`
SANTOS VEGA
I
H ΨΥΧΗ ΤΟΥ PAYADOR
Όταν το σούρουπο πέφτει
με λυγμούς προς το μέρος της δύσης,
τρέχει μια πονεμένη σκιά
πάνω στην Αργεντίνικη Πάμπα.
Και όταν ο ήλιος φωτίζει
με πράο φως φεγγοβόλο
απ’ την σκηνή του ορθάνοιχτου κάμπου,
η μελαγχολική ετούτη σκιά,
το σκάει το χαλί του φιλώντας
με της θλίψης όλη τη δίψα.
*
Διηγούνται της γης οι κριόλοι
πως, σε δροσερή φεγγαρόλουστη νύχτα,
σε λίμνη που είναι μονάχη
σταματάει ο ίσκιος την πτήση του•
πως απλώνεται εκεί , και ένα πέπλο
στο νερό σχηματίζεται απάνω,
ενώ φχαριστιέται κάποιος ακούγοντας
απ’ το ανεπανάληπτο τούτο προνόμιο,
την βουή την ασίγαστη
που κάνουν κυλώντας τα σύννεφα.
*
Λένε πως σε νύχτα με σύννεφα
αν την κιθάρα του κάποιος λεβέντης
στου πηγαδιού τον λιθόσταυρο
την αφήσει κρεμασμένη επίτηδες,
φτάνει βουβή η σκιά
και, κλείνοντάς την εντός του μανδύα της,
το πρελούδιο ηχεί κάποιου άσματος
μέσα στις κοιμισμένες χορδές,
χορδές που πληγωμένες δονούνται
σαν κάποιου θρήνου τα δάκρυα.
*
Θρυλείται πως σε νύχτες από εκείνες
που η Πάμπα όλη βυθίζεται
μέσα στην απλωσιά της την ίδια
δίχως το έναστρο στέμμα της,
πάνω στις κορφές τις πιο όμορφες
που αφθονεί το τριφύλλι της εύνοιας,
αστράφτει μια δάδα αδέσποτη
μέσα σε μια άφατη ομίχλη
για να φέρει ζέστη το αγέρι
στα μαλακά του ονείρου φτερά.
*
Όμως, αν γίνει η χαμένη η αίσθηση
καταιγίδα στην κοιλότητα της ,
ξεσπάει η καμπύλη βροντή
που της αστραπής είναι ο λόγος,
πληγώνει το ομπού στα πλευρά
κοκκινωπό φίδι από φλόγες
που, τα κλαδιά κατακαίγοντας,
έρπει, πάει γοργά, σκαρφαλώνει,
και απ’ την ψηλή κορφή εκτοξεύει
φεγγοβόλα από λέπια βροχή
*
Όταν στη σιέστα του θέρους
οι αντικατοπτρισμοί αντιγράφουν
απέραντα κύματα που κυλούν
πάνω σε ποταμό φαντασίας,
βουβός, σκοτεινός, βυθισμένος σε σκέψεις
ένας καβαλάρης κατεβάζει το γείσο του
στο χρώμα του ωραίου σμαραγδιού ,
φτάνει στις έρημες άκρες
και το πουλάρι του βουτά μες τα κύματα,
με την κιθάρα κρεμασμένη στην πλάτη του!
*
Αν τότε περνάει από μακριά
καλπάζοντας στην πεδιάδα
μονάχος, κάποιος καμπίσιος,
τον άλλο στις αντανακλάσεις θωρώντας
εκείνης της αβύσσου από κάτοπτρα,
νοιώθει κλονισμούς απερίγραπτους
και υψώνοντας, αντί για τραγούδια,
μια προσευχή τρυφερή
καθώς σταυροκοπιέται ψελλίζει:
«Είναι του γέρου Σάντος η ψυχή!»
*
Εγώ που στα μέρη γεννήθηκα
που τραγούδησε η διάνοια αυτή,
τον αέρα έχω αναπνεύσει της Πάμπας
που τον παγιαδόρ έχει θρέψει,
φιλώ το χώμα το λατρεμένο ετούτο
που στα χάδια μου έχει αφεθεί,
καθώς από περηφάνια με πλημμυρίζει
η πεποίθηση πως είναι δικιά μου
η πατρίδα του Ετσεβερία ,
του Σάντος Βέγκα η γη!
`
************************************************************
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
O Ραφαέλ Ομπλιγάδο (Αργεντινή, 1851-1920) είναι ένας από τους διακεκριμένους εκπρόσωπους της ρομαντικής ποίησης της Αργεντινής, και συγκεκριμένα της ποίησης gauchesca που έχει ως σημείο αναφοράς της τους ανθρώπους της Αργεντίνικης Πάμπας (gauchos) και που έδωσε σημαντικά έργα στην εποχή της, έχοντας ως βασικούς της εκπρόσωπους, εκτός από τον Οbligado, τους José Hernández και Hilario Ascasubi. Η επιθυμία του να αφοσιωθεί στην ποίηση τον έκανε να εγκαταλείψει τις σπουδές του στην Νομική. Το έργο του αναγνωρίστηκε πολύ γρήγορα και τον καθιέρωσε ως μια από τις εξέχουσες μορφές, του πνευματικού κόσμου της χώρας του, όπου αργότερα ήτανε ένας από τους θεμελιωτές της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες. Το 1883 εξέδωσε το ποίημα Santos Vega, που υπήρξε ένα εμβληματικό έργο στην εποχή του. Πρόκειται για μια μεγάλη σε έκταση ποιητική σύνθεση, εμπνευσμένη από ένα αληθινό πρόσωπο, τον τροβαδούρο Σάντος Βέγκα, που είχε αποκτήσει διαστάσεις λαϊκού θρύλου και είχε απασχολήσει και άλλους ποιητές της εποχής εκείνης. Το ποίημα είναι γραμμένο σε τέσσερα μέρη και η παρούσα μεταφραστική προσπάθεια καλύπτει το πρώτο μέρος του ποιήματος.