Λένε ότι η ποίηση ταιριάζει περισσότερο στα χρώματα, τις οσμές και τους ήχους της άνοιξης. Εγώ προτιμώ τις πολιές μέρες του Γενάρη, τις σιωπηλές νύχτες πού ξεθάβουμε κάτω από το πυκνό στρώμα της λήθης τον σκύλο των μισοτελειωμένων ονείρων μας.
* Ακολουθεί εισαγωγή και 4 ποιήματα από την ανέκδοτη συλλογή Meditationes
Meditationes
Εγώ ένας ξένος βαδίζοντας με αργά, στακάτο βήματα στα βρεγμένα σοκάκια της Kashba, ακούγοντας τον μεταλλικό ήχο των παπουτσιών μου στο μωσαϊκό παράνομου λιθογραφείου όπου η ακινησία της μακροχρόνιας λήθης πνίγει τις κραυγές του μελλοθάνατου Maurice Audin, τις χυδαίες βρισιές των αλεξιπτωτιστών των Massy και Aussaresse: «Le type est mort sans rien dire. Je n’ai pensé à rien. Je n’ai pas eu de regrets de sa mort. Si j’ai regretté quelque chose, c’est qu’il n’ait pas parlé avant de mourir».
Καπνίζω ένα άφιλτρο Gitanes σ’ ένα μπιστρό της Corniche έχοντας απέναντι μου τις κρεμασμένες μούρες των διοπτροφόρων τύπων με τα ξυρισμένα κεφάλια και τις κίτρινες μάσκες από την εποχή του Deux Magots, ακουμπώ σιγά-σιγά, νανουριστικά στο γλυκό φθινοπωρινό φως μετά την ξαφνική μεσογειακή νεροποντή πάνω από τις θολωτές στοές των αποικιακών σπιτιών, αμβλύνω στις παστέλ αποχρώσεις του ορίζοντα το κενό μέσα μου απειλητικό και συναρπαστικό ταυτόχρονα, αιωρούμενο πάνω από κάθε επικαιρική μου στιγμή, αναλλοίωτο και στην επόμενη ρωγμή πού θα αφουγκραστώ στην πολύχρωμη ροή του πλήθους προσώπων, φωνών, βλεμμάτων, επαφών, παιχνιδιών, φονικών, τις ώρες των αγοριών και κοριτσιών, τις ώρες της σιέστας του Αλγεριού, τις ώρες της νύχτας πού η μνήμη αναζητά τον γλυκό ήχο μιας αιματηρής εξέγερσης……
Ι
Μακάριοι αυτοί πού βλέπουν
ένα ξώκελο αστέρι
κρεμάμενο στον ύπνο τους.
Εναργείς
αυτοί πού βαυκαλίζονται το άπειρο
στις ταράτσες
ενός ανελέητου μεσημεριού.
Ακηδείς
αυτοί πού βαδίζουν
στο χαμό τους
με την ανεμελιά
αψεγάδιαστης ευδίας.
Εύληπτοι
αυτοί πού αψηφούν
το πολύχρωμο πλήθος
με τα αποτσίγαρα
της ερημιάς τους.
Ερεβώδεις
αυτοί πού κατεβάζουν
ακρωτηριασμένες έφηβες
σαν ανύσματα
αποφραγμένων νευρώνων.
Αγλαοί
αυτοί πού βλέπουν
μια πρόσθετη διάσταση
σε λύματα
τοξικών αποβλήτων.
Περιούσιοι
αυτοί πού ακολουθούν
τη σκιά τους
σε ένα pas de deux
σπειροειδούς ιλίγγου.
Εύολβοι
αυτοί πού διεκδικούν
το Εγώ τους
όπως οι ορχούμενοι
τα πατήματα τους
στα απόνερα πανσέληνων.
Αιχμηροί
αυτοί πού ανοίγουν
ένα παράθυρο μεταφυσικής
με ένα μπουκέτο ανεμώνες
συνοικιακών επιταφίων.
Οξυβελείς
αυτοί πού βλέπουν
στα πρόσωπα
ανοιξιάτικων πάρκων
μια πόλη αιμάτινων δρόμων
σαν σε newsreels
ιστορικών αρχείων.
Όλβιοι
αυτοί πού γητεύουν
το ουδέν
στον ενεστώτα χρόνο
καταιονίζοντας εφηβαία
από τον θόλο
της φαντασίας τους.
Λυσιτελείς
αυτοί πού αφήνουν
ένα δρόμο ανοιχτό
για τα όνειρα
μιάς τελλουρικής νύχτας
θραυσμένων υαλοπινάκων.
Ευήνορες
αυτοί πού στο υπέρτατο
αίνιγμα της ύπαρξης
βλέπουν βάμματα του Ρω
και πρώϊμους υάκινθους
από ένα α-διάστατο
μέλλον.
ΙΙ
Το όλον είναι η αντιστροφή
του τίποτα,
ή αλλιώς
η νύχτα του μαύρου φεγγαριού
όπου όλα διαλύονται
και όμως παραμένουν:
ένας μονόκερος στο σαλόνι
πιπιλίζει τα σάλια του,
ένας ουλαμός λαμπαδηδρόμων
εφ’ όπλου για τη μεγάλη σφαγή
στο πλησιέστερο
άσυλο λαθρομεταναστών,
ένα ψιλόλιγνο δέντρο
σαν καιόμενη βάτος
στη σιγαλιά της Γοτλάνδης,
μια ξεκοιλιασμένη φάλαινα
σαν έωλο τοτέμ
της δηλητηριώδους φρενίτιδας
επαρχιακού θεάματος,
ένας αμφίκοιλος καθρέφτης
σαν αλεξικέραυνο
αποψιλωμένου εγώ.
Αποφάγια, ξεριζωμένες τρίχες,
σπασμένοι υαλοπίνακες,
σημαίες-ονειρώξεις του πλήθους,
ρινίσματα αντρικού machismo,
άδεια βλέμματα,
ουρές τρωκτικών
λουλούδια για τους επόμενους νεκρούς
όλα πολτοποιούνται
στο όλκιμο
της στιγμής.
ΙΙΙ
Πολλά αστέρια απόψε
πολλά δάκρυα
πολλές γυναίκες
πολλές ανάσες
πολλά ποτάμια
πολλά κυπαρίσσια
πολλά παιδιά
πολλά πουλιά.
Γλαυκός ορίζοντας
πένθιμα εμβατήρια
επιθαλάμια άσματα
συγκλίνοντες επιτάφιοι
κόκκινα λάβαρα παντού
στα κόκκινα κτίρια
στις κόκκινες πλατείες
στα κόκκινα μαυσωλεία
στις κόκκινες τραπεζαρίες,
αναίμακτες διαδηλώσεις
μυστακοφόροι σεισοπυγίδες
ξαπλώστρες θερινές
για πιγκουΐνους
κλωνοποιημένα tucana
στο νότιο ημισφαίριο
μουσώνες απολυμαντικοί
αποδραματοποιημένο
Sous le ciel de Paris,
απόγευμα
καταλαγιασμένης ιντιφάντα,
πυκνό πλάσμα
πυκνά σύννεφα
πυκνό σπέρμα
πυκνό εναιώρημα
πυκνότητα ανυπαρξίας,
μικρή ώρα εφιδρώσεων
μικρή γεύση κυανού,
σωσίβιες λέμβοι,
μικρή θέα διάφανου
σαν από αρχαϊκές κολόνες
μικρές κόρες τιτιβίζουν
ελλείψει λέξεων,
μικρή ώρα
στο κίτρινο του φάσματος.
Πολλά όνειρα
πού έγιναν πουλιά
πουλιά πού γίνανε
σύννεφα
κι’ ένα πολιό υφάδι
αν-υπόθετο
πριν του πέρα κόσμου
τα γλεύκη
και τ’ ανερμήνευτα.
IV
Τούτο το δώμα
εξεμέτρησε το ζήν
τα στρώματα δεν μυρίζουν πια
αντρίλα ή
γυναικείες εκκρίσεις
άδειασε
από νεανικά όνειρα
κόκκινες φράουλες
και ανασφάλεια,
κλείδωσαν οι αρθρώσεις του
και πια δεν ακούνε
τους πρωτεϊκούς ήχους της ζωής
τα κύμβαλα γίνανε
ρυτιδωμένα σύμβολα
οι επισκέπτες,
οι πατημασιές,
τα συνωμοτικά σημειώματα
στα κούφια φατνώματα,
οι τροχιές των άστρων,
οι φωνές των παιδιών,
η σιωπή των μεταμεσονυχτίων,
η μπάντα των επιταφίων,
τα παστέλ αδιάβροχα
στις ταράτσες,
τα σώβρακα των μεταναστών,
όλα σαν κουρασμένοι ανταληγείς
σαν ένας συρμός αναψυχής
ερήμην επιβατών,
ένας κόκορας πού χορεύει
με κέρματα
σε λάτιν ρυθμούς.
Αυτό το δώμα
είναι το δώμα
πού πάντα μετακινείται
μια θέση δεξιότερα
της απειρίας
και γι’ αυτό αψηφά τις νομοτέλειες,
είναι γι’ αυτό πού έχει κρεμάσει
στα μανταλάκια
τις ανατομικές λεπτομέρειες
των ενοίκων του.
Πάτρα, 18/1/2018