Το φτάσιμο του Χαλίφη
ΧαΛΛΛίφης ,όταν γίνω ΧαΛΛΛίφης (πολλά Λάμδα ,ξέχνα το ξΆφνιΑσμΑ)
Θα σε προμηθεύω ,τι θέλεις ; Τότε θα το ‘χω στο νού μου δεν θα σε ξεχάσω
Τώρα σιγοσβήνει η φωτιά , δεν θα ζεσταθεί σου λέω ,βγάλε το ‘’καμίνι’’ απ’ τη φωτιά.
ΡΡΡ …μηχανοκίνητα ακόμα και οι ανάσες μου χορεύουν
Μετρημένες πάνω στην αρματοδρομία ,που να φτάσω ; Που να φτάσουν κι αυτές;
Ποιος με κυνήγαγε – αγε-λες; -λες- σωρό άψυχες τεμαχισμένες
Σα κονσέρβες
Το φτάσιμο ξεθέωνε το λάδι μου…
Πώς σκατα θα παίρνω μπρός κάθε πρωί ;
«Περίμενα κάθε αυγή..» -Να τι ; …
«Για να ‘χω κάτι να ελπίζω..»
-Τι να ελπίζεις ;
«Να ‘χω μια ελπίδα να μου δίνει δύναμη να συνεχίσω ..»
-Τ’άφησες μισό δεν βλέπεις που σε κοιτάω ;
Χάθηκες κι εσύ, δεν σε βρίσκω
Όχι ότι κοντοστάθηκες ποτέσου να μ’εξηγήσεις δύο λόγια να’χα να λύνω εξισώσεις
(ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τη γλώσσα , πρέπει εδώ όχι εκεί ,πάλι τα ίδια; )
Άλυτος κόμπος το στομάχι της πάλι
Πάλι απ’την αρχή «Περίμενα την αυγή να’χω( και τι;) να ελπίζω το ξημέρωμα να με ξαλαφρώνει..»
Ένας, δύο ,τρείς, τέσσερις ,δεκατέσσερις..μετράω καλά ,τι σ ‘απόμεινε εσένα ;
«Περίμενα την αυγή να ‘χω κάτι να ελπίζω το ξημέρωμα σου λέω πάλι δεν μ’ακους ;»
-Κανένας δηλαδή ; Μέτρησες καλά ; Ξανά μέτρα ,κάτι κάνεις λάθος
Ακολουθείς σωστά τη γλώσσα ;
Τους κώδικες ;
Τους λογο-τττ-θεσμούς ;
«Περίμενα την αυγή με τη ψυχή στα αυτιά
Στα μάτια
Στο στόμα ( τα χέρια και τα πόδια δεμένα, αχρείαστα λεν όταν σου τρέμουνε )
Στο στόμα λέω στα μάτια στ’αυτιά ..να απλώνεται μέσα μου και γύρω μου ,τι άλλο θέλεις για να ελπίζω; Πώς το εκφράζετε εσείς και το συνάφι σας ;
-Δεν μέτρησες καλά ,φτού κι απ’την αρχή, μέτρα πάλι
«Α..στο καλό κι εσύ και η αυγή και η ελπίδα ,δεν σε χρειάζομαι …»
«Μη φεύγεις ,θα προσπαθήσω πάλι ..θα με δεχτείς; Αν προσπαθήσω πάλι ;
-…..
«Και μέσα μου και γύρω μου σκοτάδι ,κι όμως ένιωθα ασφάλεια»
-Που τ’άκουσες αυτά ,μέτρα σου είπα , μην αρχίζεις τα ξόγια…
«Δεν καταλαβαίνω εσάς και τα σόγια σας (ομάδι τραβούσαν αυτοί ) τα ξόγια σας ..μπόγια ..δέσατε τα σκυλιά ; Τα φιμώσατε ;»
-Αλάργα …κοντοζυγώνει…κάτσε ακίνητη τώρα ένα τσίμπημα ακόμη …
«Περίμενα την αυγή…γιατί ποτέ δεν ήρθε ; »
24 δευτερόλεπτα
24 δευτερόλεπτα ,μη το ξεχάσεις , για να βγάλεις τόσο
όσο χρειάζεσαι να ξεχαστείς με 3 ή 4 τζούρες καφέ
«Θέλεις να πάμε στ’αστέρια ; Εγώ θα πάω ,και μάλιστα θα φορέσω επιδειχτικά
Εκείνη τη φανταχτερή σάκα στις πλατεές μου ( εκείνη που πυρπόλησες προχτές γιατι
είπες πως ταχαμου δε σου καθότανε ωραία σου χάλαγε την όψη ,θαρρώ σου ρήμαζε κάτι σπουδαίο ) στενές οι πλατεές μου αγέραστες και ακούραστες ακόμη
Εκείνο το σακίδιο ,και θα πάω ένα ταξίδιον. Εγώ και ο εαυτός μου . Α…Θέλεις να έρθεις κι εσύ ;
Με κοιτούσε μ’εκείνο το βλέμμα ,το ίδιο μ’αυτόπου’χουν οι εργοδότες που ξεκλέβουν
απ’τα ατελείωτα δοκιμαστικά σου.
