά μερικές φορές
η θεότητα στρέφει προς το καλό
την μαύρη μοίρα
μεταβαλλόμενη η τύχη των ανθρώπων,
οι άνεμοι αλλάζουν γρήγορα στην Τετράπολη:
Αρκέσεια, Βρυκούς, Ποτίδαιον, Νίσυρος.
Δάση καμένα είδαν
να ορθώνονται εληές,
κήποι γεμάτοι συκιές,
αμυγδαλιές και ροδιές.
Στον λόφο του Κάβου στο Ποσί
πλαγές κυβοειδείς ξεσκεπάζουν
τύμβους μυκηναϊκούς και οι άρχοντες
ακόμη ζητούν χρησμούς
ενώ εμείς συλλαβίζουμε
τον Κατάλογο των ιερέων της Ρόδου
και το Χρονικό της Λίνδου.
Ανάμεσα σε εξέδρες και μπαλκόνια, φράχτες και βωμούς
θέλουμε την σκέψη σε ημικύκλιο
μιμούμενοι τα κλιμακωτά ημιστήλια.
Τα μάτια ψάχνουν την ελευθερία της θάλασσας
της θάλασσας, ανάμεσα σε οροπέδια και παραλίες,
προκυμαίες και λιμανάκια.
Οι νησιώτες σαν μάρμαρα
περπατούν στα πλακόστρωτα
και λάμπουν ιερά, θέατρα, γυμνάσια.
Πού είναι οι αμφορείς του κρασιού
οι δεξαμενές και οι εξέδρες
και γιατί χανόμαστε
ανάμεσα στις στοές και στα εργαστήρια;
Δεχόμαστε την υπόσχεση
ότι από την Συρία με τριακόσιες γκαμήλες
ύστερα από χίλια τριακόσια πενήντα πέντε χρόνια
πρέπει να επιστρέψουν τα κλεμμένα λείψανα
του μπρούτζινου προγόνου,
γιου του Χάρητος από την Λίνδο, μαθητή του Λυσίππου.
Οι άνεμοι αλλάζουν γρήγορα στή Τετράπολη,
αλλά σε ποιό αδυσώπητο πεπρωμένο
θα ζητήσουμε να αλλάξουμε την τύχη μας;
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ ‘44
Πίττας Μιχαήλ, Λαμπρίδης Κωνσταντίνος
Σταματάκης Νικόλαος,
όπου σήμερα αγκυροβολούν καΐκια και ψαράδικα
επτά άνδρες μπάρκαραν στην ΑΜΩΜΟ
και πήραν την επαναστατημένη Κάρπαθο
σε πέντε μόνο μέρες στην θάλασσα της Αφρικής.
Γυρνάνε τώρα ανά εκατοντάδες στον περίβολο στο Απέρι
οι μετανάστες και ο παπάς τραγουδάει
προσεύχεται, διηγείται και κλαίει. Χορεύουν οι νέοι
δείχνοντας περιδέραια και μπότες
και ξεχνάνε τα σπίτια που είναι στο βάραθρο
τους άδειους αχυρώνες, τα πεύκα κυρτά και αναρριχόμενα
την χέρσα γη με αναχώματα.
Μάς προσφέρουν ψωμιά, γλυκά, ψάρια
ρεβυθοκεφτέδες και αμυγδαλόγαλα
και αγκαλιάζονται ενώ φωνάζουν τα μικρά παιδιά
στ’αμερικάνικα.
Άγιος Νικόλαος, Αγία Σοφία,
Αγία Αικατερίνη, Αγία Αναστασία
Αγία Φωτεινή, ολόλευκες
οι τριακόσιες εξήντα πέντε εκκλησούλες
του Ευαγγελισμού, της Κοιμήσεως,
των Αγίων Αποστόλων, Αγίου Πέτρου, Αγίου Γεωργίου και Αη Γιάννη
αλλά δεν χρειάζεται να ψάχνεις τα στέφανα για δώρο
όταν ο γαμπρός έσπαζε το ρόδι
και οι ράφτρες επί ημέρες έρραβαν το νυφικό,
και οι κούνιες ήταν κρεμασμένες ανάμεσα σε πολύχρωμες κουβέρτες
δαντέλλες, πιάτα και μαλλί.
