`
Στιγμιότυπο Πρώτο/Η περιπλάνηση
«Σε έναν κόσμο που τα όνειρα είναι σαν χάρτινα σπιτάκια, και οι στιγμές μας μετριούνται με έγχρωμα χαρτάκια η αλήθεια περισσεύει και κανέναν δεν κυριεύει.»
Ο Ουρανός σήμερα είναι χλωμός, ο δυνατός αέρας κινεί με πάθος τα πάντα στο διάβα του. Η αίσθηση μου αφουγκράζεται μια μυστήρια ζωντάνια. Βγήκα έξω από το σπίτι, ήταν νωρίς το πρωί. Σκοτεινιά τύλιξε γρήγορα το βλέμμα μου. Ο αέρας συνέχιζε να παγώνει και να μετατρέπει την ζέστη μου σκέψη σε κρυστάλλινη πέτρα. Τα φύλλα πεσμένα μπρος στα πόδια μου να ηχούν σαν αλυσίδες. Έτσι αισθανόμουν εκείνη την στιγμή. Κοίταξα χωρίς δεύτερη σκέψη τα σύννεφα, σχήματα ντύθηκαν σε μια στιγμή τα ασπρόγκριζα στολίδια. Έμοιαζαν σαν χάρτης μιας ακανόνιστης και άγνωστης χώρας, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία το που. Κατέβασα το βλέμμα μου και κοίταξα ψηλά. Με τύλιξε το παράπονο και η μελαγχολία. Δεν πρόλαβε να περάσει άλλη στιγμή και ο νους μου σαν ταινία πρόβαλε στις κόρες των ματιών μου εικόνες. Από αυτές που όλοι ξέρουμε, όμως κανένας μας δεν θέλει να θυμάται. Άπλωσα το χέρι μου ψηλά, νόμιζα πως μπορούσα να πιάσω τον άνεμο, με χάδευε με δύναμη.Ένιωθα πώς τα σύννεφα ήταν τα σχήματα μου, και πως μπορούσα να δημιουργήσω πλάθοντας ότι φανταστώ. Ήθελα κάτι ευχάριστο και πρόσχαρο για να ξανά ζεστάνω την σκέψη μου. Όμως όσο και αν προσπαθούσα να πλάσω τα σύννεφα σαν πηλό, τόσο εκείνα συνέχιζαν και δημιουργούσαν ένα χάος περίεργων σχημάτων. Έκανα δύο βήματα προς την πόρτα της εισόδου μου, ο άνεμος φύσηξε τόσο δυνατά σαν να ήθελε κάτι να μου πει, σαν να ήθελε να μείνω για λίγο ακόμη έξω. Σε εκείνο το στιγμιότυπο η αίσθηση μου είχε μετατραπεί σε μάγο, τα κλαδιά των δέντρων φοτωβολούσαν σαν ραβδί. Το σώμα μου ολόκληρο κυριεύονταν από τα χάδια του ανέμου. Εκείνος είχε μαγικούς και τρελούς σκοπούς για εμένα, για έμενα που είμαι τώρα το κορμί του κόσμου, ο περιπλανητής που πρέπει να δει και να βιώσει. Ένα φύσημα του πλημμύρισε το είναι της ψυχής μου. Ο νους μου καθοδηγούσε σαν τηλεχειριστήριο τα πολλαπλά ματιά της ψυχής μου. Που ξεκίνησε ένα ταξίδι με πλοηγό τον άνεμο. Όμως το σώμα έμενε καρφωμένο, ακλόνητο και ακούνητο στο ίδιο σημείο, σαν αιώνια πέτρα της γης. Τα σύννεφα σχημάτισαν ένα καράβι, ο άνεμος κινούσε το καράβι με πορεία όσα έπρεπε να δω πριν άλλη μια νέα χρονιά γραφτεί στο βιβλίο της ζωής. Πετούσε με τόση μαεστρία στον απέραντο ορίζοντα, έκανε στάσεις εδώ και