Πέρνα κι εσύ να σε δώ .Κάρτα διαρκείας αριθμός 7 .
Ο αριθμός ήταν 7 για το καθένα χωριστά,δεν είχες πολλά να ελπίζεις.
Η κάρτα περνούσε από χέρι σε χέρι μέχρι να βολέψει τη θέση με κάποιον εξ’αίματος
Ή φίλο επιστήθιου φίλου.
«Και τι θα κάνουμε στ’αστέρια ; Εγώ έλεγα να πηγαίναμε στο φεγγάρι.»
Στέκεις και φαντάζει πως αν βρεθείς στο φεγγάρι θα μετράς τ’ αστέρια..αν βρεθείς στ’αστέρια ,τίνος συνειρμικές συλλήψεις θα μετράς ;
Πάνω από 24 δευτερόλεπτα στ-αλλ-αζει και το κακό χαρμάνι .
ΣΚΕΤΗ αηδία (πρόσεξε καλά το άδειο μέσα του )
Χάνεις το χρόνο σου για 3-4 τζούρες ..Τι προλαβαίνεις να σκεφτείς σε 3-4 τζούρες;
«Είδα τη ζωή μου να περνά κοφτά μπροστά απ ‘τη τουαλέτα (εκείνο το έπιπλο που χάνεις χρόνο να σιμα-ζέψεις τ’αμάζευτα ,ξέρεις τα ψεγάδεια σου… )
Είδα τα όνειρά μου να με προσπερνούν χαιρέκακα …κάπου φευγάτα φαντάστηκα μια φωτεινή επιγραφή ‘’ αργότερα ίσως ‘’ …
Στην ουρά
Κοιμήθηκα και ξύπνησα ταυτόχρονα
μη μπορώντας να διακρίνω τον μύθο απ την πλοκή που με έχουν βάλει
να παίζω..να παίζω έναν άρρητα συνδεδεμένο ρόλο πανομοιότυπο με αυτόν άψυχου Λέγκο,
λεεγκο , ούτε να το ακούω δεν ‘’δύναμαι’’ ..
όπως έλεγα δεν μπορούσα να ξεχωρίσω
τι απ όλα
έπρεπε να θεωρήσω ότι έπρεπε να μασήσω και να καταπιώ αμάσητα
, κι ένα πιρούνι με τρεις διχάλες μισό έξω μισό στο στόμα μου .
Τα χέρια μου άλυτα ανίκανα να ξεχωρίσουν εγκεφαλικές εντολές
διαταγές σαν αυτές που δέχεται toJavaScript ..
και ναα που χειρίστηκες σωστά αυτό που εσύ ο ίδιος δημιούργησες ..
φυσικά και αυτό είναι δικό σου αποτέλεσμα ..
ποιανού να’ ναι δηλαδή ..
πάλι τα ίδια
και κοιμήθηκα και ξύπνησα
νομίζω σ ‘άλλη διάσταση
γαλάζια και πράσινα σύννεφα
να περιμένουν όλοι πότε θα στάξουν για να κάνουν το επόμενο βήμα
.. κι εκεί λέγκο λέω .. ανίκανα .!!!
Σας σιχάθηκα
και αποφάσισα και ξύπνησα πάλι στ ‘όνειρο ..
κιέβαλα παπούτσια και βγήκα έξω
και
και ξάφνου με παρακολουθούσα απο κάπου χαμηλά
κι όλο βυθιζόμουν
σε στάχτες…. και διχάλες πιρουνιών ..
- Τι σκατά σκέφτεσαι εδώ και ώρα μου λες ; Περιμένω να τελειώσεις
Έχουμε κι δουλειές εδώ .
Κι έτσι προχώρησα στην ουρά να πραγματοποιήσω τις συναλλαγές (τις άλογες παράλογες ) .
ΠΡ-Ω- ΜΕΣΗΜΒΡΙΑΣ
Μούσες , σας ικετεύω , άδειο και πάλι το φλυτζάνι
Πως αλλιώς θα γευτεί κι αυτός που το ζητάει , και το λαχταράει, κι εκείνος που το ξέχασε ,θαρρώ
Ή δεν θαρρώ
Κι αυτός που το προσπέρασε επίτηδες ;
Δές τες ,εμφάσεις αλλοτινές
Χρωματιστές και σκούρες
Πώς να λείψουν κι σκούρες
Σγουρές σκέψεις , ή και όχι ..
Γέμισε το να πιούν κι αυτοί που το λαχταρούν ,
Κι αυτοί που το ξεχνούν , κι αυτοί που το προσπέρασαν.
Χτές και προχτές και αύριο και τώρα
Τώρα ; Κι αν θα το γεμίσετε…τι να τους πώ ,ποια οδηγία να τους δώσω;
Μη και σκιαχτούν και το σωριάσουν
Και πάλι εγώ να σας παρακαλώ ..