Κοσμοπολίτες μετανάστες ασπρίζουν
τα εγκαταλελειμμένα σπίτια, τους κορμούς της αμπέλου,
τα σκαλάκια στα σοκάκια ανάμεσα στους τεράστιους βράχους.
Και τα χωριά χρωματίζονται
σαν τις νεοκλασικές προσόψεις των σπιτιών
θαλασσί, ώχρα, κίτρινο πορτοκαλλί, ροζ.
Οι σφουγγαράδες
αφήνουν το αγκυροβόλι στα ιστιοφόρα
και γυρνάνε στο καφενείον για να παίξουν ζάρια .
Θα ξανάλθει όμως ο χειμώνας, θα αδειάσει ο περίβολος
και όπως οι επτά άνδρες
λίγες γυναίκες, λίγοι γέροι
μερικά αγόρια και κορίτσια καστανά
θα περιμένουν
την ΑΜΩΜΟ.
ISABELLA VINCENTINI
da
GEOGRAFIA MINIMA DEL DODECANESO
La geografia combinata con il tempo
equivale al destino
QUANDO INIZIA L’ANTICO?
Anche l’antico ha avuto la sua antichità
ma quando?
In quali mattini antichissimi
si dissolsero figure leggere
quando leggere ragazze
entrarono nella casa
portando offerte e danzando
sul fondo nero?
Erinna, Telesilla, Prassilla
dove avete deposto
dolci di giallo miele,
dove il latte di mandorla
dove le monetine nei dolci di riso?
In quale spiaggia ci incontrammo
MirtideNosside Corinna?
Dove eravate
quando trovai l’urna dal volto umano
e la presi dai manici
ma erano braccia, e gli occhi
mi fissarono, con testa di cavallo
e il cratere aveva capre
nere, intente a brucare agavi
e le coppe avevano antilopi
e mi fermai, di fronte alla stele
dell’ultimo saluto?
Febo non abita più qui
perduta è la fibbia di bronzo
e le emozioni riposte
in vasi cinerari raccontano
«che a piedi e non a cavallo
si entra nell’oltretomba».
FEBO NON ABITA PIU’ QUI
non permettere che la tua gioia svanisca
mentre che hai vita
(Pindaro, fr. 512, c )
Le emozioni impazziscono
come una sventura leggera,
emozioni calpestate
amori inceneriti
infermità dei desideri
ma di nuovo la sventura
sarà leggera, sorelle
di Antedone, di Tangera
di Argo e di Lesbo.
Solo in primavera coglieremo mele cotogne
Febo non abita più qui
verranno inverni umidi
brumosi, traditori
ma in un mattino antichissimo
vedremo ancora
l’inflessibile splendore di ciò che non ha avuto luogo,
nascerà la luce dalle rocce e dal mare
e l’antico poeta inviterà
le ragazze alla danza:
«non permettere che la tua gioia svanisca
mentre che hai vita».
VERSO RODI
Se abbiamo frantumato le loro statue
e li abbiamo scacciati dai loro templi
non per questo sono morti gli dèi.
(Kavafis, IONICA)
La bellezza nasce nelle isole
come Afrodite
e non è un limite, ma
confine aperto e insidioso
verso il mare, mutamento
di fluidità solida, come l’acqua.
Né mare né terraferma
l’anima, dove si annida
la monotonia
non delle onde, ma della fantasia.
Luce del sole
ombra della terra,
tra terra e luna
nascono asfodeli
spighe di fiori bianchi
come nei piani elisi.
Chi erano gli Cnidii?
Perché comprarono
la verità nuda e non velata?
E quando il ragazzo si innamorò della statua?
Rose bianche, insana passione
accoppiarsi al marmo
finocchio orzo lattuga.
Noi andiamo verso il Colosso del Sole
e portiamo ex-voto
rose bianche, milza
finocchio orzo e lattuga.
Luna, mezzaluna, specchio
gli occhi specchiano
l’immobilità dell’amore.
Fasi lunari mostrano
coni d’ombra prodotti dalla notte
circonferenza dei giorni.
Dodici i pleniluni,
nove le congiunzioni
senza il novilunio,
trenta giorni e mai tramonta il Sole.