εκεί και μετά ξανά έφευγε γρήγορα σαν δυστυχισμένο παιδί, κάπου που απλώς αλλάζει το όνομα και ο καιρός, όμως η τύχη έχει ακριβώς την ίδια ιαχή, την ίδια μύρα. Κάπου που τα σκυλιά είναι η μόνη ζεστασιά στις αγκαλιές των ανθρώπων. Κάπου που ο κρύος δρόμος τυλίγει τα κορμιά. Εκεί που η αλήθεια δεν χαμογελάει, εκεί που η ψίχα του ψωμιού αναζητάτε με το χέρι, σαν σπουργίτι που τσιμπολογάει με μανία τα χαμωσούσαμα. Πίσω στο δικό μου χώμα ο νους μου δέχθηκε ένα μήνυμα από τους περίεργους φίλους που πριν λίγες στιγμές απλά υπήρχαν σαν λέξεις χωρίς σημασία και ύπαρξη. Ένιωσα αμήχανα, οι θόρυβοι μεταφράστηκαν απότομα σε λέξεις. Οι εικόνες και η ήχοι που λάμβανα αποσκοπούσαν αποκλειστικά σε αυτό το φοβερό συναίσθημα που αποκωδικοποίησε περίτεχνα ο νους μου. Τότε ένα άλλο μήνυμα άλλαξε τόσο γρήγορα τις εικόνες μου σαν να ήθελε ξαφνικά να με κάνει να αισθανθώ αγάπη. Να μου θυμίσει το λόγο ύπαρξης. Είδα την πραγματική χαρά να χορεύει ξέφρενα, μου σχημάτισε αυτά που έχω και αυτά που πρέπει να νοιαστώ και να προσέχω στην ζωή μου. Είχε ήδη ξημερώσει, το απόλυτο μαύρο χρώμα ζωγραφίστηκε σε ανοιχτούς τόνους, ο ουρανός σταμάτησε τις ζωγραφιές του εκείνη την στιγμή, ο άνεμος ηρέμησε κάπως, βουβό ψυχρό αεράκι φύσηξε απαλά σαν ήρεμη νότα. Το σώμα μου άρχισε να κινείται, να ξεκολλάει σιγά- σιγά και χωρίς να το καταλάβω το στόμα μου ψέλλισε ρυθμικά.
< <Σε ευχαριστώ θεέ μου για αυτά που έχω, σε ευγνωμονώ για την μικρή νέα ζωή που μου χάρισες τούτη την χρονιά. Σαν κουφέτο γλυκό το στόμα μου ανοιγόκλεισε στο όνομα της. Είναι η Μαρία της ψυχής μου, θα είναι παντοτινά η πιο όμορφη πρωτοχρονιά της υπόλοιπης ζωής μου.>> Λίγες στιγμές αργότερα η σκέψη και ο νους μου βρίσκονταν και πάλι αντάμα στο κουτί τους εντός. Μπήκα στο σπίτι και κάθισα. Και απλά ευχήθηκα οι υπόλοιπες χρονιές να μην φέρουν άλλες δυστυχίες. Οι μαγικοί μου φίλοι με δίδαξαν πως η χαρά είναι φτιαγμένη με τα υλικά που όλοι μας έχουμε ήδη στο πλευρό μας. Και αν δεν τα ‘χεις ακόμη, απλά αναζήτησε τον σωστό το δρόμο. Υπάρχει ελπίδα, όσο υπάρχει υγιείς ραχοκοκαλιά στο περιτύλιγμα μας. Σκεψου το αύριο σαν μια μουσική νότα που χαροποιεί την ψυχή σου. Σκέψου…
`
-Η Διαπίστωση
«Και αν το καράβι σου έχει φουρτούνες συχνά, συνέχισε το ταξίδι με το κατάρτι σου σφιχτά. Προσπέρασε τις φουρτούνες, η γαλήνη θα ‘ρθει. Θα σε τυλίξει, θα σε ανταμείψει. Ταξίδι μεγάλο η ζωή μας κάνε τον προορισμό σου το καλύτερο στιγμιότυπο σου.»
Δεν είμαι φιλόσοφος, ούτε παντογνώστης, είμαι της νιότης μου ο λόγος, η πράξη των λέξεων μου. Ο αναγνώστης και ο φυλλομετρητές των σελίδων του βίου μου. Το βιβλίο της ζωή μου γράφετε καθώς την κοιτάω, η ζωή σε προστάζει να κάνεις και εσύ το ίδιο. Γεμάτος είμαι στιγμιότυπα, είμαι γεμάτη με αγάπη ανθρώπινη οντότητα. Αυτό είσαι και εσύ. Αγάπη και μίσος τις ψυχές μας κυριεύουν. Συναισθήματα δυναμικά που σε κάνουν να ξεχνάς, να προσπερνάς τα μάτια της ψυχής σου. Άνοιξε ορίζοντες στο ταξίδι σου, ο προορισμός είναι ένας, δεν είναι το τέλος. Αυτός ο ένας είσαι εσύ και όχι άλλος κανείς. Διδάξου, μάθε, ξεπέρασε, ωραιοποίησε το μέλλον σου. Δεν είναι κόλα η ζωή, μην προσπαθείς να μπαλώνεις τα κενά, άστα ανοιχτά και προχώρα, στην μοναδική της σκέψης σου την μαγική χώρα. Δεν είναι τίποτα παραπάνω από άπειρες στιγμές, καλές και κακές, μια μηχανή η ζωή, πιάστην στα χέρια σου. Χτένισε το φιλμ σου από την αρχή, σαν να είσαι μέσα στο μηδέν. Μην ζηλέψεις, μην προσπαθήσεις να ζήσεις δανικές χαρές. Είσαι το κομμάτι στο δικό σου παζλ. Αξίζεις να γευτείς το κάθε τι. Είσαι υποχρεωμένος να κάνεις λάθη Είσαι υποχρεωμένος να κάνεις το σωστό. Είσαι άνθρωπος. Αν πιστέψεις θα γευτείς. Η θάλασσα θα σε βγάλει παντού, θα σε ξεβράσει σαν βοτσαλάκι εδώ και εκεί. Μην σκεφτείς σαν ναυαγός. Σκέψου σαν πυξίδα, είσαι ο πλοηγός. Σκέψου…
`
-Στιγμιότυπο Δεύτερο/Tο μεγαλείο της φύσης και οι άρχοντές της
Το ξημέρωμα είναι μαγικό. Οι πινελιές των χρωμάτων στον ουρανό, μοιάζουν σαν πίνακας μιας ζωγραφιάς με αισθήματα λυπημένα. Είναι χειμώνας. Η βροχή στάζει στρογγυλές σταγόνες και ξεβάφει το τέλειο πορτρέτο. Το νερό κάτω στη γη πέφτει και σχηματίζει μικρές- μικρές λιμνούλες. Κοιτάω και είναι ένας καθρέπτης, αντανακλά τρεμάμενα το πρόσωπο μου. Ο άνεμος φύσηξε και πάλι, μου σκούντηξε την πλάτη, συντροφιά με τους συριγμούς της θάλασσας. Ο φίλος μου ξανά ‘ρθε είπα στην όμορφη σιωπή μου. Μα αυτήν την φορά δεν είχε κάποιο ταξίδι να μου προσφέρει. Ξανά φύσηξε, σαν στόμα δυνατά με όλη του την πυγμή πάνω στον νεροπό καθρέπτη μου. Απλά κοιτούσα, τρεμάμενα ήταν, απλά κοιτούσα… Τα δέντρα γύρω μου τινάξαν τα φύλλα τους. Κάτι πρόδιδε πως τούτες οι στιγμές θα είχαν σημασία. Το βλέμμα μου άρχισε να χάνεται μέσα στο μικρό νεράκι. Τρεμάμενα εμφανίστηκε ο νέος μου φίλος. Σαν ποίημα μοναδικό, σαν γέροντα φιλόσοφο άρχισε να μου μιλάει.
«Διαβάτη μου εσύ, τι κάνεις στην ζωή σου; Έχεις ξεπλύνει το μυαλό σου, ή μένεις και εσύ εγκλωβισμένος μέσα στο κενό του εγώ σου.»
