`
1
Δεν είναι αυτό το αυλάκι αυλάκι αίματος
δεν είναι αυτό το πλοίο πλοίο θύελλας
δεν είναι αυτός ο τοίχος τοίχος ηδονής
δεν είναι αυτό το ψίχουλο ψίχουλο γιορτής
δεν είναι αυτός ο σκύλος σκύλος λουλουδιών
δεν είναι αυτό το δέντρο δέντρο ηλεχτρικό
δεν είναι αυτό το σπίτι σπίτι δισταγμού
Δεν είναι η λευκή γριά γριά ετοιμοθάνατη
Είναι μια κουταλιά γλυκό κρασί δύναμη χαράς
για τη ζωή της λησμονημένης
`
No es este arroyo arroyo de sangre
no es este barco barco de tormenta
no es este muro muro de placer
no es esta miga miga de fiesta
no es este perro perro de flores
no es este árbol árbol eléctrico
no es esta casa casa de vacilación
no es la anciana blanca anciana moribunda
es una cucharada de vino dulce fuerza de alegría
para la vida de la olvidada
`
*
2
Η λησμονημένη ανοίγει το παράθυρο
ανοίγει τα μάτια της
κάτω περνούνε φορτηγά με μαυροφορεμένες
που δείχνουνε το φύλο τους γυμνό
με οδηγούς μονόφθαλμους που βλαστημάνε
το χριστό της και την παναγία της
οι μαυροφορεμένες θέλουν το κακό της
κι ας της πετάνε τα ματωμένα τους γαρίφαλα
απ’ τον αναβρασμό του κήπου της ηδονής τους
απ’ την εξάτμιση της μπενζίνας μέσα στο σύννεφο του καπνού
οι οδηγοί
σκίζουν το σύννεφο και τηνε κράζουν πόρνη
όμως αυτή είναι μια θλιμμένη παναγιά
με τον αγαπημένο της μέσα στα εικονίσματα
έτσι όπως τον φύλαξε ο χρόνος
με τα κεριά όλων των προδομένων
που βάδισαν στο θάνατο ανάμεσα στις μαργαρίτες και τα
χαμομήλια
με βάγιες δούλους κι αστέρια του βουνού
με σπαθιά που κόβανε λαιμούς και φοινικόδεντρα
`
La olvidada abre la ventana
abre los ojos
abajo pasan camiones con vestidas de negro
que muestran su sexo desnudo
con conductores tuertos que maldicen
su Jesús y su Virgen
las vestidas de negro quieren su malo
pese a que le echen sus sangrados claveles
desde la agitación del jardín de su placer
desde la evaporación de la gasolina dentro de la nube de humo
los conductores
rasgan la nube y la croan puta
pero ella es una Virgen triste
con su amante entre los iconos
así como le preservó el tiempo
con las velas de todos los traicionados
que marcharon hacia la muerte entre las margaritas y las
manzanillas
con nodrizas esclavos y astros de la montaña
con espadas que cortaban cuellos y palmeras
`
*
3
Η λησμονημένη απλώνει τ’ άσπρο χέρι της
παίρνει όμως ένα χρωματιστό γυαλί και τραγουδάει
—Σε φωνάζω όχι μέσα από τ’ όνειρο
αλλά μέσα από τα συντρίμμια των πολύχρωμων αυτών γυαλιών
μα συ όλο φεύγεις
τώρα ναι με φοβίζει αληθινά το πρόσωπό σου
όσο και να τα ταιριάζω τα σπασμένα αυτά γυαλιά
δε μπορώ πια να σ’ αντικρίσω ολάκερο
κάποτε φτιάχνω μόνο το κεφάλι σου
ανάμεσα σε χίλια άλλα άγρια κεφάλια
που μ’ αποξενώνουν
άλλοτε μοναχά τ’ αγαπημένο σώμα σου
ανάμεσα σε χίλια άλλα κορμιά ακρωτηριασμένα
άλλοτε πάλι μοναχά το ευλογημένο χέρι σου
ανάμεσα σε χίλια άλλα χέρια τεντωμένα
που παιδεύουν τα πόδια μου κάτω απ’ τα φουστάνια μου
μου δένουν τα μάτια με τα μαύρα μαντίλια τους
με προστάζουν να περπατήσω να μη γυρίσω πίσω
το κεφάλι μου
να δω τα μάτια σου να θρυμματίζονται
`
La olvidada extiende su mano blanco
pero solo toma un vidrio colorado y canta
-Te llamo no dentro del sueño
pero dentro de las ruinas de estos vidrios colorados
pero tu siempre sales
ahora sí me da miedo de verdad tu cara
a pesar de emparejar estos vidrios rotos
no puedo mas confrontarte entero
a veces fabrico solamente tu cabeza
entre miles otras cabezas salvajes
que me enajenan
otras veces solamente tu querido cuerpo
dentro de miles otros cuerpos amputados
otras veces solamente tu mano bendito
dentro de miles otros manos estirados
que atormentan mis pies debajo de mis vestidos
me atan los ojos con sus pañuelos negros
me ordenan que ande que no vuelva hacia atrás
la cabeza
que no vea tus ojos que se desmoronen
`
*
4
Η λησμονημένη μέσα στο βυθό του νικηφόρου ύπνου της
κρατώντας ένα μήλο στο δεξί της χέρι τ’ άλλο χαϊδεύοντας
τη θάλασσα
ξεδιπλώνει ξάφνου τα ωραία μάτια της
είναι μονάχα μια πνοή ένας βρόντος κανονιού