Ma esiste davvero
il soggiorno lunare
delle anime, come scriveva
Castore di Rodi?
In prossimità della luna
i prati di Ade
fungono da purgatorio,
condanna o espiazione?
In noi discendono rigogliosi,
come capelli di Iside
o cuori di corallo,
gli allori e gli ulivi
e non temono l’aridità
ma gli inverni, le piogge
le nebbie, i cieli neri,
coni d’ombra
tra apogei e perigei
tracciano una
geografia minima
verso il Dodecaneso.
(4-22 agosto 2008)
A KARPATHOS
A Karpatos, Tetrapolis
i venti cambiano rapidi
mutevole è la sorte degli uomini
abbiamo appreso da Pindaro.
Prima di nascere dal mare
anche Rodi fu generata
da errori e colpe, uccisioni,
come quelle di Tlepòmeno figlio di Eracle,
di Elena impiccata da Polisso,
e di Sarpedonte.
Ma a volte
la divinità volge in bene
il nero destino
mutevole è la sorte degli uomini,
i venti cambiano rapidi a Tetrapolis:
Arkessia, Vrikous, Potidaio, Nyssiros.
Boschi carbonizzati hanno visto
il sopravvento degli ulivi,
orti pieni di fichi,
mandorli e melograni.
Sulla collina di Kàvos a Posì
pendici cubiformi scoperchiano
tombe micenee e gli arconti
ancora divinano oracoli
mentre noi compitiamo
la Lista dei sacerdoti di Rodi
e la Cronaca di Lindo.
Tra ripiani e terrazze, recinti e altari
volgiamo il pensiero a semicerchio
imitando le semicolonne a gradoni.
Gli occhi cercano la libertà dei mari
dei mari, tra pianori e coste,
arsenali e insenature.
Gli isolani come marmi
camminano sui lastricati
e risplendono santuari, teatri, ginnasi.
Ma dove sono le anfore di vino
le cisterne e le esedre
e perché ci perdiamo
tra portici e botteghe?
Raccogliamo la promessa
che dalla Siria con trecento cammelli
dopo milletrecentocinquantacinque anni
dovranno riportare i resti trafugati
dell’antenato di bronzo,
figlio di Chàres di Lindo, allievo di Lisippo.
I venti cambiano rapidi a Tetrapolis,
ma a quale destino inesorabile
chiederemo di mutare la nostra sorte?
OTTOBRE ‘44
Pitta Michail, LampridiKonstantino
StamatakiNikolaon,
dove oggi ormeggiano caicchi e pescherecci
sette uomini partirono a bordo dell’IMMACOLATA
e portarono Karpathos insorta
in soli cinque giorni sul mare d’Africa.
Tornano oggi a centinaia sul sagrato di Apéri
gli emigranti e il pope canta
prega, racconta e piange. Danzano i giovani
mostrando collane e stivali
e dimenticano le case a strapiombo
i granai vuoti, i pini piegati e arrampicati
la terra sterile a scarpate.
Ci offrono pani, dolci, pesci
polpette di ceci e latte di mandorla
e si abbracciano mentre richiamano i piccoli figli
in americano.
AghiosNikolaos, Santa Sofia
Santa Caterina, Sant’Anastasia
AghiaFotinì, bianchissime
le trecentosessantacinque chiesette
dell’Annunziata, della Dormizione,
dei Santi Apostoli, San Pietro, San Giorgio e San Giovanni
ma è inutile cercare le coroncine in regalo
quando lo sposo spaccava la melagrana
e le sarte per giorni cucivano l’abito della sposa,
e le culle erano appese tra coperte multicolori
pizzi, piatti e lane.
Emigranti cosmopoliti imbiancano
le case diroccate, i fusti delle viti,
i gradini dei vicoli tra le enormi rocce.
E i paesi si colorano
come le facciate neoclassiche delle case
celeste, ocra, giallo arancio, rosa.
Pescatori di spugne
lasciano l’attracco ai velisti
e tornano nei kafenion a giocare a dadi.
Ma tornerà l’inverno, si svuoteranno i sagrati
e come i sette uomini
poche donne, pochi vecchi
qualche ragazzo e ragazza bruni
aspetteranno
l’IMMACOLATA.