Ψύχους Πνοές
Πέντ’ έξι Λωτοί
στα κλαδιά ξεχασμένοι
Σπουργίτια ταΐζουν.
Κρύο _ Λεπίδα
και οι Χιονάνθρωποι βλέπουν
τις σκιές τους στ’ Άστρα.
Ελάτων Δάση
σπάργανα της Ομίχλης
το Πρωί φορέσαν.
Ο Λόγος
Η Λιβελούλα
στο Λωτό καθισμένη
διάφανη λάμπει.
Στη Λίμνη, μέσα, των Σμαράγδινων Υδάτων
με τοίχους γκριζοπράσινους στέγες της ασημένιες
μοναχική στραφτάλιζε η Παγόδα,
Αιθέρα ενώνοντας με το Νερό.
Κι ο Μοναχός ( μορφή σεπτή με κάτασπρα μαλλιά )
κάτω από το Λωτό τις Νύχτες
όλο στοργή καλλιγραφούσε Χαϊκού
που τις Αυγές ( μες στα κλαδιά της Κερασιάς )
ψιθυριστή, με σεβασμό, μι’ ανάγνωση ποθούν.
_”Την Ομορφιά σας νιώθω κύμα της γαλήνης δροσερό,
μα θλίψη κάποτε με κατατρέχει σαν
συλλογιστώ πως Θάνατο πλησιάζω κι όμως, ο ελλιπής,
το λόγο ( μήπως τον προσπέρασα; )
ακόμη δεν γνωρίζω που ήρθα στη Ζωή.”
… Θύελλα χειμωνιάτικη τη Φύση σάρωνε• πουλιά
στο χώμα γκρέμιζε τα ψάρια σπαρταρού_
σαν ξεβρασμένα στην αυλή• _ κι ο Μοναχός, ταχύτατος,
άνοιξε Θύρα του Ναού τη Στέρνα διάπλατα
βοηθώντας τις ζωούλες να σωθούν.
Όταν γαλήνεψε ο καιρός το άλλο πρωί
το κάθε πλάσμα βόηθησε σπίτι του να επιστρέψει
και είπε μετά: _”Αιωνόβιος πλέον το Λόγο γνώρισα
και, πλήρης, φεύγω σύντομα στο Σύμπαν των Πνευμάτων.”