είναι ο ποδηλατιστής η αγαπημένη του κι η ανθοδέσμη
είναι ο βόγκος της καρδιάς καπνός των ορυχείων
το μίσος τα κορμιά που σμίγουνε με λύσσα και βυθίζονται
είναι ένα τρομερό φιλί στα σύνορα της ηδονής
που βρίσκονται σπαρμένοι μες στις παπαρούνες πέντε θάνατοι
είναι η σκιά τ’ αγαπημένου της που πέρασε
`
La olvidada al fondo de su sueño ganador
llevando una manzana a su mano derecho el otro acariciando
el mar
despliega de repente sus ojos bellos
es solo un soplo un trueno del cañón
es el ciclista su amante y el ramo
es el gemido del corazón humo de las minas
el odio los cuerpos que juntan con rabia y hunden
es un beso tremendo a las fronteras del placer
donde están sembrados dentro de las amapolas cinco muertes
es la sombra de su amante que ha pasado
`
*
5
Αυτά τα λόγια θα τα ξεριζώσει μετά σαράντα
χρόνια η λησμονημένη. Και σ’ αυτό το δρόμο
να πω πως γίνονται θαύματα; Όχι. Τα θαύματα
γίνονται μόνο στις στοιχειωμένες εκκλησιές
Να πω για τον άνθρωπο που έγινε δέντρο και για
το στόμα του που φύτρωσαν λουλούδια; Nτρέπομαι
κι όμως πρέπει να μιλήσω κι ας μη με πιστέψουν
Ο μόνος που θα μπορούσε να με πιστέψει τον σκό-
τωσαν εκεί μπροστά στο βωμό κάτι γυμνά αγόρια
τον σκότωσαν με τις πέτρες. Ήθελαν να πληγώσουν
ένα λυκόσκυλο ήθελαν να πουν ένα τραγούδι ήθελαν
να φιλήσουν μια γυναίκα. Πάντως τον σκότωσαν
και τον κόψαν στα δυο μ’ ένα σπαθί. Από τη μέση
κι απάνω τον έστησαν άγαλμα σ’ ένα παράθυρο.
Από τη μέση και κάτω τον έμαθαν να περπατάει σαν
τα μικρά που αρχινάνε. Γι’ άγαλμα δε φάνηκε άξιος
γιατί δε μπόρεσαν να γίνουν άσπρα τα μάτια του.
Τα πόδια του πάλι κάνουνε ένα σωρό τρέλες και
τρομάζουν τις γυναίκες που νυχτώνονται στα πα-
ράθυρα. Τώρα πλάι στα χείλια του έχουν φυτρώσει
δυο φυλλαράκια πικρά. Καταπράσινα. Είναι άνθος
ή άνθρωπος; Είναι άνθρωπος ή άγαλμα; Είναι
άγαλμα ή απόκρυφος θάνατος. Αυτά τα λόγια
θα τα ξεριζώσει μετά σαράντα χρόνια η λησμο-
νημένη.
`
Estas palabras las desarraigará cuarenta años
después la olvidada. ¿Y en esta calle
decir que ocurren milagros? No . Los milagros
ocurren solo en las iglesias embrujadas
¿Decir para el hombre que se hizo árbol y para
Su boca donde germinaron flores? Tengo vergüenza
y sin embargo tengo que hablar aunque no me crean
el único que podría creerme lo mataron
allí ante el altar algunos chicos desnudos
lo mataron con las piedras. Querían herir
un sabueso querían decir una canción querían
besar a una mujer. En todo caso lo mataron
y lo cortaron en dos con una espada. Desde el medio
y arriba le ubicaron como estatua en una ventana.
Desde el medio y abajo le enseñaron andar como
los pequeños que empiezan. Por estatua no fue apto
porque no pudieron volverse sus ojos blancos.
Sus pies otra vez hacen un montón de locuras y
asustan a las mujeres que se atardecen a las ventanas.
Ahora al lado de sus labios han germinado
dos ojitos amargos. Verdisimos. ¿Es flor
o es hombre? ¿Es hombre o estatua? Es estatua o muerte místico.
Estas palabras las desarraigará 40 años después la olvidada.
`
*
6
Η λησμονημένη είναι ο στρατιώτης που σταυρώθηκε
η λησμονημένη είναι το ρολόγι που σταμάτησε
η λησμονημένη είναι το κλωνάρι που άναψε
η λησμονημένη είναι η βελόνα που έσπασε
η λησμονημένη είναι ο επιτάφιος που άνθισε
η λησμονημένη είναι το χέρι που σημάδεψε
η λησμονημένη είναι η πλάτη που ανατρίχιασε
η λησμονημένη είναι το φιλί που αρρώστησε
η λησμονημένη είναι το μαχαίρι που ξεστόχησε
η λησμονημένη είναι η λάσπη που ξεράθηκε
η λησμονημένη είναι ο πυρετός που έπεσε
`
La olvidada es el soldado que se crucificó
la olvidada es el reloj que paró
la olvidada es la ramita que se encendió
la olvidada es la aguja que se rompió
la olvidada es el epitafio que floreció
la olvidada es la mano que marcó
la olvidada es la espalda que se estremeció
la olvidada es el beso que se enfermó
la olvidada es el cuchillo que falló
la olvidada es el barro que se secó
la olvidada es el fiebre que se cayó