«Εγώ καλέ μου φίλε είμαι η λέξη. Είμαι η φωτιά που προκαλεί ζεστασιά στο νου και στην σκέψη»
«Φωτιές εγώ σβήνω, είμαι ο άρχων της φύσης. Το πνεύμα των πνευμάτων, των πάντων ο Παντοκράτωρ»
Δεν ξέρω τους σκοπούς σου, μυστήριε μου φίλε. Άνεμε φύσα και βγάλε με από την κουβέντα. Παράξενα τα πράγματα, δύσκολα τα πάντα. Κρύος και ζωηρός ήχησε δυνατός και βρέθηκα σε μια στιγμή μες τον τυφώνα τυλιγμένος, στροβίλιζε με οργή και με πήγαινε μακριά. Τα σύννεφα γκριζωπά, τα πήρε σβάρνα και αυτά και γίναν μαύρα σαν τα κάρβουνα, σαν να υπήρχε πιο πριν φωτιά. Σήκωσα το κεφάλι μου, και φώναξα σταμάτα και ξάφνου βρέθηκα κάτω στη γη. Ο άρχων τότε μου ξανά είπε. «Κανείς δεν τα βάζει με εμάς. Η φύση είναι ο Βασιλιάς. Δεν χορτάσατε ακόμα να μας μολύνετε; Δεν χορτάσατε, τίποτα όρθιο δεν αφήνετε.» Τώρα ήρθε η στιγμή να γνωρίσω ακόμα έναν νέο μυστήριο φίλο. Έναν ηγέτη βαμμένο στα πράσινα, με κορμί καφετένιο. Ζαροτό και λιγνιστό με ποδάρια σαν πλοκάμια, τόσο λεπτά όσο μια βελόνα μιας κουκουναριάς. Σαν σεισμός ξεθάφτηκε από το μέρος του και βάδιζε κοντά μου. Σαν τραγούδι μου ψιθύρισε ξαφνικά στα αυτιά μου.
«Είστε η καταστροφή των πάντων. Όλο χάνω τα παιδιά μου, όλο κάνετε στάχτη όλη την οικογένεια μου».
«Έπρεπε να ‘στε η δημιουργία και η ευλογία. Αυτή ήταν από τους αιώνες η απλή σας οδηγία». Είχα τόσο ντροπιαστεί, ήμουν μόνος εκεί. Μόνος ταπεινωμένος, με λόγια που είχαν δίκιο μπλεγμένος.
Καλή μου φίλοι, συγχωρέστε μας δεν ξέρουμε που πάμε, χαθήκαμε στο δρόμο για την λύτρωση. Η δόξα μας πήρε το μυαλό. Η εξουσία σαν ζάχαρη γλύκανε τις καρδιές μας και μετέτρεψε σε κόλαση όλες τις ευχές μας. Σκέψου…
`
-Τελικά εμείς είμαστε…
Εμείς είμαστε τελικά η ίδια η φύση. Εμείς είμαστε η θάλασσα, ο ουρανός, η βροχή, ο άνεμος. Εμείς που δεν αφήνουμε κάτι να κυλήσει με τους νόμους που ή ίδια η ζωή έχεις κανονίσει και συμφωνήσει. Εμείς είμαστε η καταστροφή, εμείς και η χαρά, εμείς και η λύπη. Εμείς που όλο θέλουμε τα πάντα να ελέγχουμε και όλο προτρέχουμε. Η συνέχεια θα είναι μακάβρια αν συνεχίσουμε σε τούτους τους ρυθμούς. Οι φίλοι μου, είναι και οι φίλοι σου. Το ποίημα μου είναι και οι λέξεις σου. Πρέπει να είναι και οι σκέψεις σου. Εμείς πρέπει μόνο να δημιουργούμε, έχουμε την ευλογία και όλο μακριά μας την ωθούμε Η χαρά βρίσκετε σε απλά πράγματα, σε πράγματα που έχεις γύρω σου, που έχω και εγώ γύρω μου. Ώρα να τα χαρούμε, με αυτά να πορευθούμε, στην ματαιοδοξία μην αφεθούμε. Η ζωή έχεις κανόνες και ηγέτες πιο πάνω από όλους μας. Πραγματικούς μαέστρους στο καθημερινό της τραγούδι. Θα μας προσφέρει και θα μας συγκινήσει όσο την βοηθάμε. Θα μας πληγώνει και το κόκκινο χρώμα θα μας προσφέρει όσο εναντιωνόμαστε. Όσο απέχουμε από το σκοπό μας και δεν καταλαγιάζουμε τα εγώ μας. Εμείς είμαστε αυτοί που μπορούμε τα πάντα να αγιάζουμε, εμείς πάλι είμαστε και αυτοί που τα πάντα τα πετάμε και τα αδειάζουμε. Αδερφέ και αδερφή μου εμείς είμαστε…
Σκέψου…
< <ΤΕΛΟΣ>>