Πώς να δώσω υπόσχεση , σε ποιόν να ορκιστώ ;
Σαν Ατλαντίδα περίμεναν να την ασκώσουν ,να τη στολίσουν..
Που να ‘ξεραν την ομορφιά της κι ότι δε χρειάζεται μύρα και λουλούδια.
Φοβάμαι μήπως πάλι τη θάψουν .
Κι ύστερα..που να βρώ την Ατλαντίδα μου..
Η Ελπίδα μου
FACES OF DEATH / Οι δύσεις στην ανατολή του
Κατάδυση –σκηνή πρώτη .
Και ενώ εμέ πέθαινε μια απλή σκαλιστή ζώνη(η μοναδική που είχα ,αγορασμένη από ένα παζάρι της Ρώμης ) εκείνον πέθαινε η σκέψη.
Έψαχνε απεγνωσμένα την αρχή του και το τέλος του.
Άνοιγε τα μάτια , κι είχε δυο μάτια γαλανά .
Είχαν και λίγο πράσινο μέσα ,κουκίδες μικρές.
Άλλαζαν θέση με τη κίνηση των ομματιών του
Κάθε φορά που σε κοίταζε
Κι ας μην σε έβλεπε.
(δεν ήξερα μέχρι προχτές ,όπως είπε ο Κ. ότι τα μάτια βλέπουν κάθε φορά αυτά που παρατηρούμε ,αυτά που θέλουμε ,γι’ αυτό ας αφήσουμε ελεύθερες τις σκέψεις μας )
Γαλανά με ολίγο πράσινο μέσα τους λοιπόν .
Τ’άνοιγε και πόσο ήθελα να αραιώσω τη θολούρα τους ,νόμιζες ότι ήταν τυφλός.
Να , σαν αυτούς που ορθολογικά ψάχνουν να βρούντ’απερίγραπτο.
Εγώ απλά πίστεψα, πίστεψα πως το στυλό γράφει γιατί βγάζει μελάνι ,μπλέ ,είτε μαύρο ,ανάλογα με τη κατασκευή του.
Πάλι έχασα τη σειρά μου ,κάθε φορά χάνομαι στη διαδρομή μου
Περίπατος λαβύρινθος.
Πώς γίνεται να χρειάζεται ένα λέιζερ για να ξεθολώσει το βλέμμα σου ;
Τον παρατηρούσα να βουλιάζει ,να βυθίζεται η άμμος ,να αχν-ίζει-αεγώ
Κόκκο στο κόκκο να πνίγεται
Ολοένα και περισσότερα εκατοστά να τον χάνω , κι όμως ακόμη τον παρατηρώ.
Άραγε θα προλάβω ποτέ να τον αρπάξω ;
Διαδικασία που άρχιζε με την αυγή
Και τελείωνε με τη δύση , τη δική του δύση …
Ανάποδη Βδομάδα
Μ.Δευτέρα ,ανάποδη βδομάδα
Προετοιμασία για τα κατόπιν εορτής
Ο φούρνος προψήνει , στη σειρά, στο ίδιο μήκος
Και κατά τ’άλλα στο ίδιο σχήμα
Ανολοκλήρωτη Μ.βδομάδα …
“ Toμόνο σίγουρο δεν θα βρείς άθικτη αξία
Θεσμοί πειραγμένοι, πλασμένοι ονειρικά,
Αφού κι οι σχέσεις παίζονται θεατρικά.. “
-‘Ανθρωπον ζητώ μ’ένα φανάρι κι ανόθευτους θεσμούς …Γιατί πιστεύω πως κάπου υπάρχει τ’ανόθευτο ,τ’αληθινό…
Το αγρίμι
Τον έβαλα και κάθισε απέναντι μου
Δεν υπήρχε η παραμικρή κλίση
Άβατο το πέρασμα από τη θέση μου
Στην αντίπερα μεριά του τραπεζιού
Έβγαλε νύχια και δόντια ..
Τα μάτια εστίαζαν αναγκαστικώς όλο και περισσότερο
Φοβούμενη τις κινήσεις μου
Σάλεψα και κρύφτηκα κάτω απ’το τραπέζι ,ολοκαίνουργιο .
Κάθε φορά του έκανα αλλαγές το έβαφα συχνά με βερνίκι
Άλλαζα το χρώμα, δηλαδή το στόλιζα .
Τα νύχια του χάλασαν για ακόμη μια φορά την επιφάνεια
Ήτο λεία και ήταν λευκή ,λευκή σαν ένα νυφικό
Ένα ψέμα κι αυτό …
Υ.Γ.
(Σημασία λευκού νυφικού , αγνότητα , κάποτε και πλούτος της νύφης )
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ονομάζομαι Γεωργία Μιχαηλίδου Γεννήθηκα στη Καβάλα το 1994.Σπουδάζω Φιλολογία στο πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων .